Σ’ εκείνο το περιθώριο την έχασε για πάντα.
Ήταν όλοι ζαλισμένοι από ευτυχία όταν του είπε πως απόψε φεύγει. Αυτός απομένει σ΄εκείνο το μόνο σημείο του κόσμου. Όλα τα κέντρα ήταν εξαρχής εδώ, λοιπόν σκέφτηκε και τινάχτηκε μες στη σιωπή.
Την κοίταζε που έκανε ότι μπορούσε για να μην κλάψει, να μην προδοθεί.
Σ’ εκείνο το περιθώριο τέλειωσε για πάντα μια ιστορία. Αυτό συμβαίνει όταν οτιδήποτε τ’ ανθρώπινο λείψει απ’ τις ζωγραφιές.
Εκείνη στέκει στην έξοδο του μαγαζιού. Χάνεται απ΄το πλήθος όμως υπάρχει ακόμη. Διακρίνεται εμπρός από τα τζάμια και τους καπνούς και την ίδια την πόλη. Εκεί έξω μαίνεται ένας πόλεμος τρομερός. Κυνηγημένοι όλοι φεύγουν.Υπάρχουν άλλωστε πάντα οι σταθμοί και η καινούργια αρχή.
Το σκηνικό είναι ενός δρόμου παλιού.Εδώ τίποτε δεν υπήρξε. Χαρτιά και αποκαΐδια στο πάτωμα και ένας λαμπτήρας και οι ζωγραφιές ανδρόγυνων μητέρων στα παράθυρα, εμπρός από βροχές. Ένα κορίτσι μες στα αίματα, ένα όμορφο κορίτσι, ας πούμε από θειάφι ή αρνητικό. Όλοι τους σκοτώθηκαν στη φωτογραφία που κάηκε το καλοκαίρι. Τ΄απότομο σκοτάδι στη σκηνή είναι μια δεξιότητα που ανέπτυξε με τα χρόνια, καθώς ερωτευόταν ανήλικες μαθήτριες του τοπικού λυκείου, σημερινά αγάλματα.
Φάνηκε μια αποδοκιμασία. Ορισμένοι μίλησαν ευγενικά για υπέρμετρο ρομαντισμό. Εννοείται μ’ αυτήν την αληθινή, τη ρεαλιστική έννοια του όρου που σημαίνει στα στόματα λαϊκών κοριτσιών.
Όμως η συντριβή εκείνου του ανθρώπου συνέβη. Κανείς δεν ξέρει ποιος είναι. Είναι τόσες οι καρδιές άλλωστε που σπάνε κάθε νύχτα. Και ακόμη να ξέρεις πως όταν εσύ ονειρεύεσαι κάποιοι φεύγουν με το νυχτερινά λεωφορεία τελείως νικημένοι ή θυμούνται το καλοκαίρι, άρρωστοι μισοί, πετώντας στους ανέμους όλα τους τα σώματα.
Μετάνιωσαν επειδή εκείνος δεν μιλούσε. Κατάλαβαν. Η μνήμη των ματιών είπαν και λυπήθηκαν βαθιά.
Κρύφτηκε στη σκηνή. Το φινάλε σημείωσαν ήταν υπέροχο. Εκείνος ξεσπούσε σε λυγμούς ενώ όλοι ανεξαιρέτως, χειροκροτούσαν παρατεταμένα πλάι στους παλιούς τους έρωτες.
[Πρώτη δημοσίευση. Η φωτογραφία από το Βλέμμα του Οδυσσέα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου.]