frear

Για τη “Στιγμή στο χάος” του Σωτήρη Σαράκη – γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Σωτήρης Σαράκης
Στιγμή στο Χάος
Εκδ. Κουκίδα, 2014

Η νέα έκδοση του Σωτήρη Σαράκη, Στιγμή στο Χάος, είναι μια επιλογή από ποιήματα που έγραψε μέσα στο χρονικό διάστημα 1999-2010.

Τα ποιήματα είναι μικρές ιστορίες. Μονόλογοι που θα μπορούσαν να είναι διάλογοι με απελθόντες από χρόνια ποιητές και άλλους επιφανείς που η ιστορία και ο μύθος κατέγραψαν και άφησαν το στίγμα στην ψυχή του. Από αυτά τα πρόσωπα ο ποιητής αντλεί τα παραδείγματά του, από αυτά κεντρίζεται η πέννα του και αυτά αποτελούν τον οίστρο του. Αρχής γενομένης από τον πατέρα, αναφαίνεται μια μακρά σειρά από ποιητές, πρόσωπα ποιητικά ή ο ίδιος ο ποιητής. Όλα τα ποιήματα διαπνέονται από μεγάλη δόση μελαγχολίας. Η ζωή που φεύγει, ο καιρός που τη λήθη φέρνει, οι νίκες που δεν διαρκούν πολύ, η δόξα που δεν παραμένει και ο θάνατος που με τον χρόνο και Κρόνο συνεργάζεται.

Η ποιητική παραγωγή του Σαράκη έχει χαρακτηριστικό της τον πολιτικό και κοινωνικό προσανατολισμό, χωρίς να υψώνει επαναστατική γροθιά, αλλά με μια βαθιά ρυτίδα στην ψυχή και στο πνεύμα. Οι ιδέες διαπλέκονται και η ιστορία φέρνει το στοχασμό και τον αναστοχασμό πάνω στα πράγματα της ζωής που ο άνθρωπος σχεδιάζει και η ίδια ανατρέπει.

Στην πρώτη σελίδα, το πρώτο ποίημα, «Μια νύχτα», με μότο απλό «Ένα καράβι…», του Νίκου Καββαδία, μας φέρνει στη μνήμη όλα εκείνα που ο Καββαδίας έψαλε για τις μακρινές θάλασσες, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες αλλά και τους κινδύνους, κυρίως όμως μας αφήνει να υποθέσουμε όλα εκείνα, με τα οποία το «καράβι» είναι φορτισμένο. Το ποίημα, λοιπόν, αποτελείται από μια αφήγηση, η οποία αντινομικά έρχεται από το μέλλον και όχι από το παρελθόν. Το τι θα γίνει είναι το θέμα που ο ποιητής επεξεργάζεται σαν να το ξέρει βήμα βήμα, σαν να το έχει ο ίδιος σχεδιάσει, ενώ το προφανές είναι ότι το υποθέτει από ό,τι ήδη ξέρει. Ο καπετάνιος, οι χάρτες, οι άγνωστες θάλασσες, η αδειανή κορνίζα, όλα συμβάλλουν στο σχεδιασμό του, που αφενός είναι αναπόφευκτος, αφετέρου η παράδοση έχει καταγράψει στο υποσυνείδητο. Κι εδώ είναι που ο ρεαλισμός του Καββαδία δίνει το χέρι του στου Σαράκη την αλληγορία: Μια νύχτα εκείνο το καράβι θα με πάρει/ μακριά σε θάλασσες που δεν ταξίδεψε κανείς/ σε θάλασσες που χρόνια περιμένουν […} μεθοδικός ο καπετάνιος / χρόνια στους χάρτες μελετάει […] μ’ άγνωστα ονόματα θα ταξιδεύω / ποιος είμαι, πού, κανείς δε θα το βρει/ θα φύγει το καράβι ξαφνικά, ποιος να σκεφτεί/ σε μια αδειανή κορνίζα να με ψάχνει/ θα φύγει το καράβι ξαφνικά, θα ’χουν χαθεί/ τι ίχνη του, τα ίχνη μου μες σε μια αθώα νύχτα.

Όμως και το αμέσως επόμενο ποίημα με τον τίτλο «Απόψε» στο ίδιο συναισθηματικό κλίμα κινείται. Είναι ο πατέρας που ήξερε να φτιάχνει κρασί (όπως ο Οδυσσέας ήξερε να φτιάχνει καράβι). Που τα βήματά του αντηχούν ακόμη στη σκάλα, στις στροφές της Ιστορίας και στα βιβλία που διάβαζε. Σήμερα λείπει το «κρασί» του διονυσιακού ενθουσιασμού που θα επανεκκινήσει τον κοσμικό ρυθμό και θα τραντάξει την ορχήστρα της άμουσης εποχής μας. Λείπουν κι άλλοι, που ο Σαράκης μοιάζει να κάνει προσκλητήριο, εκείνοι που αγαπά και αισθάνεται πως η ζωή τους αδίκησε. Είναι ο Μπολιβάρ αλλά μάλλον ο ίδιος ο Νίκος Εγγονόπουλος με το καταλυτικό ερώτημα: «στρατηγέ/ τι ζητούσες στη Λάρισα/ συ / ένας / Υδραίος» (πώς καταδέχτηκες…). Και άλλα πρόσωπα και τόποι σαν ορόσημα μιας ψυχολογικής κατάστασης είτε είναι ο ποιητικός και, στα μέτρα τα δικά μας, συγκινητικός Παπαδιαμάντης στη Σκιάθο, είτε το πειραχτήρι ο Σκαρίμπας στη Χαλκίδα και ο πολύπαθος Λουντέμης στο εξορισμένο του όνειρο είτε ο ιδανικός αυτόχειρας της Πρέβεζας, ο Καρυωτάκης, είτε, Μεγάλη Πέμπτη, Εκείνος στο σταυρό. Είτε, ακόμη, ο Κάφκα από άλλη παράμετρο και οι Πύργοι του και οι Δίκες του. Είτε ο ευγενικός Αμφίνομος της Οδύσσειας που έχασε τη ζωή του σε άνιση μάχη είτε ο Καραϊσκάκης και η μάνα του. Όλοι από τη δύσκολη πλευρά της ζωής.

Δύο, από τις οχτώ, ενότητες η «Θύραθεν» και η «Ένδοθεν» παίζουν αντικριστά τα ποιητικά τους ανάλογα. Ο Κολοκοτρώνης στην «Σκαρδαμούλα», ο Αδαμάντιος Κοραής ψάχνει για «τα λάθη του στους μέλλοντες αιώνες», ο Τζάρτζανος για «τα πάθη των φθόγγων», ο Μακρυγιάννης να κρύψει «στο χώμα… το ιστορικό του». Το κρίσιμο ερώτημα: «Τον ρώτησαν προς τι/ όλος αυτός ο μόχθος, που, / σε πόσους τέλος πάντων απευθύνεται/ είναι πεντέξι φίλοι, απάντησε,/ ορκίζομαι αξίζουν/ κι ακόμα, να, βλέπω κι άλλους δυο-τρεις/ ύστερα από πενήντα χρόνια / κι άλλους πεντέξι σε διακόσια χρόνια. / το αξίζουν σας ορκίζομαι» («Το αξίζουν»). Κι εδώ ωραιότατα ο ποιητής έπαιξε με το αν αξίζουν οι στίχοι και ο μόχθος γι’ αυτούς ή οι φίλοι που θα τους διαβάσουν. Παρά τη μακρά διάρκεια που απαιτεί η κυοφορία της καταξίωσης, ωστόσο «το αξίζουν» και οι δυο πλευρές. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μέσα σ’ όλα και από όλα ο ποιητής ψάχνει την προσωπική δημιουργία. Αγωνιά για την ανταπόκριση. Είναι πικρό να μην «ένιωσες, στιγμή/ του μόχθου μου η σελίδα να σου λείπει». Έγινε ή όχι ο μικρός γιος ποιητής; Να το ερώτημα του πατέρα που αφήνεται στον αναγνώστη να πει το «Ναι» του.

Ο Σαράκης κυκλοφορεί στην Ελλάδα που όπου και να ταξιδέψει τον πληγώνει. Κι όμως κάπου εκεί, μέσα στη μαυρίλα των τοίχων και των ακάλυπτων χώρων της Αθήνας, σε μια απρόσμενη μουντή πολυκατοικία, μεταξύ αναχώματος και αποχετευτικού σωλήνα, φύτρωσε μια μικρή αγριοσυκιά που έρχεται να αλλάξει για λίγο τη διάθεση. Είναι το θαύμα της φύσης εκεί που δεν το περιμένεις: «δεντράκι ριζωμένο σ’ έναν τοίχο/ ψηλά, εφτά μ’ οχτώ πατώματα ψηλά/ πάνω απ’ τη γη/ δεντράκι ριζωμένο σ’ έναν τοίχο/ να επιμένει» (ΕΡΙΝΕΟΣ). Άλλοτε πάλι το θαύμα γίνεται στον απέναντι άσπρο τοίχο, που σαν σε σβησμένη τοιχογραφία, περνούν μπροστά από τα μάτια του, τα αγαπημένα πρόσωπα: «αυτή η τοιχογραφία δεν εξαντλείται». Αλλά δεν είναι μόνο ο άσπρος τοίχος με τις αόρατες προσωπογραφίες είναι όλα τα διαβάσματα και οι εντυπώσεις του από αυτά, οι τόποι και οι μύθοι, το φεγγάρι στην Επίδαυρο πάνω στη σκηνή, ο Υμηττός τα δειλινά, η Θεσσαλία, ο Δομοκός, ο Όλυμπος, ο Εμφύλιος, όλα όσα σ’ αυτή την Ελλάδα ο μύθος και η ιστορία κατέγραψε, τα πάθη της και τα παιδιά της, όλα είναι εκεί κι εκείνη συνεχίζει, όπως η ζωή με τις αλλαξοκαιριές της.

Συχνά οι περιγραφές παίρνουν κάτι από την ξεχασμένη ρομαντική ματιά που πάντα κρύβει ένας ποιητής μέσα του, για να υποχωρήσει ευθύς αμέσως, διότι οι περιστάσεις, δυστυχώς» το επιβάλλουν, όπως συμβαίνει με την επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο, «Ανάκτορο Αρχαίας Δημητριάδος», που θα γίνει η αφορμή για ένα υπάρχω ή δεν υπάρχω:

Μπορεί και να ’φταιγε η περασμένη ώρα
Μαλάκωσαν τα βέλη του ήλιου κι έκρωζαν χαμηλόφωνα
στα λιγοστά τα πεύκα οι καλιακούδες
Θυμίζοντας … πως πολλές
πολλές πολιορκίες απέτυχαν γιατί
δε γίναν στο σωστό καιρό…

Κανείς εδώ δεν έμαθε ποτέ
τίποτε απ’ όσα λεν οι πινακίδες, τίποτε
απ’ όσα γράφουν τα βιβλία, απ’ όσα δείχνουν
τα λεπτομερή σχεδιαγράμματα
τίποτε για την πόλη, για τα χρόνια της ακμής της
γι’ αυτούς που την κατοίκησαν, την κάποτε….
Κι εγώ δεν έμαθα ποτέ
αν πολιόρκησα ή αν με πολιόρκησε
αυτό το αβέβαιο ποίημα.

Ο Σαράκης εδώ, είναι εμφανές ότι αισθάνεται σαν τον Γιώργο Σεφέρη στο κάστρο της Ασίνης, όταν αναρωτιόταν τι απέμεινε από τον Βασιλιά και τα παιδιά και τα καράβια του, τι απομένει από τον άνθρωπο και κατέληξε πως μόνο η νοσταλγία του ζωντανού για τους νεκρούς απομένει. Διότι, περπατώντας μέσα στα αγκάθια κι έξω από το συρματόπλεγμα, έξω από τον αρχαιολογικό χώρο, ο Σαράκης στοχάζεται πως η φύση, αγνοώντας ανάκτορα, πρόσωπα και πράγματα, συνεχίζει το έργο της λήθης του οδοστρωτήρα χρόνου και πηγαίνοντας πιο πέρα από τον Σεφέρη, αναρωτιέται αν, τελικά, πολιόρκησε το ποίημα ή πολιορκήθηκε απ’ αυτό. Ωστόσο, το γεγονός είναι το ποίημα και αν υπάρχει ποίημα υπάρχει και ο ποιητής. Κι ο Σεφέρης και ο βασιλιάς της Ασίνης και το κάστρο του και όλα υπάρχουν επειδή υπάρχει το ποίημα. Πολιορκώντας ή πολιορκούμενος υπάρχει και ο Σαράκης. Το ποίημα είναι ο μύθος που πρέπει να συνεχιστεί.
Και, ενώ το ταξίδι συνεχίζεται σε τόπους και ματωμένες σελίδες ιστορίας, ένα «Ηλιοβασίλεμα» στην Πάρο θα παρακάμψει τα αιματηρά και, με στροφή του βλέμματος στα λατομεία, θα μας ταξιδέψει στους παλιούς καλούς μαστόρους που

μεσ’ απ’ τα έγκατα της γης βγάλαν ναούς
βγάλαν θεούς, και βγάλαν τη μορφή
του ανθρώπου και την κίνηση•
έφυγε ο ήλιος
δυο τρία χελιδόνια
γράφουν επίμονα στον ουρανό τα ιεργλυφικά τους
άγνωστη γραφή
άγνωστη γλώσσα, μακρινή
κι όμως δική σου.

Αλλά η επιστροφή στην Αθήνα μυρίζει απελπισία. Ο νους μας πάει εύκολα σ’ ένα παλιό ρομαντικό τραγουδάκι, «Όμορφη μου Αθήνα… λες και σ’ είχαν άχτι και σε κάναν στάχτη». Στάχτη, μαυρίλα, ασχήμια. Είναι οι «λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους», που λέει και ο Καρυωτάκης για την Πρέβεζα• Λυκούργου, Σωκράτους, Αναξαγόρα, Ικτίνου, γύρω από το μεγαλοπρεπές Δημαρχείο, με τους συνωστισμένους μετανάστες, όπου, ευπρεπώς λέμε ότι εκεί γίνεται η «Συνάντηση των πολιτισμών», με τον Περικλή από τον ανδριάντα του να κοιτάζει έκπληκτος την Αθήνα του, «μετανάστης» κι αυτός με τον τρόπο του. Και ακόμα κάπου εκεί, στη Σοφοκλέους, που ο Τέλλος Άγρας, το Νοέμβριο του 1944, είχε ραντεβού με την αδέσποτη σφαίρα («Το χαμόγελο»). Και, εκτός από τους λερούς δρόμους είναι και οι «μαυρισμένοι τοίχοι» και τα «κλιματιστικά» που «στάζουν». Ο «Ελαιώνας» και η «θάλασσα» δεν φαίνονται από δω, επισημαίνει ο Σαράκης, αναφερόμενος, βέβαια, στον Καρυωτάκη, που για άλλον ελαιώνα και θάλασσα μίλαγε, όμως «λαμπρά ταιριάζουν όλα», όπως λέει και ο Καβάφης και έτσι μετακομίζει η «Πρέβεζα στο κέντρο της Αθήνας», για να πάρουμε μια ιδέα από τι έλεγε και ένιωθε ο έρμος Καρυωτάκης που πήρε την απόφαση να συντομεύσει την παρουσία του στη ζωή, που, έτσι κι αλλιώς, μια Στιγμή στο Χάος είναι. Χωρίς χρόνια και μέρες και ώρες να το προσδιορίζουν. Άχρονος χρόνος και εμείς παιδιά του περιφερόμενα στην ψυχική και μεταφυσική μοναξιά με όλα τα σουσούμια και τις ιδιοτροπίες της εδώ μετρημένης ζωής. Ωστόσο, ο ποιητής από την εδώ όχθη δεν κρατιέται να μην γρατζουνάει την πόρτα της από κει άγνωστης όχθης. Το τηλέφωνο δεν κουδουνίζει στο τραπέζι («Number Blocked») αλλά μέσα στο μυαλό του. Είναι από την άλλη όχθη, από το «χάος», από τους χαμένους αγαπημένους η χωρίς αναγνώριση, άγνωστη κλήση.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη