frear

Τζίνα Ξυνογιαννακοπούλου: Περβάζι εβδόμου ορόφου – της Ανθούλας Δανιήλ

Τζίνα Ξυνογιαννακοπούλου
Περβάζι εβδόμου ορόφου
Αθήνα, 2015

μονομιάς … μου ’φευγε το περβάζι απ’ τον αγκώνα
κι έμενα μπρούμυτα μεσ’ στον αέρα να κοιτώ.
(Οδυσσέας Ελύτης, Φωτόδεντρο)

Τριάντα εννέα είναι τα ποιήματα της νέας συλλογής της Τζίνας Ξυνογιαννακοπούλου. Τίτλος της Περβάζι εβδόμου ορόφου. Το σημαίνον διπλά ή πολλαπλά ηχεί: Το επικίνδυνο, η πανοραμική θέα, η απόσταση από τα τρέχοντα κάτω, η απόσταση από τον ουρανό πάνω, η απόσταση από το πλήθος, το θόρυβο και την ταραχή, η απόσταση από τον ίδιο, τον καθημερινό εαυτό. Έξω, στον κίνδυνο, μακριά και ψηλά για ευάερη σκέψη, για ευήλια διάθεση, για καλύτερη εποπτεία. Και ταυτόχρονα δέσμια ενός χώρου που την κρατά δεμένη με το μέσα, που την αναγκάζει να επιστρέφει στο κέντρο, όταν η συνθήκη δεν συναινεί.

Ποίηση δωματίου λοιπόν, σ’ αυτήν εγγράφει η ποιήτρια τις ψυχικές δονήσεις, καθώς και τις άλλες εκείνες που από το «περβάζι» της συλλέγει, όταν τα άστρα το επιτρέπουν, όταν ήλιος και φεγγάρι κάνουν στη δική της επικράτειά τη βόλτα τους. Μέσα στο σπίτι, χώρος κλειστός και ο καθρέφτης διέξοδος, όπου προβάρει ό,τι θέλει: «Ο καθρέφτης τις κραυγές απορροφά/ […] γι αυτό προκλητικά προβάρω το σώμα/ δύσβατες όψεις προβάλλοντας / το βασικό σχέδιο στοιχειώνω/και μ’ αερικά, αυτοαναφοράς εφεδρεία / τρυπώνω στη χαραμάδα της κορνίζας απάτης/ οι καμπυλώσεις να ξεχυθούν/να επιστρέψουν / τ’ ανείδωτα αγκαλιασμένα/ υγρές ανάσες τα σβησμένα». Εκεί, λοιπόν, μπροστά στον καθρέφτη στήνεται η αλήθεια της ποίησης και στριμώχνεται το ψέμα της ζωής. Κι όταν ο καθρέφτης πάλι δεν επαρκεί τότε υπάρχει πάντα μια νέα στροφή προς τα έξω.

Αυτή την εντύπωση μου δίνει η ποίηση της Ξυνογιαννακοπούλου. Ο ήχος της είναι ανάκουστος», όπως θα έλεγε ο Σολωμός, αλλά όχι και «λιγοθυμισμένος» . Θλιμμένος, ναι, όχι παραιτημένος, εκπέμπει εσωτερικά, συγκλονίζει ψυχικά, παρασύρει σωματικά. Μπροστά στον καθρέφτη δεν βλέπει ό,τι βλέπει αλλά ό,τι εκείνη θέλει.

Έτσι, ανάμεσα στις μυλόπετρες της πραγματικότητας και του ονείρου, διολισθαίνουν σκέψεις και αισθήσεις• «δύο ξένοι της μοναξιάς αγρίμια/ σε χάσμα αμφίδρομης πρόθεσης/ τον γόρδιο δεσμό τους ωριμάζουν/ συνένοχοι προσδοκίας σε συμβίωση προσχωρούν». Και η ζωή ακροβατεί σε μια κλωστή, επιχειρώντας όλους τους συμβιβασμούς που οφείλει να κάνει, για να μπορέσει να ισορροπήσει: «δυο παράλληλε διαδρομές / ισορροπώντας τις / σε και κοινή ουτοπία». Όμως ή εκεί, στην ουτοπία, είναι ο τόπος ή πουθενά αλλού. Σ’ εκείνο το «περβάζι εβδόμου ορόφου» σαν ευκαιρία εβδόμου ουρανού.

Για την ποιήτρια που ζει τα πράγματα μέσα από την ποιητική τους μεταμόρφωση δεν είναι δυνατόν τα υλικά να μην γίνονται άυλα και να μην μετουσιώνονται σε αισθήματα. Τα αισθητά άλλωστε δεν είναι παρά οι αφορμές για να φτάσει τα νοητά και οι μεγάλες ουσίες είναι εκεί έξω από τον εσωτερικό της χώρο που την δεσμεύει και την κάνει να ασφυκτιά, ειδικά όταν νοιώθει ότι οι «παπαρούνες σηκώνουν επανάσταση», την ώρα που «το ένστικτο» είναι «ξηρότερο παρά ποτέ» ή όταν «το πρόσωπο υπνοβατώντας στις απώλειες ημερώνει». Ανάμεσα στην έλλειψη και στην προσφορά, ανάμεσα σ’ αυτό που θέλει και σ’ αυτό που έχει, στριμωγμένη στη κορνίζα ενός καθρέφτη που της επιστρέφει ένα είδωλο αναστημένο με όσα του λείπουν συμπληρωμένα, η διάθεση παραπαίει ως ωραία αλλά στιγμιαία παραίσθηση, ζωογόνος όμως για την τέχνη.

Η Ξυνογιαννακοπούλου ξέρει πως, ό,τι πρέπει να επιτευχθεί, θα επιτευχθεί με θυσίες. Η ελάχιστη πραγματικότητα θα πρέπει να φορτωθεί το βάρος των ονείρων, τα οποία όσο πιο άυλα τόσο πιο βαριά είναι. Η αντίφαση τα εκτρέφει. Σαν από της τρίχας το γεφύρι θα πρέπει να περάσει, αν επιθυμεί να συναντηθεί με το πεπρωμένο της κι ό,τι ήθελε προκύψει. Κι αυτό την περιμένει, εκεί πέρα από το περβάζι, όπου κρέμεται, έτοιμη για πλοήγηση: «με το παρασύνθημα/ ντύνομαι πυροτέχνημα/άδολα στην άσφαλτο αχνίζω/ […]/ προσφέρω σώμα περβάζι ορόφου εβδόμου/ να εξοστρακίζονται τα πεφταστέρια/ να προεκτείνομαι στα περιστέρια/ λευκή πανουργία/ μη μ’ εντοπίσουν οι καθρέφτες τ’ ουρανού/ δεύτερη ευκαιρία αναζητώντας». Έχω την εντύπωση πως βρίσκομαι μπροστά σε μια παραλλαγή της γνώριμής μας, τη ελυτικής «Μαρίας Νεφέλης», η οποία με παρόμοιο τρόπο διαδήλωνε την «ελευθερία» της: «Μες στα σύννεφα βολτάρω σαν την όμορφη αστραπή/ κι ό,τι δώσω κι ό,τι πάρω/ γίνεται βροχή».

Ο στίχος θα στιγματίσει την ελπίδα που θα πλανέψει τους ήρωες και θα τους υποχρεώσει σε ταπεινές επαναλήψεις. Κι εκείνη η συνειδητοποίηση-έκπληξη-παραδοχή:

«Αρχάριος είσαι; / Τι θα πει για πάντα; / Θα πει:/ κάθε γράμμα φεύγει προς τα πίσω/ χωρίς επίλογο μένει το κεφαλαίο/ μα η αγάπη δεν τελειώνει/ ρίζα μένει/ στη βροχή που πίστεψε λιώνει/ λιπαίνει την επομένη άνοιξη/ με όρκους που ’πεσαν/ και σε φύλλα ξαναγύρισαν/ μέτρο άμετρο η αγάπη/ χορδίζει την καρδιά να πάλλει/ και το σύμπαν διαστέλλει/ να χωρέσει κι άλλη».

Έτσι τα πάντα στη ζωή έτσι και η αγάπη. Ό,τι αρχίζει από τη μία χάνεται από την άλλη, όμως τίποτα δεν χάνεται, τελικά, και τα πάντα γίνονται σε παγκόσμιο επίπεδο λίπασμα για τις επόμενες γενιές. Αυτή είναι η μοίρα και της ζωής και των συναισθημάτων και ο άνθρωπος το λίπασμα στα μεγάλα γρανάζια της. Βγαίνοντας από το περβάζι, εγκαταλείποντας τον κλειστό χώρο, θα συναντήσει τον αειθαλή πεύκο. «Στις κερκίδες του Πεύκου», αποστασιοποιημένη από τα προσωπικά, υπαρξιακά, θα ανοιχτεί σε μια γενική εκτίμηση των πραγμάτων με εφαλτήριο τη φύση και τα φαινόμενά της. Εκεί και η ίδια και η ποίηση θα ανασάνει πλατιά:

«Τα άχυρα ενέχυρα του ήλιου επί γης/ τα ρουθούνια της χίμαιρας γαργαλούν /ό,τι πετά υπερέχει/θέρος μεσιτεία/με τον τζίτζικα ν’ απλώνει την αρχαία ξεγνοισιά του/ στις κερκίδες του πεύκου/ ν’ απλώνει τη ρυμοτομία του ήχου. Με τη ριμοτονία της παρήχησης/ η ραστώνη γλυκά τη μέρα γαζώνει/ νάρκωση θυμιατό με τούλια υποσχέσεις/ μα το φως πολύ/ να κουκουλωθεί δεν μπορεί/ παρ’ το απόφαση/ μ’ έναν πόνο να βγει το καλοκαίρι/ σ’ έναν τόνο κι η αιωνιότητα να βγει».

Το ποίημα μου γεννά διαθέσεις συγγενείς με εκείνα που μου γεννά ο Τάκης Παπατσώνης στο «Ερημοκλήσι». Τα δύο ποιήματα είναι φτιαγμένα από τα ίδια υλικά. Είναι το καλοκαίρι και ο πεύκος, είναι τα «άχυρα ενέχυρα» της Ξυνογιαννακοπούλου που συγγενεύουν με τα «χρυσοφρυγανισμένα άχυρα» του Παπατσώνη, καθώς και μια διάχυτη θρησκευτικότητα στο αποθεωμένο τοπίο. Κι ακόμα από άλλη αίσθηση και διάθεση μου έρχεται στο νου του Σικελιανού η «γιγάντια γέννα», με την οποία θα πραγματωθεί η διαιώνιση της φύσης και η γέννηση του καλοκαιριού ως φυσικού φαινομένου και ως μεταφοράς, σε συμπαντικό επίπεδο, της ζωής.

Παρόμοιας διάθεσης μου φαίνεται και το ποίημα «Αυγουστιάτικη πανσέληνος», στο οποίο η ποιήτρια και πάλι απλώνεται στη φύση. Μόνο που αυτή τη φορά δεν κοιτάζει τη γη και τα πλάσματά της αλλά τον ουρανό και τα δικά του: «Κρεμασμένη στον ωκεανό του απείρου/ ναυάγιο από την εποχή του ασημιού/ σώζεις την αμφιβολία τ’ ουρανού/ κι ανεμόσκαλα πετάς/ αχνοβολή μελική όσο η λαχτάρα/ μελωδία το φέγγος σου / χορδίζει την ασπράδα του γιασεμιού/ πυρπολεί την πεδιάδα του μυαλού».

Σαν τους παλιούς ρομαντικούς συνθέτει Ωδή στη Σελήνη αλλά συνδέει τη γέννησή της με το σύμπαν που η σελήνη αντιπροσωπεύει: «ιερή της φύσης συνείδηση / ευεργεσία οργιαστικής θηλυκότητας/ στην όρχησή σου ηδυσμένη λικνίζομαι/ κι αναπνέω την εισβολή σου / γενναία εξίσου για/ τη φωτεινή μου προέλευση/ το σκοτεινό παρελθόν μου», όπου με μια αντινομία, «φωτεινή» και «σκοτεινή», ταυτόχρονα συμμετέχει με το ελάχιστο «είναι» της στο μέγιστο του σύμπαντος κόσμου, του οποίου ο καθένας έχει μερίδιο.

Εκείνο που δεν φαίνεται με πρώτη ματιά είναι ότι η ποιήτρια επιμελείται το στίχο της. Τον φροντίζει και τον περιποιείται κι ενώ η ποίησή της δείχνει ελεύθερη, στην ουσία, έχει τις τεχνικές δεσμεύσεις της, τα μυστικά της, τους εσωτερικούς ρυθμούς της που επιβάλλουν την κατάλληλη αναπνοή. Κι εκεί, στης αναπνοής το γύρισμα, ανασύρεται στο φως η αρμονία των χορευτικών ρυθμών, στους οποίου υπακούουν οι κρυφές πτυχές και εσοχές με τα υλικά δομικά του στίχου της, τα μετρημένα ισοσύλλαβα, τα ομοιοκατάληκτα και τις ρίμες. Μας το είπε ο Γιώργος Σεφέρης, άλλωστε, ότι « ποίηση είναι ένα είδος χορού» και έχουμε πολλές ευκαιρίες για να το διαπιστώσουμε.

Η Ξυνογιαννακοπούλου από το «περβάζι εβδόμου ορόφου», σαν την Παναγία την Χοζοβιώτισσα, στην Αμοργό βγαίνει στον κίνδυνο για να συλλάβει το θαύμα.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη