frear

Η τελευταία σκέψη του James Halfziman – της Μυρτώς Βαρελά

Χθες, μόλις έφαγα μια τυρόπιτα, το θυμάμαι, το θυμάμαι πεντακάθαρα, τόσο καθαρά, που θα έβαζα όρκο στη ζωή μου ότι το έκανα. Όμως, παρόλ’ αυτά δε θυμάμαι καθόλου τι σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή, μπορεί να σκεφτόμουν πόσο ωραία γεύση είχε η τυρόπιτα που έτρωγα, το τραγανό της φύλλο και την πλούσια γεύση της. Μπορεί, όμως, και να σκεφτόμουν το πόσο ωραία είχα περάσει στο υπέροχο ταξίδι που κάναμε στη μακρινή Ολλανδία πριν λίγα χρόνια, με τα πολλά ζουμερά λουκάνικα.

Δεν ξέρω, δεν μπορώ να πω, πολύ απλά, γιατί δε θυμάμαι. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να προσδιορίσει πότε ακριβώς σκέφτεται τι, ποια στιγμή, ποιο λεπτό, ποιο δευτερόλεπτο, κι ας ήταν σκέψεις σημαντικές, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν όλη σου τη ζωή, σκέψεις στις οποίες έμπαιναν θέματα ζωής ή θανάτου, σκέψεις παράλογες ή λογικές, που μπορούν να σε βοηθήσουν όταν βρίσκεσαι σε μια κρίσιμη κατάσταση, να σε κάνουν να θυμώσεις τόσο πολύ, που να θέλεις να ρίξεις μια κλωτσιά στον άλλο,αν και αυτός δεν έχει κάνει τίποτα, είσαι απλά θυμωμένος. Μπορούν όμως και να σε κάνουν να θες να πηδήξεις από χαρά, ν’ αγκαλιάσεις μέχρι και το χειρότερο εχθρό, να βγάλεις μια κραυγή τόσο δυνατή, που θα ξεσηκώσεις όλη τη γειτονιά και θ’ αρχίσετε να φωνάζετε όλοι μαζί σαν τους γορίλλες.

Υπάρχουν, όμως, κι άλλες σκέψεις, οι οποίες θα σε ταξιδέψουν μαζί με το Φιλέα Φογκ στην Αμερική, στην Ασία και όλο τον υπέροχο κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε, θα σε κάνουν εκατομμυριούχο αθλητή του σκι, ενώ είσαι ένας ανάπηρος φτωχός, θα σε κάνουν να ζήσεις, ενώ είσαι νεκρός, να πραγματοποιήσεις τ’ όνειρό σου μέσ’ από τη φαντασία σου, κι όλο αυτό μόνο με τις σκέψεις.

Βέβαια, τις σκέψεις σου δεν είναι τόσο εύκολο να τις χειριστείς, είναι τόσο δύσκολο όσο έν’ αμάξι χωρίς τιμόνι, διότι πρέπει να τις ελέγχεις, κάποια στιγμή το μυαλό σου θα γεμίσει με σκέψεις άχρηστες, κακές, οι οποίες μπορεί να σε κάνουν να μισήσεις τον κολλητό σου και ν’ αγαπήσεις τον παντοτινό εχθρό σου. Ενώ, άμα μάθεις να τις χειρίζεσαι, οι σκέψεις θα σε κάνουν να δεις τη θετική πλευρά σε ζητήματα σημαντικά ή ασήμαντα, που σε πληγώνουν ή όχι. Επίσης, έτσι θα μπορέσεις να τελειώσεις πιο γρήγορα αυτό το μεγάλο τεστ ή την πολύωρη εργασία που σου έχει βάλει η δασκάλα σου, ύστερα τέλειωσες, το βιβλίο το έκλεισες, το τεστ το παρέδωσες και είναι η ώρα σου πια να ξεκουραστείς και ν’ αφήσεις το μυαλό σου ελεύθερο να ταξιδέψει σε όμορφα καταπράσινα λιβάδια με μικρά, πανέμορφα και χαριτωμένα σπιτάκια και να ονειρευτείς πλανήτες όμορφους με ανθρώπους και ζώα που ζουν ευτυχισμένα πάνω του χωρίς ν’ αλληλοφαγώνονται σαν σήμερα. Όμως να ξέρεις, αυτό θα το κάνεις τώρα κι όχι πριν, που έκανες κάτι συγκεκριμένο κι έπρεπε να συγκεντρωθείς σ’αυτό. Γιατί αυτό το οποίο έκανες μπορούσε να επηρεάσει όλη σου τη ζωή ή μπορεί να ήταν κάτι εξαίσιο όσο το φως του ήλιου την ώρα που δύει κι ο ουρανός έχει πάρει αυτό το πανέμορφο και αχνό κόκκινο χρώμα. Πίστεψέ με, αυτό το τόσο όμορφο θέαμα το βλέπεις λίγες φορές, σπάνιες, γι’ αυτό και είναι μοναδικό, κάτι το οποίο δεν ξέρεις πότε θα ξαναδείς, γιατί αύριο μπορεί να είσαι στη δουλειά και να το χάσεις. Ή μπορεί ακόμα να δίνεις πανελλήνιες κι εσύ να σκέφτεσαι πώς θα πας στην Αμερική, ο χρόνος να τελειώνει κι η κόλλα να μείνει κενή.

Όλα αυτά σκεφτόμουνα, όταν ξαφνικά, ένας υπόκωφος θόρυβος κατέκλυσε το δωμάτιο, συνειδητοποίησα ότι το διαστημόπλοιο είχε χτυπηθεί από έναν τεράστιο κομήτη, αγχωτικές σκέψεις εισέβαλαν στο μυαλό μου, καθώς κατευθυνόμασταν με υπερηχητική ταχύτητα προς τον Ήλιο, που ήταν τόσο λαμπερός που με φόβισε και σκέφτηκα πως όλα τελειώνουν εδώ. Μάταια το χρόνο πίσω προσπαθούσα να γυρίσω, να γύριζα πίσω στα παιδιά και τη γυναίκα μου, εκεί, εκεί μακριά, πάνω στη γη. Να τους αγκάλιαζα μια τελευταία φορά και να τους έβλεπα όλους μαζί χαρούμενους να παίζουν και να γελούν. Να έβλεπα πάλι φίλους πατρικούς, φίλους παλιούς, φίλους καλούς, που ποτέ, μα ποτέ δεν αποχωρίστηκα. Μα τώρα πια, μάταια, τίποτα δε γινόταν, έλικες όλοι σπασμένοι, κομμάτια χίλια δυο διάσπαρτα στο διάστημα, σαν ακίνητα. Έτσι το βλέπεις κι όμως κινούνται, κινούνται αργά, έτοιμα να συγκρουστούν με κάθε άλλο διαστημόπλοιο που θα βρεθεί μπροστά τους. Κι αυτό με τη σειρά του να γίνει χίλια κομμάτια, όπως έγινε το δικό μου.

Το θέμα, όμως, είναι τώρα τι να κάνει ένας αστροναύτης μόνος κι αβοήθητος εκεί, στο διάστημα το απέραντο, όπου ποτέ κανείς δεν έχει μάθει αν έχει τέλος, μπορεί και να ’χει, ποτέ δεν ξέρεις. Όμως, αν έχει, σίγουρα ποτέ κανείς δεν έχει πάει εκεί κι αν έχει πάει, δεν έχει επιστρέψει κι αν έχει επιστρέψει, δεν ξέρω, δεν τον ξέρω. Όμως εγώ τώρα, σφιχταγκαλιασμένος με το τιμόνι, ένιωθα σα να του έδινα ζωή, καθώς το άγγιζα, χαλάρωνα, ένιωθα λες και άγγιζα έναν άνθρωπο, έναν άνθρωπο βουβό, ο οποίος μόνο με τη γλώσσα του σώματός του εκφραζόταν, μου συμπαραστεκόταν, συμφωνούσαμε, ήμασταν και οι δύο πολύ φοβισμένοι, έτρεμε ο ένας, έτρεμε κι ο άλλος, με μια λέξη, τρέμαμε. Κανείς όμως δεν μιλούσε, μέναμε και οι δύο σιωπηλοί περιμένοντας.

Έτσι μέναμε, λοιπόν, σιωπηλοί κι ακίνητοι. Κάθε λεπτό μου φαινόταν μεγάλο, αιωνιότητα, γιατί κάθε λεπτό σκεφτόμουν αν θα πεθάνω το επόμενο ή αν κάτι μαγικό, της τελευταίας στιγμής με κρατήσει στη ζωή, κάτι απρόσμενο, στο οποίο θα είμαι ευγνώμων για μια ζωή. Αυτό, όμως, θα ’ναι κάτι, οτιδήποτε, ίσως απλά, ξαφνικά, ο χρόνος να σταματήσει – αυτός ο χρόνος που πάντα όλους κυνηγάει – κι όλα να μείνουν ακίνητα. Τίποτα να μην κινείται, τίποτα, εκτός από μένα κι εγώ να προλάβαινα να βγω και γεμάτος ανακούφιση να περιπλανηθώ, εκεί, στο διάστημα το απέραντο. Όμως πώς, ολομόναχος, χωρίς σκάφος, χωρίς τίποτα, να πάω πού; Πώς; Όλες οι ελπίδες μου χάνονταν σιγά-σιγά, σαν το ντόμινο κατέρρεαν. Και τότε, μια άλλη σκέψη κατέκλυσε το μυαλό μου. «Θα πεθάνω», σκέφτηκα, «όλα θα τελειώσουν σε δύο λεπτά, ο χρόνος αυτός θα περάσει αργά και βασανιστικά, όπως και τώρα. Ή ίσως και γρήγορα, και δε θα καταλάβω τίποτα, πολύ απλά, κάποια στιγμή, τα μάτια θα κλείσουν και δε θα ξανανοίξουν ποτέ. Θα γίνω ένα με το χώμα κι ύστερα από λίγο καιρό όλοι θα με ξεχάσουν, κανείς πια δε θα με θυμάται. «James Halfziman», θα λέει μια εφημερίδα, βρώμικη και άθλια, πεταμένη στον πάτο ενός σκουπιδοτενεκέ, ή προσάναμμα σ’ ένα τζάκι – εκεί τουλάχιστον θα είχε μια χρησιμότητα. Όμως τώρα, να ξέρατε πόσο άσχημα ένιωθα μ’ ό,τι σκεφτόμουν, ένιωθα άχρηστος, σαν το σκουπίδι, ήθελα να πηδήξω απ’ το παράθυρο και να χαθώ, να φύγω και ποτέ να μη γυρίσω, έτσι απλά, να εξαφανιστώ, όμως έμενα, δεν ξέρω γιατί.

Έτσι, περνούσαν τα λεπτά κι η τύχη πια δε με κοιτούσε, την πλάτη της σε μένα είχε γυρισμένη κι όμως εγώ δεν της είχα φταίξει σε τίποτα, ομολογώ. Απλώς, αυτή με αγνοούσε, όπως κάνει και σε άλλους ανθρώπους. Όμως, μπορεί, τελικά, να μην τους αφήσει για πάντα, αλλά κάποια στιγμή να τους ξανακοιτάξει και να προσπαθήσει να επανορθώσει για όλα όσα έγιναν, ενώ τους είχε αφήσει μόνους κι αβοήθητους. Το ίδιο, ίσως, μπορεί να συμβεί και με μένα, αλλά πότε; και πώς; Ήμουν τρομαγμένος και περίεργος, όταν ξαφνικά, όλα τέλειωσαν.

Τα μάτια μου ξανάνοιξαν και γύρω μου αντίκρισα ένα τοπίο χωρίς δέντρα, ένα τοπίο κατακίτρινο, που σαν να ’βγαζε καπνούς, εξίσου κίτρινους, από το έδαφος. Αυτό το τοπίο, έτσι ξερό όπως ήταν, σου δημιουργούσε μια αίσθηση μοναξιάς και φόβου προς το άγνωστο. Ήμουν στον Ήλιο. Μάλλον, είχα συγκρουστεί κι είχα πεθάνει, όμως συνέχιζα να ζω. Μ’ αυτή τη σκέψη ένιωσα άχρηστος, ένιωσα, δηλαδή, πως όλα όσα είχα ερευνήσει τόσα χρόνια ήταν ψέμα. Αχ, να ξέρατε πόσο θα ’θελα τώρα να γυρίσω πίσω στη γη και να τους πω πως είμαι νεκρός κι όμως πηδώ και τρέχω σαν κατσίκι στα λιβάδια τα απέραντα, λες και πετάω χωρίς φτερά, νιώθω ελαφρύς σαν πούπουλο. Όμως, δεν μπορούσα, πόσο κρίμα, θα συνεχίσουν να παιδεύονται εκεί κάτω για κάτι το οποίο θα μπορούσα να τους περιγράψω με μια λέξη μόνο, να τους λύσω προβλήματα αιώνων, που ίσως κάποιοι απαντήσουν, ίσως όμως κι όχι, ή ίσως απαντήσουν λάθος νομίζοντας πως είναι το σωστό. Κι αυτό το λάθος μπορεί να είναι τόσο τραγικό, που να φοβίσει όλη την ανθρωπότητα κι όλα αυτά, μόνο και μόνο επειδή ποτέ κανείς δεν ήρθε να τους πει πως όταν πεθαίνεις, συνεχίζεις να ζεις, έτσι, όρθιος, με σάρκα και οστά.

Τότε, άρχισα να περπατάω στον ξένο τόπο, περίεργος, μην ξέροντας ποτέ τι θα συμβεί κάθε στιγμή ή τι θα μπορούσε να συμβεί. Όμως, η στολή μου βάραινε κάθε μου κίνηση και την έκανε δέκα φορές πιο δύσκολη, οπότε σκέφτηκα: «Αφού είμαι νεκρός, δε γίνεται να πεθάνω πάλι». Έτσι, λοιπόν, κι εγώ την πέταξα. Και πέθανα.

Ξαφνικά, μια σκέψη λες, όχι, μια αίσθηση περίεργη, που δεν μπορώ να περιγράψω, που όμως μ’ έκανε ν’ ανοίξω τα μάτια μου και να πεταχτώ απάνω μ’ όλη μου τη δύναμη. Κι ύστερα σκέφτηκα: «Ποτέ δε σταματάμε να σκεφτόμαστε, ακόμα και τα όνειρα σκέψεις είναι, σκέψεις που κάνουμε όταν κοιμόμαστε. Όμως, πάνω απ’ όλα, νικάει η λογική, την οποία ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε».


[Πρώτη εμφάνιση στα γράμματα. Η Μυρτώ Βαρελά είναι 13 ετών. Το σχέδιο που συνοδεύει το διήγημα είναι της Μυρτώς Βαρελά.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη