Μετάφραση: George Le Nonce
Θεωρία τῆς Μνήμης
Πρὶν πολλὰ πολλὰ χρόνια, πρὶν γίνω βασανισμένος καλλιτέχνης, προσβεβλημένος ἤδη ἀπὸ πόθο ἀλλὰ ἀνίκανος νὰ σχηματίσω δεσμοὺς διαρκείας, πολὺ καιρὸ πρὶν ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἤμουν ἔνδοξος ἡγεμὼν καὶ εἶχα ξανακατακτήσει, κομμάτι κομμάτι, μιὰ ὁλόκληρη χώρα – ἔτσι μοῦ δήλωσε μιὰ μάντισσα ποὺ ἐξέτασε τὴν παλάμη μου. Βλέπω σπουδαῖα πράγματα ἐμπρός σου, εἶπε, ἢ ἴσως πίσω σου, δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι σίγουρη. Παρ᾽ὅλα αὐτά, πρόσθεσε, τί σημασία ἔχει; Αὐτὴ τὴ στιγμὴ δὲν εἶσαι παρὰ ἕνα παιδὶ ποὺ τοῦ κρατάει τὸ χέρι μιὰ μάντισσα. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι ὑποθέσεις καὶ ὄνειρα.
Οὐτοπία
Ὅταν σταματήσει τὸ τραῖνο, εἶπε ἡ γυναίκα, πρέπει νὰ ἀνέβεις. Μὰ πῶς θὰ ξέρω, ρώτησε τὸ κορίτσι, ἂν εἶναι τὸ σωστὸ τραῖνο; Θὰ εἶναι τὸ σωστὸ τραῖνο, εἶπε ἡ γυναίκα, ἐπειδὴ εἶναι ἡ σωστὴ στιγμή. Ἕνα τραῖνο προσέγγιζε τὸν σταθμό˙ σύννεφα γκρίζου καπνοῦ ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν καμινάδα. Εἶμαι τόσο τρομαγμένη, σκέφτεται τὸ κορίτσι, καὶ ἁρπάζει τὶς κίτρινες τουλίπες ποὺ θὰ δώσει στὴ γιαγιά της. Τοῦ ἔχουν πλέξει τὰ μαλλιά σὲ σφιχτὲς κοτσίδες γιὰ νὰ μὴ λυθοῦν στὸ ταξίδι. Ὕστερα, χωρὶς λέξη, ἀνεβαίνει στὸ τραῖνο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔρχεται ἔνας παράξενος ἦχος, ποὺ δὲν ἀνήκει σὲ γλώσσα ὅπως αὐτὴ ποὺ μιλάει τὸ κορίτσι, ἀλλὰ μοιάζει πιὸ πολὺ μὲ θρῆνο ἢ στεναγμό.
Ἀπαγορευμένη Μουσικὴ
Ἡ ὀρχήστρα ἔπαιζε ἤδη ἀρκετὴ ὥρα, καὶ εἶχε περάσει τὸ andante, τὸ scherzo καὶ τὸ poco adagio, καὶ ὁ πρῶτος φλαουτίστας εἶχε γείρει τὸ κεφάλι στὸ ἀναλόγιό του, καθὼς ἤξερε ὅτι δὲν θὰ τὸν χρειάζονταν μέχρι αὔριο, καὶ ἦρθε ἡ σειρὰ ἑνὸς κομματιοῦ στὴν παρτιτούρα ποὺ τὸ ἔλεγαν ἡ ἀπαγορευμένη μουσική, διότι ὁ συνθέτης εἶχε δώσει ὁδηγίες νὰ μὴν παίζεται. Ἔπρεπε, ὅμως, νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ μὴν παίζεται, κι ἂν ἤθελε ὁ μαέστρος ἂς ἔκανε μιὰ παύση. Ἀπόψε, ὅμως, ἀποφασίζει ὁ μαέστρος, πρέπει νὰ παιχθεῖ – διψάει νὰ γίνει διάσημος. Ὁ φλαουτίστας ξυπνάει ἀπότομα. Κάτι καινούριο φτάνει στὰ αὐτιά του, κάτι ποὺ δὲν ἔχει ἀκούσει ποτὲ πρίν. Ὁ ὕπνος κόβεται. Ποῦ βρίσκομαι τώρα, σκέφτεται. Καὶ μετὰ τὸ ἐπανέλαβε, σὰν γέρος ξαπλωμένος στὸ πάτωμα ἀντὶ γιὰ τὸ κρεββάτι του. Ποῦ βρίσκομαι τώρα;
Τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο
Ἕνας ἡλικωμένος συγγραφέας εἶχε τὴ συνήθεια νὰ γράφει τὴ λέξη ΤΕΛΟΣ σὲ μιὰ κενὴ σελίδα πρὶν ξεκινήσει νὰ γράφει τὶς ἱστορίες του, καὶ μετὰ συνήθιζε νὰ παίρνει μιὰ δέσμη σελίδες, χαρακτηριστικὰ λεπτὴ τὸν χειμώνα ποὺ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας διαρκοῦσε λίγο, καὶ συγκριτικὰ μεγαλύτερη τὸ καλοκαίρι ποὺ ἡ σκέψη του ξαναγινόταν χαλαρὴ καὶ συνειρμική, διασταλτικὴ σὰν τὴ σκέψη τῶν νεαρῶν. Ἀσχέτως τοῦ ἀριθμοῦ τους, τοποθετοῦσε αὐτὲς τὶς σελίδες πάνω ἀπὸ τὴν τελευταία, ὥστε νὰ τὴν κρύβουν. Μόνο τότε τοῦ ἐρχόταν ἡ ἱστορία, ἀπέριττη καὶ ἐξευγενισμένη τὸν χειμώνα, πιὸ ἐλεύθερη τὸ καλοκαίρι. Μὲ αὐτὴ τὴ μέθοδο εἶχε γίνει διάσημος, σπουδαῖος.
Ἐργαζόταν κατὰ προτίμηση σὲ ἕνα δωμάτιο χωρὶς ρολόγια, καὶ ἄφηνε τὸ φῶς νὰ τοῦ πεῖ πότε τελείωνε ἡ ἡμέρα. Τὸ καλοκαίρι, ἤθελε τὸ παράθυρο ἀνοιχτό. Πῶς θὰ μποροῦσε, ὅμως, καὶ τὸ καλοκαίρι νὰ μπαίνει χειμωνιάτικος ἀέρας στὸ δωμάτιο; Ἔχεις δίκηο, φώναξε στὸν ἀέρα, αὐτὸ ἀκριβῶς μοῦ ἔλειπε, αὐτὴ ἡ ἀποφασιστικότητα, αὐτὴ ἡ σκαιότητα, αὐτὴ ἡ ἔκπληξη – ἄχ, ἂν μποροῦσα νὰ τὸ καταφέρω αὐτό, θὰ ἤμουν θεός! Καὶ ξάπλωνε στὸ κρύο πάτωμα τοῦ γραφείου του καὶ παρακολουθοῦσε τὸν ἀέρα ποὺ ἀνακάτευε τὶς σελίδες, μπερδεύοντας τὶς γραμμένες καὶ τὶς ἄγραφτες, καὶ τὸ τέλος ἀνάμεσά τους.
Ἕνα διακεκομμένο ταξίδι
Τελικὰ οἱ σκάλες ἦσαν πιὸ δύσκολες ἀπὸ ὅ,τι περίμενα κι ἔτσι κάθησα, ἂς ποῦμε, στὴ μέση τῆς διαδρομῆς. Δίπλα στὰ σκαλιὰ ὑπῆρχε ἕνα μεγάλο παράθυρο καὶ περνοῦσα τὴν ὥρα παρατηρώντας τὰ μικρὰ δράματα καὶ τὶς μικρὲς κωμωδίες ποὺ ἐκτυλίσσονταν ἔξω στὸν δρόμο, ἂν καὶ δὲν ἔβλεπα κανέναν γνωστό μου ἐκεῖ ἔξω, κανέναν, σὲ κάθε περίπτωση, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μὲ βοηθήσει. Οὔτε οἱ ἴδιες οἱ σκάλες χρησιμοποιοῦνταν, ἀπὸ ὅσο μποροῦσα νὰ δῶ. Πρέπει νὰ σηκωθεῖς, ἀγόρι μου, εἶπα στὸν ἑαυτό μου. Καθὼς αὐτὸ φαινόταν ἀδύνατο, ἔκανα ὅ,τι καλύτερο μποροῦσα στὴ δεδομένη περίσταση: ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ, μὲ τὸ κεφάλι καὶ τὰ χέρια μου στὸ πάνω σκαλὶ καὶ τὸ σῶμα μου ζαρωμένο στὸ κάτω. Λίγη ὥρα μετά, ἕνα κοριτσάκι ἐμφανίστηκε στὴν κορυφὴ τῆς σκάλας, κρατώντας τὸ χέρι μιᾶς ἡλικιωμένης γυναίκας. Γιαγιά, εἶπε τὸ κοριτσάκι, εἶναι ἕνας πεθαμένος στὶς σκάλες! Πρέπει νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ κοιμηθεῖ, εἶπε ἡ γιαγιά. Πρέπει νὰ τὸν προσπεράσουμε ἥσυχα. Βρίσκεται σὲ ἐκεῖνο τὸ στάδιο τῆς ζωῆς ὅπου οὔτε ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἀρχὴ οὔτε ἡ πρόοδος πρὸς τὸ τέλος μοιάζει ἀνεκτή˙ ἑπομένως, ἔχει ἀποφασίσει νὰ σταματήσει, ἐδῶ, μὲς στὴ μέση, μολονότι ἐμποδίζει τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐμᾶς. Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ χάνουμε τὶς ἐλπίδες μας˙ καὶ στὴ δική μου ζωή, συνέχισε, ὑπῆρξε μιὰ τέτοια στιγμή, ἂν καὶ συνέβη πρὶν πολὺ καιρό. Καὶ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἄφησε τὴν ἐγγονή της νὰ προπορευθεῖ, ὥστε νὰ μπορέσουν νὰ μὲ προσπεράσουν χωρὶς νὰ μὲ ἐνοχλήσουν.
Θὰ ἤθελα νὰ ἀκούσω ὁλόκληρη τὴν ἱστορία της, διότι μοῦ φάνηκε, ὅπως περνοῦσε, δυνατὴ γυναίκα, ἕτοιμη νὰ ἀπολαύσει τὴ ζωή, καὶ συγχρόνως εὐθυτενής, χωρὶς ψευδαισθήσεις. Ἀλλὰ σύντομα ἄρχισαν νὰ ψιθυρίζουν, ἢ ἀπομακρύνθηκαν. Ἄραγε θὰ τὸν βροῦμε ὅταν ἐπιστρέψουμε, ρώτησε τὸ κορίτσι χαμηλόφωνα. Ὣς τότε θὰ ἔχει φύγει πρὸ πολλοῦ, εἶπε ἡ γιαγιά της, θὰ ἔχει τελειώσει τὴν ἀνάβαση ἢ τὴν κατάβαση, ὅ,τι ἀπὸ τὰ δύο κι ἂν ἐπιχειρεῖ. Ἂς τὸν ἀποχαιρετήσω τώρα, λοιπόν, εἶπε τὸ κοριτσάκι. Καὶ γονάτισε στὸ ἀποκάτω σκαλί, ψάλλοντας μιὰ προσευχὴ τὴν ὁποία ἀναγνώρισα, ἦταν ἑβραϊκὴ νεκρώσιμη δέηση. Κύριε, ψιθύρισε, ἡ γιαγιά μου λέει ὅτι δὲν εἶστε νεκρός, σκέφτηκα ὅμως πὼς αὐτὴ ἡ προσευχὴ θὰ παρηγορήσει τὸν τρόμο σας, καὶ δὲν θὰ εἶμαι ἐδῶ νὰ τὴν ψάλω τὴν κατάλληλη ὥρα.
Ὅταν τὴν ξανακούσετε, εἶπε, ἴσως οἱ στίχοι νὰ εἶναι λιγότερο τρομακτικοί, ἂν θυμηθεῖτε πῶς τοὺς πρωτακούσατε, τραγουδισμένους ἀπὸ ἕνα κοριτσάκι.
Τὸ ἄλογο καὶ ὁ ἀναβάτης
Ἦταν μιὰ φορὰ ἕνα ἄλογο, καὶ πάνω του ἕνας ἀναβάτης. Φαινόταν τόσο ὄμορφος κι αὐτὸς καὶ τὸ ἄλογο ὅπως τοὺς φώτιζε ὁ φθινοπωρινὸς ἥλιος καθὼς πλησίαζαν τὴν ξένη πόλη! Οἱ ἄνθρωποι συνωθοῦνταν στοὺς δρόμους ἢ φώναζαν ἀπὸ τὰ παράθυρα. Γρηὲς κάθονταν καὶ παρατηροῦσαν ἀνάμεσα σὲ γλάστρες. Ἀλλὰ ἂν ἔψαχνε κανεὶς νὰ βρεῖ κανένα ἄλλο ἄλογο ἢ ἄλλον ἀναβάτη, μάταια θὰ ἔψαχνε. Φίλε μου, εἶπε τὸ ζῶο, γιατί δὲν μὲ ἐγκαταλείπεις; Μόνος, θὰ βρεῖς τὸν δρόμο σου ἐδῶ. Ἄν, ὅμως, σὲ ἐγκατέλειπα, εἶπε ὁ ἄλλος, θὰ σήμαινε πὼς ἀφήνω πίσω μου ἕνα κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μου καὶ πῶς θὰ μποροῦσα νὰ τὸ κάνω αὐτὸ ἐφόσον δὲν γνωρίζω ποιό κομμάτι εἶσαι;
Ἕνα ἔργο μυθοπλασίας
Ὅταν, μετὰ ἀπὸ πολλὲς νύχτες, γύρισα τὴν τελευταία σελίδα, μὲ κατέκλυσε μιὰ θλίψη. Ποῦ εἶχαν πάει ὅλοι, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ φαίνονταν τόσο πραγματικοί; Γιὰ νὰ ξεχαστῶ, ἀποφάσισα νὰ κάνω ἕναν νυχτερινὸ περίπατο˙ἐνστικτωδῶς, ἄναψα τσιγάρο. Στὸ σκοτάδι, τὸ τσιγάρο ἔφεγγε σὰν φωτιὰ ποὺ ἄναψε κάποιος ἐπιζῶν. Ἀλλὰ ποιός θὰ μποροῦσε νὰ διακρίνει αὐτὸ τὸ φῶς, αὐτὴ τὴ μικρὴ κουκκίδα ἀνάμεσα στὰ ἄπειρα ἀστέρια; Στάθηκα λίγο στὸ σκοτάδι, μὲ τὸ τσιγάρο νὰ φέγγει καὶ νὰ μικραίνει, ἡ κάθε εἰσπνοὴ ὑπομονετικὰ νὰ μὲ καταστρέφει. Πόσο μικρὸ ἦταν, πόσο σύντομο. Σύντομο, ναί, σύντομο, ὅμως ἦταν μέσα μου πιά, ἐκεῖ ὅπου ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ βρεθοῦν τὰ ἀστέρια.
Τὸ ζευγάρι στὸ πάρκο
Ἕνας ἄντρας περπατάει μόνος στὸ πάρκο καὶ δίπλα του περπατᾶ μιὰ γυναίκα, ἐπίσης μόνη. Πῶς τὸ καταλαβαίνει κανείς; Εἶναι σὰν νὰ ὑπῆρχε μιὰ γραμμὴ ἀνάμεσά τους, σὰν τὶς γραμμὲς στὰ γήπεδα. Ἐντούτοις, ἂν τοὺς φωτογράφιζες θὰ ἔμοιαζαν μὲ παντρεμένο ζευγάρι, ἕνα βάρος ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο, βάρος ὅπως καὶ οἱ χειμῶνες ποὺ ἔχουν ὑπομείνει μαζί. Κάποια ἄλλη στιγμή, θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι ἄγνωστοι ἕτοιμοι νὰ συναντηθοῦν τυχαῖα. Τῆς πέφτει τὸ βιβλίο της˙σκύβει νὰ τὸ σηκώσει, ἀγγίζει, τυχαῖα, τὸ χέρι του καὶ ἡ καρδιά της ἀνοίγει σὰν παιδικὸ μουσικὸ κουτί. Καὶ μέσα ἀπὸ τὸ κουτὶ ξεπροβάλλει μιὰ μικρὴ ξύλινη μπαλλαρίνα. Ἐγὼ τὸ ἔφτιαξα αὐτό, σκέφτεται ὁ ἄντρας˙ καίτοι στὸ ἴδιο σημεῖο βιδωμένη περιστρέφεται, δὲν παύει νὰ εἶναι χορεύτρια, κι ὄχι ἁπλῶς ἕνα κομμάτι ξύλο. Ἔτσι μᾶλλον ἐξηγεῖται ἡ αἰνιγματικὴ μουσικὴ τῶν δέντρων.
Ἡ Ἀμερικανίδα Λουὶζ Γκλύκ (Louise Glück), γεννημένη τὸ 1943, ἔχει ἐκδώσει δεκατρία βιβλία ποίησης καὶ δύο βιβλία δοκιμίων γιὰ τὴν ποίηση. Βραβευμένη, μεταξὺ ἄλλων, μὲ τὸ βραβεῖο Pulitzer (1993) καὶ μὲ τὸ National Book Award (2014), ἡ Γκλὺκ ἀνήκει στοὺς πιὸ ἐπιφανεῖς ἐκπροσώπους τῆς σύγχρονης ἀμερικάνικης ποίησης, ἂν καὶ δὲν ἐντάσσεται μὲ σαφήνεια σὲ κάποια σχολὴ ἢ ρεῦμα.
Στὸ τελευταῖο της βιβλίο, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 2014 μὲ τίτλο Πιστὴ καὶ Ἐνάρετη Νύχτα, ἡ Glück περιλαμβάνει, γιὰ πρώτη φορά, καὶ ὀχτὼ ποιήματα σὲ πεζὸ λόγο, τὰ ὁποῖα μεταφράζονται ἐδῶ. Ἡ ἴδια ἐξηγεῖ, σὲ συνέντευξή της στὴν Elisa Gonzalez τῆς Washington Square Review πῶς τὰ πεζὰ αὐτὰ ποιήματα, λειτουργώντας ὡς κλωβοὶ ἀντήχησης, τὴν βοήθησαν νὰ βάλει σὲ τάξη τὸ ὑλικό της. Στὰ ποιήματα αὐτὰ ἀξιοποιοῦνται μὲ ἰδιαίτερη ἀποτελεσματικότητα οἱ τεχνικὲς τῆς ἀποστασιοποίησης καὶ τοῦ χιοῦμορ, ποὺ ἡ ποιήτρια (στὸ δοκίμιό της American Narcissism, ἀπὸ τὸ βιβλίο της American Originality, Farrar, Straus and Giroux, 2017) θεωρεῖ βασικὰ συστατικὰ μιᾶς ποιητικῆς ποὺ ἐπιχειρεῖ προγραμματικὰ νὰ διαχωρίσει τὸ λυρικὸ ἐγὼ ἀπὸ τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο, δημιουργώντας μιὰ νέου τύπου, ἐν ψυχρῷ, ἐξομολογητικὴ ποίηση.
Βεβαίως, ἡ χαρακτηριστικὴ εὐθύτητα καὶ ἡ ἀκριβολόγος ἐκφραστικὴ αὐστηρότητα τῆς Γκλὺκ εἶναι ἐμφανεῖς καὶ σὲ αὐτὰ τὰ ποιήματα, ὅπως καὶ σὲ ὅλο τὸ (ὕστερο) ἔργο της, ἐνῶ βασικὸ θέμα παραμένει ἡ σιωπὴ καὶ ἡ ἀποσπασματικότητα, ὡς ὁρίζουσες τοῦ βίου καὶ τῆς θνητότητας, ἀλλὰ καὶ τῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργίας.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]