frear
ΡΙΚ, Α' πρόγραμμα, Εκπομπή "Μαζί με τους Δημιουργούς μας" (Αφιέρωμα στον Κώστα Μόντη), δεκαετία του '80. Από αριστερά: Νίκος Σπανός, Άνθος Λυκαύγης, Κώστας Μόντης, Φοίβος Σταυρίδης [Αρχείο Ρήσου Χαραλαμπίδη]

Κώστας Μόντης: «Εξαρτάται από το παρελθόν» – του Ρήσου Χαραλαμπίδη

Συνομιλία με τον Κώστα Μόντη

─ Ανατρέχετε στο παρελθόν για να ζήσετε το σήμερα;
─ Μου αρέσει να κοιτάζω πίσω.

«Θ’ ανοίξουμε τώρα μια παρένθεση.
Περιμένετέ μας απέξω»,

περιμένουμε, λοιπόν, απ’ έξω πριν εισχωρήσουμε εν πλήρει συνειδήσει στο νόημα της ποίησης του Κώστα Μόντη, καθώς «επίκειται η τελευταία μελαγχολία» του. Ψάχνουμε ν’ ανακαλύψουμε τι κρύβεται πίσω απ’ αυτήν, το παρελθόν και τις σιωπές της. Το παρελθόν και οι σιωπές της ποίησής του δε χωράν μέσα σε παρενθέσεις, έστω κι αν ο λόγος του είναι υπαινικτικός και συμβολικός, πάντα όμως με την αίσθηση της πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που αναδύεται από το παρελθόν του και, ίσως, μέσα από τη μνήμη του, αλλά και την ποίησή του, καταλήγει πάλι σ’ αυτό.

«Μας αρχίζουν με τα παραμύθια
στα γόνατα των γιαγιάδων,
μας αρχίζουν με τον πιο ακατάλληλο πρόλογο,
με την πιο επικίνδυνη εισαγωγή»,

διαπιστώνει σ’ ένα του ποίημα και σε κάποιο άλλο πάλι:

«Κάποιος δε μας ξέρει καλά,
κάποιος μας φωνάζει με ξένο όνομα».

Αυτό μου δίνει αφορμή να τον ρωτήσω γιατί συνήθως απευθύνεται προς ποιητές. Μήπως γιατί θέλει να τον γνωρίσουν καλύτερα;

«Απευθύνομαι προς ομότεχνους για να συζητήσουμε θέματα που μας ενδιαφέρουν. Σε ποιους άλλους ν’ απευθυνθώ;», απαντά.

Η σχέση του Κώστα Μόντη με την ποίηση έχει να κάνει ουσιαστικά με την ίδια τη σχέση με τον εαυτό του: «Ως εδώ ήταν όλο, Κύριε Μόντη;», λέει σε μια του «Στιγμή» και μάλιστα παρατηρεί πως «Ελλείπουμε απ’ το λόχο μας, / ειδοποιείστε τον πλησιέστερο συγγενή μας». Άραγε ποιο λόχο εννοεί; Μήπως την ίδια τη ζωή;

«Η ζωή, ο άνθρωπος κι η καρδιά μού δίνουν προσφιλή θέματα, όψεις που είχαν παραμείνει ανεκμετάλλευτες», ομολογεί.

Συνομιλούσαμε καθισμένοι γύρω απ’ το παλιό ξύλινο τραπέζι του σαλονιού, με τις οικογενειακές φωτογραφίες στα πλαϊνά έπιπλα και την κυρία Έρση Μόντη να εργάζεται διακριτικά στην κουζίνα, και ξαφνικά είχα την αίσθηση πως έσβηναν τα φώτα κι ακούγονταν ηχογραφημένες αγωνίες:

«Κάποιος στέκει απ’ έξω απ’ την πόρτα μου.
Να το πόμολο που γυρίζει»,

λόγια του ποιητή, που συνεχίζει μέσα στη σκοτεινιά του χώρου:

«Δεν υπάρχει φως στο δωμάτιό μας.
Φαίνεται πως δεν είμαστε μέσα».

Τότε αποφάσισα ν’ ανασύρω απ’ το μπαούλο των εμβυθίσεών του τις απόψεις του που διαμορφώνουν μιαν άλλη του εικόνα, εφόσον ο ίδιος δεν «ανοίγεται» τόσο εύκολα και προτιμά ν’ αφήσει τη δημιουργική του γραφή ν’ απλωθεί. Με ισορροπημένες και στοχαστικές απαντήσεις, ο Κώστας Μόντης, μιλά για το χώρο μέσα στον οποίο δημιουργεί: «Νομίζω ότι έχουν γίνει θετικά βήματα στη λογοτεχνία του τόπου τα τελευταία χρόνια, όμως πολλά υπολείπεται να γίνουν ακόμα. Όσο για το βραβείο Νόμπελ, με συγκίνησε η υποβολή της υποψηφιότητάς μου κι ιδιαίτερα το γεγονός ότι καμιά αντίρρηση δεν υπήρξε στην Κύπρο. Όμως πρέπει να πω συναφώς ότι το κράτος δεν έκανε τίποτα για να βοηθήσει. Ούτε καν μετάφραση μερικών έργων μου δεν φρόντισε να γίνει, ενώ πρέπει να γνώριζε τι προσπάθειες κατέβαλλαν άλλα κράτη για τους υποψηφίους τους. Πριν χρόνια ένας φίλος σύμβουλος της Πρεσβείας της Ελλάδας μού είχε πει εξ ιδίας πρωτοβουλίας: «Τώρα που δεν έχουμε εμείς υποψήφιο, θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για μια κυπριακή υποψηφιότητα». Εν πάση περιπτώσει μου λέχθηκε και πως πρέπει να λυθεί πρώτα το κυπριακό πρόβλημα! Αλλά τι μιλάμε για Νόμπελ, όταν δεν μου δόθηκε ποτέ κρατικό βραβείο απ’ την Ελλάδα;»

Ο Κώστας Μόντης λέει πως αισθάνεται αυξημένες τις ευθύνες της αποστολής του ως ποιητή κι ακόμα πιο επαυξημένες απ’ την παθολογική αγάπη του για την Κύπρο. Πιστεύει επίσης πως τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το νησί σήμερα καθιστούν την έπαλξη του λογοτέχνη πρωταρχικής σημασίας.

ΡΙΚ, Α' πρόγραμμα, Εκπομπή "Μαζί με τους Δημιουργούς μας" (Αφιέρωμα στον Κώστα Μόντη), δεκαετία του '80. Από αριστερά: Νίκος Σπανός, Άνθος Λυκαύγης, Κώστας Μόντης, Φοίβος Σταυρίδης [Αρχείο Ρήσου Χαραλαμπίδη]
ΡΙΚ, Α’ πρόγραμμα, Εκπομπή “Μαζί με τους Δημιουργούς μας” (Αφιέρωμα στον Κώστα Μόντη), δεκαετία του ’80.
Από αριστερά: Νίκος Σπανός, Άνθος Λυκαύγης, Κώστας Μόντης, Φοίβος Σταυρίδης [Αρχείο Ρήσου Χαραλαμπίδη]

Ο λόγος του δημιουργού σύντομος, κοφτός. Η συνομιλία μας έχει το χαρακτήρα των «Στιγμών». Εξάλλου και πολλές από τις «Στιγμές» του είναι απαντήσεις σε υποτιθέμενα ερωτήματα. Σε κάποιους στίχους του σημειώνει:

«Μπορεί πραγματικά αυτά να εννοούμε,
όμως οι λέξεις τι είπαν;
όμως οι λέξεις όταν πήραν την εξουσία στα χέρια τους τι είπαν;»

«Θα προκαλέσω ίσως τα μειδιάματα των ανιδέων αν πω πως αν όλες οι εξουσίες είναι εξουσίες, η εξουσία του ποιητή είναι υπερεξουσία. Κι είναι υπερεξουσία γιατί δεν είναι εκ του κόσμου τούτου», διευκρινίζει. «Οι λέξεις έχουν ψυχή και δική τους υπόσταση. Υπάρχει βεβαίως ο κίνδυνος να ξεπεράσεις τα όρια της γλώσσας με την πύκνωση και να βγεις έξω απ’ αυτά, να βγεις έξω από τη γλώσσα».

Πόσο, όμως, η ποιητική διατύπωση των λέξεων αυτονομεί ένα όραμα που αντιστρατεύεται το ίδιο το ανθρωπάκι που έχουμε μέσα μας; Ας θυμηθούμε και τους στίχους του:

«Είν’ αυτό το δειλό ανθρωπάκι
που μας έγραφε τόσα χρόνια;»

«Οι λέξεις που γράφουμε εμείς οι ίδιοι γίνονται αυθύπαρκτες, ανεξάρτητες, δεν παίρνουν πια οδηγίες από εμάς και μπορεί να μας αντιστρατεύονται. Τέτοιες επαναστάσεις των λέξεων θα βρείτε πολλές στο έργο μου».

Διαβάζοντας λοιπόν το έργο του μένει κανείς με την εντύπωση πως έχει μπροστά του έναν ποιητή εξομολογητικό. Μήπως όμως στα ποιήματά του κρύβονται πράγματα τα οποία δεν βλέπουμε;

«Ναι», εξηγεί. «Στα ποιήματά μου κρύβονται πράγματα που κάνουν νύξη, μα που για δικούς τους άγνωστους λόγους δεν ξεμυτίζουν, που δεν απάντησαν στην πρόσκλησή μου ν’ ανέβουν στην επιφάνεια, πρόσκληση αφαιρεμένη, που απευθύνονται σ’ άγνωστα πράγματα, σε πράγματα που δεν έχουν διεύθυνση, που δεν έχουν καν όνομα».

Ο ποιητής ασκεί τη δικιά του εξουσία στο σπίτι του, στον Άγιο Δομέτιο, κυκλωμένο από το πράσινο, με πορτοκαλιές, λεμονιές, μανταρινιές και άλλα δέντρα. Στο καθιστικό υπάρχει μια παλιά βιβλιοθήκη με κυπριακές μόνο εκδόσεις. Δίπλα το σαλόνι με το πιάνο. Όλα λιτά, απλά, τακτοποιημένα. Σ’ αυτό το χώρο ο ποιητής καταγράφει και ανιχνεύει τη ζωή εμβαθύνοντας στους διαδρόμους και τους λαβύρινθούς της.

«Αντίστροφα αποκηρύσσουμε τα ποιήματά μας.
Κανονικά θα ’πρεπε όσα γράψαμε
μετά τα δεκαοκτώ μας χρόνια,
το πολύ μετά τα είκοσι
ή τελοσπάντων τα εικοσιδυό»,

γράφει σ’ ένα ποίημά του ο Κώστας Μόντης, ο οποίος έχει αποκηρύξει σιωπηλά το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Με μέτρο και χωρίς μέτρο» (Λευκωσία, 1934) που περιελάμβανε ποιήματα και πεζοτράγουδα. Γιατί όμως;

«Γιατί το εξέδωσα νεαρός για οικονομικούς λόγους, όταν δεν ήμουνα έτοιμος να εκδώσω μια ποιητική συλλογή. Το περίεργο με μένα είναι που ωρίμασα ως πεζογράφος πολύ πιο ενωρίς από ποιητής. Έτσι όχι μόνο δεν αποκηρύσσω τα πρώτα μου διηγήματα, τις «Γκαμήλες», μα τα προσυπογράφω ακόμα και τώρα».

Κώστας Μόντης [Αρχείο Ρήσου Χαραλαμπίδη]
Κώστας Μόντης [Αρχείο Ρήσου Χαραλαμπίδη]

Μου δίνει την ευκαιρία να τον ρωτήσω ποια θεωρεί ότι είναι η διαφορά του ποιητή από τον πεζογράφο, αν λάβουμε υπόψη κι αυτά που είπε κάποτε, ότι δηλαδή ο ποιητής είναι πιο ευαίσθητος από τον πεζογράφο και ότι η ποίηση είναι ευαίσθητη και πρέπει να είναι αφοσιωμένη στην αγάπη προς τον άνθρωπο.

«Ο ποιητής κοιτάζει αψηλά. Ο πεζογράφος κοιτάζει χάμω», απαντά. «Αυτά ως προσθήκη σ’ αυτά που ανέφερες. Νομίζω ότι είμαι περισσότερο ποιητής. Άλλωστε όλα μου τα πεζογραφήματα έχουν πολλή ποίηση, πράγμα που, ίσως, είναι μειονέκτημα. Ας μην ξεχνάμε το πρώτο συνθετικό της λέξης «πεζογράφημα». Στο έργο μου είναι διάχυτη η ελληνικότητα. Λες κι η ποίησή μου είναι «μιλημένη», είναι προκατειλημμένη υπέρ της Ελλάδος. Τι μήνυμα έχω για τον Ελληνισμό; Το μήνυμα του Βασίλη Μιχαηλίδη: Να μη φοβόμαστε, γιατί «Η Ρωμιοσύνη, έννα χαθεί, όταν ο κόσμος λείψει».

Παρένθεση: Αυτό παραπέμπει σε κάτι που μου είπε κάποτε σε μια συνέντευξή του ο ζωγράφος Αδαμάντιος Διαμαντής –ήταν τότε 90 χρόνων: «…Ένα απίστευτα παράδοξο πράγμα μου συμβαίνει· Πολλές φορές βρίσκω μιαν αναλογία στο Σολωμό με το Βασίλη Μιχαηλίδη. Κι αυτό συμβαίνει, παρόλο που είναι ξεχωριστή γλώσσα. Είναι παράξενη «ομοιότητα», γιατί δεν συνδέονται ούτε ως ήχος, ούτε ως έννοια. Πάντως υπάρχει τόση αλήθεια μεταξύ τους. Μπορεί να’ ναι το ανάλαφρο που τα συνδέει. Κοινά σημεία βρίσκω στο «Λάμπρο κα τη Μαρία» του Σολωμού και στην «9η Ιουλίου» του Μιχαηλίδη. Εγώ λέω το ποίημα του Σολωμού Κυπριώτικα. Το κάνω αυτομάτως, π.χ. «σιεπάσει» αντί «σκεπάσει». Τ’ ακούς τόσο αληθινό».

Κλείνει η παρένθεση και επιστρέφουμε στον Κώστα Μόντη:

«Μας αχρήστεψαν τα σημεία της στίξεως
και καλπάζουμε χωρίς κόμματα, χωρίς τελείες, χωρίς θαυμαστικά»,
γράφει σ’ ένα ποίημά του ο ίδιος.

«Η εγκατάλειψη των αρχαίων ελληνικών κι η ανεύθυνη εισαγωγή του μονοτονικού από πολιτικούς εντελώς άσχετους με τη γλώσσα υπήρξαν δυο καίρια πλήγματα που έχουν διακόψει τη διαχρονική συνέχεια της ελληνικής γλώσσας. Αν δεν ανανήψουμε, φοβάμαι για το μέλλον», τονίζει ο ποιητής.

«…Το κυπριακό ιδίωμα», σημειώνει το 1976 σε ομιλία του στην Θεσσαλονίκη, στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, «δεν είναι παρά μια ρίζα της πανελλήνιας γλώσσας, μια ρίζα βασική γιατί αναπτύχθηκε στους ακριτικούς χώρους του Ελληνισμού […] Διερωτώμαι αν η μη διάσωση της αρχαίας κυπριακής ποιητικής παραγωγής οφείλεται στο γεγονός ότι η Κύπρος ήταν μακριά απ’ την κυρίως Ελλάδα και το έργο των Κυπρίων ποιητών ήταν άγνωστο εκεί. […] Αν —μακάβρια σκέψη — η Κύπρος βούλιαζε ξαφνικά, τι θα διέσωζε ο υπόλοιπος Ελληνικός χώρος απ’ την πνευματική της παραγωγή;».

«Είναι ανεπίτρεπτο να περιφρονούμε το κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα», προσθέτει με πεποίθηση, «το φορτισμένο με πανάρχαιες ελληνικές λέξεις που διεφθάρησαν στο λοιπό ελληνικό χώρο και μ’ ενδιαφέρουσες επιδράσεις απ’ τη Μέση Ανατολή, ένα ιδίωμα που σέρνει πίσω του ιστορία χιλιετηρίδων. Είναι ανεπίτρεπτο να περιφρονούμε την ειδυλλιακή δομή του, τη χαριτωμένη υφή του, τη θυμοσοφική του διάθεση. Επεξεργάστηκα μερικά δημοτικά κυπριακά τραγούδια, γιατί έβλεπα πως οι αφηγητές σύγχυζαν το ένα με τ’ άλλο ή τ’ αδικούσαν με δικές τους προσθήκες. Έκανα δηλαδή μια κριτική αποκατάσταση. Σε σύγκριση με τα δημοτικά τραγούδια του λοιπού Ελληνισμού, θα ’λεγα πως τα κυπριακά είναι δωρικά και τα του λοιπού Ελληνισμού ιωνικά. Έχω επίσης αποδώσει σε διασκευή την «Λυσιστράτη» και τις «Εκκλησιάζουσες» στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα. Αυτό μου θύμισε την αλησμόνητη εποχή του «Λυρικού» και των επιθεωρήσεων μου και μαζί την εποχή της νεότητας, γι’ αυτό το επιχείρησα με πολλή αγάπη κι ενθουσιασμό. Επίσης παρενέβαλα πολλά επιθεωρησιακά στοιχεία, έγινα ξανά επιθεωρησιογράφος, όπως άλλωστε ήταν εν μέρει και ο Αριστοφάνης».

Ο Κώστας Μόντης έγραψε σαράντα περίπου επιθεωρήσεις για το θέατρο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Το 1942 ίδρυσε μαζί με τον Αχιλλέα Λυμπουρίδη και το Φοίβο Μουσουλίδη το πρώτο επαγγελματικό θέατρο στην Κύπρο, το «Λυρικόν». Τότε που πάνω στους «τσίγκους» (λαμαρίνες) της θεατρικής οροφής ακουγόταν ο ήχος της βροχής. Τότε που φτιάχνανε τα ρούχα των ηθοποιών από χαρτί, συνήθως από σακούλες τσιμέντου.

«Θυμάμαι με τι ενθουσιασμό αρχίσαμε», λέει ο ποιητής αναπολώντας τα παλιά. «Όλοι μας έλεγαν «μα πώς θα μπορέσετε να κρατήσετε τακτικές θεατρικές παραστάσεις, όταν σήμερα μια επιθεώρηση δεν κρατά περισσότερο από δύο έως τρεις παραστάσεις; Θ’ αλλάζετε επιθεώρηση κάθε τρεις μέρες;» Τους απαντούσαμε με νεανικό πείσμα ότι οι δικές μας επιθεωρήσεις θα κρατούσαν σαράντα παραστάσεις. Η επιτυχία ήταν απίστευτη! Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι πληρώναμε αποζημίωση σε πέντε αστυνομικούς για να μη μας σπάζει ο κόσμος την ξύλινη πόρτα του γκαράζ, στο οποίο στεγαζόταν το θέατρο».

Το ότι ακόμα δημιουργεί είναι πράξη αισιοδοξίας, έστω κι αν φαίνεται απαισιόδοξος. Μήπως όμως η απαισιοδοξία του πηγάζει από μιαν αγωνία για τον κόσμο και από μια βαθύτερη στοχαστικότητα;
«Είναι μια απαισιοδοξία που μπορεί απάνω της να κτιστεί αισιοδοξία. Δηλαδή λέω πως αυτός είναι ο κύκλος μέσα στον οποίο είμαστε ταγμένοι να κινηθούμε. Αν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, θα πάψουμε να ’μαστε απαισιόδοξοι. Κατάβαθα της απαισιοδοξίας «καραδοκεί» η αισιοδοξία, αν και το ρήμα δεν είναι το ορθό. Αν βυθιστείς τελείως στη μελαγχολία σου, δεν την φοβηθείς και την εξαντλήσεις, τότε θα δεις ότι υπάρχει αισιοδοξία».

─ Αν το δούμε αυτό και στο επίπεδο της ζωής, σημαίνει ότι είστε αισιόδοξος άνθρωπος;
─ Μπορεί τελικά να είμαι. Αλλά τώρα μιλάμε για το έργο μου. Το έργο το γράφεις την ώρα που το εμπνέεσαι.
─ Στο έργο σας αρχίζετε από το προσωπικό, το βιωματικό για να οδηγηθείτε στο πιο γενικό;
─ Νομίζω ότι είναι φυσικό ν’ αρχίσεις από το προσωπικό. Πολύ φιλοσοφικές είναι, Ρήσο, οι ερωτήσεις σου. Είναι ωραίες για εκείνους που μιλούν, όχι γι’ αυτούς που γράφουν!
─ Θα επιμείνω όμως για λίγο! Τα ποιήματά σας αναδίνουν μια θεατρικότητα και κάποιες στιγμές ένα χιούμορ.
─ Μπορεί να είμαι επηρεασμένος και από την εποχή του «Λυρικού», όταν έγραφα επιθεωρήσεις.
─ Υπάρχει, όμως, κι ένας εσωτερικός διάλογος στη δουλειά σας. Συνομιλείτε με τον εαυτό σας.
─ Σίγουρα.
─ Σκεφτήκατε ποτέ ότι οι μικρές καθημερινές κουβέντες — συνομιλίες σας με τους ανθρώπους μπορεί να είναι κάποιες «Στιγμές» τις οποίες καλείστε να καταγράψετε;
─ Ναι. Μια κουβέντα μπορεί να μου δώσει μια «Στιγμή».
─ Απαντάτε ποτέ με «Στιγμές» σας;
─ Μπορεί και να συμβαίνει.

Ο Κώστας Μόντης συνομιλεί με το Ρήσο Χαραλαμπίδη [Αρχείο Ρήσου Χαραλαμπίδη]
Ο Κώστας Μόντης συνομιλεί με το Ρήσο Χαραλαμπίδη [Αρχείο Ρήσου Χαραλαμπίδη]

Οι «Στιγμές» του ποιητή είναι στιγμές απ’ τη ζωή μας. Ο λόγος του, μέσα σ’ αυτές, φιλοσοφημένος και μεστός. Πίσω όμως απ’ αυτές διαφαίνεται πικρή ειρωνεία και καυστικό χιούμορ. Μήπως είναι ένας τρόπος επιβίωσης και επικοινωνίας;
«Η ειρωνεία μου είναι καλόπιστη», διευκρινίζει. «Η επίσης καλόπιστη σατιρική διάθεση ίσως να παρέμεινε, όπως είπα και πριν, απ’ την εποχή που ’γραφα επιθεωρήσεις. Δεν διάβασα προσωκρατικούς φιλοσόφους, εκτός από μια-δυο γνωστές ρήσεις του Ηράκλειτου. Δεν είμαι μελετητής της ποίησής μου. Απλώς τη γράφω. Πάντως έχω την εντύπωση ότι στις «Στιγμές» μ’ έσπρωξε η έλλειψη χρόνου κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα. Δεν είχα καιρό και κουράγιο ν’ ασχοληθώ με πολύστιχα ποιήματα ή πεζογραφήματα. Η ίδια έλλειψη χρόνου μ’ είχε σπρώξει, όταν ήμουνα φοιτητής, στους «Στοχασμούς» που δημοσίευσα στην εφημερίδα “Ελευθερία”».

─ Πότε τελειώνει ένα ποίημα, κύριε Μόντη;
─ Θα μας εκθέσεις, Ρήσο! Δεν τελειώνει ποτέ ένα ποίημα. Μια ιδιότητα του είναι να κάνει προεκτάσεις, να μένει μετέωρο και ν’ αφήνει τον αναγνώστη να κάνει τη δική του προέκταση.
─ Άρα συνεχίζει με τη ψυχή και το ένστικτό του.
─ Και κάποτε βρίσκει λογαριασμό ο ίδιος. Το ουσιαστικό τέλος του είναι στον καθένα, όχι στο ποίημα.
─ Σας συνέβηκε κάποιες φορές να ’ρθουν να σας πουν ότι «εισπράξανε» κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που εσείς νομίζατε;
─ Βέβαια! Άλλωστε οι «Στιγμές» δεν είναι παρά τα «κουκούτσια». Αποβάλλω το περίβλημα, τον περίγυρο και πιάνω τον πυρήνα. Αφήνω τον αναγνώστη να βρει τα σκαλιά που οδηγούν μέχρι τον πυρήνα, αλλά και πέρα απ’ αυτόν. Να ξέρεις ότι από άλλη σκάλα θα κατέβει ο καθένας. Είναι μια συνεργασία του αναγνώστη με τον ποιητή. Μαζί φτιάχνουνε το ποίημα.
─ Τι ρόλο παίζουν ο συμβολισμός και οι εικόνες στην ποίησή σας; Από πού αντλείτε τις εικόνες σας;
─ Συμβολικά μιλούν οι περισσότερες «Στιγμές» μου. Άλλωστε δεν έχουν καιρό να εξηγήσουν. Οι εικόνες μου είναι παρμένες από τη ζωή γύρω μου. Ιδιαίτερα σταματούν μπροστά στα μικρά και περιφρονημένα, μπροστά στην ανθρώπινη δυστυχία. Βασανίζομαι πάντα μήπως δεν αγάπησα όσο έπρεπε ν’ αγαπήσω.
─ Διαπιστώνω ότι μέσα από τη δουλειά σας παίζετε πολύ και με τους ήχους.
─ Κάποτε, ναι.
─ Η διαδικασία της δημιουργίας, της γραφής δεν είναι σαν παιχνίδι;
─ Δεν έχεις, όμως, την πρόθεση να παίξεις.
─ Δε φοβάστε μερικές φορές όταν προσθέτετε ή αφαιρείτε στίχους από ένα σας ποίημα, μήπως το κάνετε πιο αδύνατο;
─ Όταν δω ότι δε διορθώνεται το σκίζω. Αν ήμουν ο Χαλεπάς που έσπαζε τ’ αγάλματά του, θα έσκιζα πολλά!
─ Και ποιήματά σας που είναι μέσα στα «Άπαντά» σας;
─ Βέβαια!
─ Υπάρχει κάποιο ποίημά σας που αγαπάτε ιδιαίτερα;
─ Ποια ν’ αγαπώ από 12.500 ποιήματα; Αγαπώ πολύ δυο ποιήματά μου που αναφέρονται στις μητέρες των αγνοουμένων. Το ένα μιλάει για μια μητέρα αγνοουμένου που πήγε σε μια συγκέντρωση και κρατούσε τη φωτογραφία του γιου της. Ήταν μια μικρή φωτογραφία διαβατηρίου και την κρατούσε με τα δυο της χέρια. Θα μπορούσε να την κρατά με το ένα χέρι, αλλάς πώς να μείνει το άλλο αμέτοχο; Μια άλλη μητέρα αγνοουμένου —στο άλλο ποίημα— βρισκόταν κι αυτή σε μια προεκλογική συγκέντρωση. Μια αγαθή, όπως την ονομάζω, μητέρα που δεν ήξερε ότι ήταν μια προεκλογική συγκέντρωση, δεν ήξερε ότι γίνονται συγκεντρώσεις και γι’ άλλα θέματα. Πήγε, λοιπόν, με τη φωτογραφία του γιου της και είδε, όμως, κι άλλους πολλούς που κρατούσαν φωτογραφίες, αλλά περιέργως ήταν όλες μεγάλες και ίδιες και εξεπλάγη, απόρησε πολύ και διερωτόταν. Σ’ ένα ημιτελές ποίημα που προσπάθησα να γράψω για τον Ισαάκ και Σολωμό λέω ότι όλοι οι τόμοι των χιλιάδων ποιημάτων μου δεν αξίζουν τίποτα μπροστά σ’ αυτό το σκαρφάλωμα στον ιστό της σημαίας, αλλά δεν το ενέκρινα ακόμα! (αμυδρό χαμόγελο)
─ Νιώθετε «ήρωας» της καθημερινής σας ζωής;
─ Όχι, δε νιώθω.
─ Εάν το πάρουμε στην κυριολεξία, κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ, είχατε την πολιτική καθοδήγηση των μελών της επαρχίας Λευκωσίας.
─ Δεν ξέρω τι να σου πω. Σ’ ένα ποίημά μου, σημειώνω:
«Σε τι δίλημμα με βάνεις, πατρίδα,
Σε τι φοβερό δίλημμα με βάνεις, πατρίδα».
Είναι, ίσως, κάτι παρόμοιο μ’ αυτό που ρωτάς.
─ Υπάρχουν ήρωες στις μέρες μας;
─ Βεβαίως υπάρχουν. Ας πάμε και στις περιοχές που υποφέρουν από φτώχεια. Δεν είναι ήρωες εκείνοι;
─ Ο Μιχάλης Πιερής σας χαρακτηρίζει σ’ ένα άρθρο του ως «ενοχλητικό», εννοώντας μ’ αυτό ότι δεν προσαρμόζεστε στην καθεστηκυία τάξη.
─ Δεν έχει άδικο ο Μιχάλης Πιερής. Είμαι εκ φύσεως επαναστάτης, επαναστάτης ακόμα κι εναντίον του εαυτού μου.
─ Ο ποιητής είναι προικισμένος με διαίσθηση για τα πράγματα. Πώς αυτό λειτουργεί μέσα στη δική σας ποίηση;
─ Η διαίσθησή μου λειτουργεί χωρίς να ’χω συναίσθηση τι υποβάλλει. Ανατριχιάζω όταν θυμηθώ ότι ένα ποίημά μου, γραμμένο το 1956, προέβλεπε καθαρά την τουρκική εισβολή κι από πού θα γινόταν. Την τουρκική εισβολή προέβλεπε και ο τίτλος της συλλογής μου «Και τότ’ εν Ειναλίη Κύπρω», καθώς επίσης και το «Δεύτερο Γράμμα στη Μητέρα». Ο ποιητής είναι και προφήτης. Είναι ένα μεγάλο πράγμα. Το βάρος πέφτει αλλού. Παρέργως προφητεύει. Παρόλα αυτά ο πνευματικός άνθρωπος είναι, ίσως, ο κύριος καθοδηγητής ενός λαού. Όμως δε θα μπορούσα να ζήσω εκτός Κύπρου. Ούτε καν εδώ κοντά στην Ελλάδα. Εάν με ξέκοβες από την Κύπρο δεν ξέρω τι θα γινόμουνα. Ο χώρος που ζεις επηρεάζει το είδος της δημιουργίας, ακόμα και θεματογραφικά. Η Ελλάδα δε με πληγώνει. Την αγαπώ πάρα πολύ. Με πολλή νοσταλγία θυμάμαι τα φοιτητικά μου χρόνια εκεί, τις γειτονιές που έζησα, τις παρέες μου. Ήταν άλλη Αθήνα τότε.

Μιλούμε με τον ποιητή μέσα από λέξεις και «Στιγμές». Στιγμές στιγμές πρόσεχα το ύφος του: χαρούμενο, θλιβερό, στοχαστικό. Ακόμα και τώρα:

«Απ’ αυτό το δωμάτιο κάποιος έφυγε,
κάποιος φεύγει διαρκώς»,
απαγγέλλει μελαγχολικά. Αυτό μπορεί να θυμίζει μιαν άλλη «Στιγμή» του:

«Παιδικές φωνές που τις άπλωσαν
στα μπαλκόνια να στεγνώσουν
και φτεροκόπησαν κ’ έφυγαν».

Από αριστερά: Ρήσος Χαραλαμπίδης, Κώστας Μόντης, Έρση Μόντη (γυναίκα του ποιητή) [Αρχείο Ρήσου Χαραλαμπίδη]
Από αριστερά: Ρήσος Χαραλαμπίδης, Κώστας Μόντης, Έρση Μόντη (γυναίκα του ποιητή) [Αρχείο Ρήσου Χαραλαμπίδη]

Μέσα απ’ την ποίησή του Κώστα Μόντη το παιδί συναπαντιέται συχνά με τη μεγάλη Μητέρα. Τα «Γράμματα στη Μητέρα» έχουν άραγε παραληφθεί ποτέ απ’ αυτήν;

«Η μητέρα στα «Γράμματα στη Μητέρα», λέει ο ίδιος, «είναι σύμβολο, το πιο δυνατό σύμβολο που έχουμε. Η μητέρα εκπροσωπεί το Θεό στη Γη, με τη μητέρα ο Θεός κουβεντιάζει, όταν κρατά η μητέρα το παιδί στην αγκαλιά της είν’ ο Θεός, που κρατά τον κόσμο στην αγκαλιά του. Σ’ αυτό, λοιπόν, το σύμβολο έρχομαι να εκμυστηρευθώ, να πω το πόνο μου για τον άνθρωπο, για το νησί μου, για όλο τον κόσμο. Να πω τους φόβους μου, τις υπαρξιακές μου ανησυχίες, όλα. Ελπίζω τα «Γράμματα» να γρατσουνίσουν τα παράθυρα και τις πόρτες των μητέρων μέχρι που να τα παραλάβουν. Λέω σε μια μου «Στιγμή»:

«Ποίηση έγραφε ο Θεός όταν έκανε τον κόσμο Του,
τα ποιητικά του «Άπαντα» εξέδιδε».

«Προσεύχομαι στο Θεό», τονίζει ο Κώστας Μόντης. «Δεν ξέρω υπό ποίαν μορφή είναι. Την Παναγία την αγαπώ πάρα πολύ. Την έχω δίπλα στο κρεβάτι μου. Όταν «ποταβρίζω» (απλώνω, τεντώνω) το χέρι μου είναι σα να μου δίνει το δικό της χέρι. Την εξομοιώνω με τη μητέρα μου. Νομίζω ότι της μοιάζει. Λέω σ’ ένα ποίημά μου με τίτλο: «Καθ’ οδόν προς τον Γολγοθά»:

«Μαχαίρι που μου κάρφωσε στην καρδιά
Εκείνο το “Εδώ στεκόταν η Μητέρα του”!»

Αν είχα το κουράγιο να γράψω ένα καινούριο γράμμα στη μητέρα, ίσως να ’γραφα για τα επακόλουθα της εισβολής. Ίσως, όμως, να επανερχόμουνα σε μένα, στον εαυτό μου και να της περιέγραφα τα επακόλουθα του γήρατος.
Όταν ήμουνα οκτώ χρονών έχασα μέσα σε τρεις εβδομάδες τους δυο μεγάλους μου αδελφούς, τον Γιώργο 21 χρονών και τον Νίκο 16 χρονών. Σε ηλικία 12 χρονών έχασα τη μητέρα μου και σε ηλικία 16 χρονών τον πατέρα μου. Ύστερα άρχισαν όλες οι άλλες περιπέτειες που θα ’παιρνε πολύ να σου τις εξιστορήσω. Από τη μητέρα μου έχω πάρει την ευαισθησία και από τον πατέρα μου, ίσως, κέρδισα την τιμιότητα και την περηφάνια. Αυτή την τιμιότητα των «παλιών» ανθρώπων. «Ήταν ο άνθρωπος που ήθελε να εξυπηρετεί τους πάντες. Κι αυτό θα το πήρα από τον ίδιο. Λέω κάπου σ’ ένα μου ποίημα για τη μητέρα μου: «Σκέψου να σε συναντήσω τώρα στο δρόμο και να μη σε καταλάβω. Να σε χάσω για δεύτερη φορά», διευκρινίζει χαμηλόφωνα.
Φαντάζομαι τότε τον ποιητή, που κάθεται απέναντί μου, να μου κάνει παρατήρηση με τρόπο ποιητικό:

«Γιατί μου μίλησες με τον παλιό τρόπο;
Δεν πρόσεξες πως δεν ήμουν εγώ πια;»
Και επεμβαίνει ξανά στις φανταστικές μου σκέψεις:

«Τι με φωνάζετε;
πού υπάρχω εγώ;»
Συλλογισμένος τότε αρχίζει να περιδιαβάζει μέσα στις σκέψεις του:

«Πώς απομακρύνουμαι διαρκώς απ’ όλα,
Πώς φεύγω πριν φύγω;»

Και συμβαίνουν όλα αυτά, ενώ «γύρω σου οι άνθρωποι χωρίς ανθρώπους». Όμως προχωρούν τα χρόνια· είναι φυσικό να αισθάνεται κανείς την φθορά των πραγμάτων. Ο Κώστας Μόντης είναι της άποψης ότι αυτό το πράγμα πολύ τον αγγίζει: «Ιδιαίτερα φοβάμαι και τ’ ομολογώ, το θάνατο. Όμως ευτύχησα να έχω μια οικογένεια, σύζυγο, παιδιά κι εγγόνια που μου χάρισαν πάρα πολλές εμπνεύσεις και χαρές. Η γυναίκα μου στάθηκε πλάι μου με κατανόηση πολλή κι αγάπη».

Σε μια παλιά συνέντευξή του, όταν τον ρώτησαν αν φοβάται το θάνατο, είχε πει πως τον φοβίζει, και να μην πιστέψουμε στους στίχους του που τυχόν λένε πως δεν τον φοβάται. Βάσει αυτού τον ρωτάω αν μέσα από τους στίχους του εκφράζει ακριβώς εκείνο που αισθάνεται ή εάν γράφει ακριβώς το αντίθετο, ίσως για να δώσει πιο αισιόδοξο μήνυμα ή για να βοηθηθεί κι ο ίδιος, ώστε να ξεπεράσει κάποιες φοβίες του.

«Το μυαλό μου εργάζεται πολύ απλά. Αυτές είναι φιλοσοφικές σκέψεις. Φοβάμαι το χρόνο, γιατί φέρνει το θάνατο πλησιέστερα. Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερο φοβάμαι το θάνατο. Δεν θέλω να πεθάνω, αλλά δεν κάνω κάτι για να ξορκίσω το θάνατο».
Και όμως αυτό δε μπορεί ν’ αληθεύει γιατί, κατά πώς ο ίδιος ομολογεί: «Βεβαίως, ονειρεύομαι έναν καλύτερο κόσμο, μα δεν είμαι βέβαιος ότι θα τον έχουμε. Γι’ αυτόν άλλωστε προσπαθεί η ποίηση και σ’ αυτόν αποβλέπει. Πάντως η μεγάλη μου αδυναμία είναι τα παιδιά. Για κάθε παιδί που σκοτώνεται ή πεθαίνει υποφέρω. Στο έργο μου θα δείτε πάρα πολλά ποιήματα αφιερωμένα σε παιδιά που πέθαναν και μου ήταν στην πραγματικότητα άγνωστα. Ματώνει η ψυχή μου όταν βλέπω τα παιδιά που σκοτώνονται. Όποιο πεθαίνει, υποφέρω μαζί με τους συγγενείς του. Να βλέπεις στις εφημερίδες τις φωτογραφίες αυτών των παιδιών να προσπαθούνε να μας δείξουν το ρολογάκι τους».

Κι όπως καθόμασταν και μιλούσαμε για τα παιδιά, δίπλα στο δεντροφυτεμένο κήπο του ποιητή, μου φάνηκε πως είδα απ’ το παράθυρο, τους κορμούς των δέντρων με τα παρακλάδια τους ωσάν νεογέννητα παιδιά. Ανθρώπινα παιδικά βλαστάρια, προέκταση του ίδιου του σώματος ή του «κορμού» της ποίησης του Κώστα Μόντη.

«Ένα νέο ποιητή θα τον συμβούλευα να εξακολουθεί να γράφει ποίηση χωρίς ν’ απογοητεύεται, με πίστη στο ταλέντο του, ό, τι κι αν του λεν οι άλλοι».

Χαμογελά αμυδρά και λέει μεταξύ σοβαρού κι αστείου: «Αν δεν έχει ταλέντο, πάλι ας γράφει!».
«…Κατά τ’ άλλα, αγαπητέ μου φίλε, τι να σου πω,
εξακολουθώ να γράφω στίχους»,
γράφει σε μια «Στιγμή» του και με μια άλλη συμπληρώνει:
«Κάθησε πλάι μου ένας στίχος
και κάτι μου λέει στ’ αυτί και δεν καταλαβαίνω,
κάτι μου λέει».

Ο ίδιος συνεχίζει να γράφει, πάντα αστείρευτος, με μεράκι, νεανικό ενθουσιασμό και ευαισθησία.
«Γράφω ακόμα, σ’ αυξημένο μάλιστα βαθμό τον τελευταίο καιρό, στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα», εξηγεί. «Δεν πρόκειται για φυγή, για ξεκούρασμα. Κάποιοι στίχοι μου έρχονται στη γλώσσα που πρωτομίλησα. Νιώθω πως είν’ αδύνατο να τους μεταφέρω στην πανελλήνια γλώσσα χωρίς να τους καταστρέψω. Άλλωστε πιστεύω, όπως έχω πει πολλές φορές, ότι οι Κύπριοι ποιητές πρέπει να γράφουν και στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα, για να μπορέσουν να βρουν τους χυμούς του, χυμούς που μονάχα οι ποιητές μπορούν να τους βρουν, και να τους μεταγγίσουν στην πανελλήνια γλώσσα».

Κι ένιωσα τότε μια φωνή εντός μου σαν ηχογραφημένο μήνυμα του εαυτού μου, να μου λέει με στίχους του Κώστα Μόντη:
«Ακόμα ένα βήμα κι αρχίζει ο άνθρωπος·
ετοιμάστε τις φωτογραφικές σας».

Κι έρχεται εκείνη τη στιγμή ο ποιητής για να προσθέσει μέσα απ’ τους στίχους του πως «εξαντλήσαμε τα θέματά μας. / Ήδη σωπαίνουμε, ήδη ανιούμε». Παραμένει όμως προς απάντηση ένα τελευταίο ερώτημα:

─ Μήπως στις μέρες μας, κύριε Μόντη, οι μεγαλύτεροι έχουν περισσότερη ανάγκη το παρελθόν για να ζήσουν το σήμερα;
─ Εάν είναι ευτυχέστερο, μπορεί. Εξαρτάται από το παρελθόν. Πολύ ωραίος στίχος αυτός!


Δύο παλαιότερες συνεντεύξεις του Κώστα Μόντη, ενωμένες σε μία, χωρίς αλλαγές. Πρώτη δημοσίευση στα περιοδικά:
TV – Ραδιοπρόγραμμα (τηλεοπτικό περιοδικό ΡΙΚ), τεύχος 1 (92), 9 Ιανουαρίου 1992,
Πόρφυρας, τεύχος 92, Κέρκυρα, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1999.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη