Σκόνη
Πήρα προχθές να ξεσκονίζω το σαλόνι: το βαρύ ξύλινο τραπέζι, τους καναπέδες, τις κορνίζες επάνω στον μπουφέ, ως και τους τοίχους πήρα να τρίβω, με μανία. Θα ‘χε περάσει μια ώρα γεμάτη, όταν, μέσα απ’ τα ντουβάρια, αποκαλύφθηκε η μορφή της μάνας μου. Ήταν άσπρη, λες χτισμένη μες στο σπίτι μας. Σήκωσε το δεξί της πόδι και μ’ έναν αργό διασκελισμό βγήκε και κάθησε στον καναπέ. Άρπαξα τότε το πανί κι άρχισα να την ξεσκονίζω. Μια λευκή νιφάδα στεκόταν επάνω στο βλέφαρό της. Έγλειψα το δάχτυλό μου κι απαλά την πήρα. Δάκρυα κυλούσαν απ’ τα μάτια μου, την ώρα που εκείνη με κοιτούσε βλοσυρή. Άνοιξα το στόμα κι ένιωσα κάτι ν’ ανεβαίνει ως τον λαιμό μου. Έβηξα δυνατά. Ένα μεγάλο σύννεφο βγήκε τότε από τα σωθικά μου: κάλυψε το βαρύ ξύλινο τραπέζι, τους καναπέδες, τις κορνίζες επάνω στον μπουφέ, τους τοίχους και τη μάνα μου.
[Πρώτη δημοσίευση.]