Παρά τις ατέλειωτες συζητήσεις που έχει προκαλέσει, η λέξη κερδοσκοπία (speculation) παραμένει μια ακαθόριστη έννοια. Απέκτησε την οικονομική της σημασία στα τέλη του 18ου αιώνα. Σε μια επιστολή (1 Μαΐου 1774) ο Οράτιος Γουόλπολ περιέγραφε τον σερ Τζορτζ Κόλμπρουκ, μέλος του κοινοβουλίου και τραπεζίτη, ως «μάρτυρα αυτού που ονομάζεται κερδοσκοπία», όταν ο Κόλμπρουκ χρεοκόπησε μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να μονοπωλήσει την αγορά του λευκού ορυκτού άλατος. Δύο χρόνια αργότερα, ο Άνταμ Σμιθ έγραψε στον «Πλούτο των Εθνών» για τις περιουσίες που δημιουργήθηκαν απότομα «σε μερικές περιπτώσεις… από αυτό που ονομάζεται κερδοσκοπική συναλλαγή». Παρ’ όλα αυτά, ο «κερδοσκόπος έμπορος» του Σμιθ ήταν ένας επιχειρηματίας που «δεν ασχολείται με κάποιο συνηθισμένο, καθιερωμένο ή γνωστό κλάδο των επιχειρήσεων. Επιδίδεται σε οποιαδήποτε εμπορική συναλλαγή όταν υπολογίζει ότι θα είναι περισσότερο επικερδής απ’ όσο συνήθως…». Δηλαδή ο κερδοσκόπος ορίζεται από την ετοιμότητά του να επιδιώξει τη βραχυπρόθεσμη εκμετάλλευση ευκαιριών με στόχο το κέρδος. Οι επενδύσεις του είναι ρευστές, ενώ εκείνες των συνηθισμένων επιχειρηματιών είναι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό σταθερές. Τη διάκριση αυτή διατηρεί και ο Κέινς , ο οποίος περιγράφει την «επιχείρηση» ως τη «δραστηριότητα που προβλέπει ποιες είναι οι προοπτικές απόδοσης των περιουσιακών στοιχείων σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής τους» σε αντίθεση με την κερδοσκοπία, την οποία ονομάζει «η δραστηριότητα που προβλέπει την ψυχολογία της αγοράς».
Όμως καταστάσεις που θυμίζουν κερδοσκοπία ανιχνεύονται σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας. Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην απόκτηση (αγαθών) που δεν έχει όρια, που κατευθύνεται δηλαδή κατά μέγα μέρος από το εγωιστικό χρηματικό κέρδος. […]
[Ολόκληρο το κείμενο στο τεύχος 10 του περιοδικού, που κυκλοφορεί. Υπενθυμίζουμε ότι η ύλη του τεύχους είναι εντελώς άλλη από την ύλη που δημοσιεύεται καθημερινά στην ιστοσελίδα μας. Ζωγραφική: Hieronymus Bosch (λεπτομέρεια).]