Η Ζωή πέθανε, είπε, όταν πήρα να του ευχηθώ χρόνια πολλά. Δεν σου τηλεφώνησα, συνέχισε, γιατί θα έλειπες. Θυμάμαι πόσο σας φρόντιζε, είπε θλιμμένη η μητέρα μου, όταν έμαθε για τον θάνατο της μητέρας του φίλου μου.
Την επόμενη ημέρα κηδέψαμε έναν συνάδελφο, τη σορό του οποίου είχαν φέρει από τις Βρυξέλλες. Την αγάπη μου στη μητέρα σου, είπε η Μαρία, που δουλεύει στο κοιμητήριο όπου επίσης είχαμε θάψει πριν πέντε χρόνια τον πατέρα μου.
Στις αρχές της εβδομάδας, στην κηδεία του Μένη Κουμανταρέα, με πλησίασε η Ευδοκία και αγκαλιαστήκαμε. Είχε πολύ πρόσφατα χάσει την αδελφή της και δυο ημέρες αργότερα τη μητέρα της.
Άνοιξα τον υπολογιστή και βρήκα ένα μήνυμα ότι είχε γίνει η κηδεία του Κώστα Λαχά στη Θεσσαλονίκη. Είχα ακούσει ότι ήταν άρρωστος, αλλά νόμιζα ότι θα τον προλάβω την επόμενη φορά που θα ανέβαινα στην πόλη.
Πριν φύγω για την Κωνσταντινούπολη είχε πεθάνει ξαφνικά ο πατέρας μιας φίλης. Στην Πόλη γίναμε φίλοι με τον Ίγκορ, έναν νεότερο ποιητή που κουβαλούσε ένα μπουκάλι ιρλανδικό ουίσκι στο σακίδιό του από τη μια ανάγνωση στην άλλη.
Θα κατεβώ πάλι στο αυτοκίνητο, είπα στη μητέρα μου, φτάνοντας σπίτι. Ξέχασα κάτι στο πορτμπαγκάζ. Δεν της είπα ότι ήταν ένα μπουκάλι ιρλανδικό ουίσκι.
Όλοι ξεχνούμε ιδίως τώρα τις γιορτές, σχεδόν με παρηγόρησε. Τα πάντα μπορεί κανείς να ξεχάσει στο πορτμπαγκάζ. Γιʼ αυτό να μου θυμίσεις να σου πω μια ιστορία, όταν ανεβείς.
Το ξέχασα, όταν ανέβηκα. Έβαλα μια γουλιά Τζέιμσον και άνοιξα τον υπολογιστή. Πέθανε ξαφνικά ο Ίγκορ, έλεγε το μήνυμα.
Εκείνη όμως δεν το είχε ξεχάσει. Ήρθε στο γραφείο όπου καθόμουν. Θυμάσαι, ρώτησε, τότε που έλειπες στην Αμερική και βγαίναμε συχνά με τον πατέρα σου, τη νονά σου και τον Γιάννη;
Έχουν πεθάνει και οι τρεις. Ο άντρας της νονάς μου ήταν πιλότος. Τα σπίτια ίσως του φαίνονταν πιο στενά από τα πιλοτήρια των μαχητικών αεροπλάνων, γιατί ήθελε κάθε βράδυ, αν γινόταν, να βγαίνουν.
Όταν έκαναν την εκταφή της μαμάς της νονάς σου, συνέχισε η μητέρα μου, ο Γιάννης φρόντισε να μπουν τα οστά σε ένα ωραίο κουτί, που έβαλε στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του για να τα πάνε στον οικογενειακό τάφο με την πρώτη ευκαιρία που θα είχαν να λείψουν από την Αθήνα.
Με διάφορες υποχρεώσεις όμως πέρασαν ημέρες και εβδομάδες χωρίς να έχουν προλάβει να πάνε. Έφταναν οι γιορτές, όταν ένα βράδυ καθήσαμε οι τέσσερις σε μια ταβέρνα και μας έφεραν τέσσερα ποτήρια για κρασί.
Φέρτε ένα ακόμη, είπε ο Γιάννης. Έχω και την πεθερά μου στο αυτοκίνητο.
[Πρώτη δημοσίευση.]