‒ Η οικογένεια (μπορεί να υπάγεται στην κατηγορία του άρχοντα). Τελευταία κατεβαίνει στη θάλασσα με ομπρέλα (τη δεκαετία του 80 την έβρισκες αξημέρωτα στην παραλία, να έχει στήσει σκηνή ή υποτυπώδες αντίσκηνο με σεντόνια και να έχει ρίξει ένα καρπούζι στο νερό για να διατηρείται δροσερό –ήταν η εποχή της πιο μακάριας σοσιαλιστικής αθωότητας, λίγο μετά την κυκλοφορία του ένδοξου και προφητικού, ως προς τον τίτλο τουλάχιστον, δίσκου Η εκδίκηση της γυφτιάς, 1978). Ενίοτε ενοχλεί με τον θόρυβο των παιδιών (όσους δεν έχουν παιδιά) ή με γραφικότητες του τύπου «Σου καθάρισα το αυγό σου» ή «Έλα να φας ροδάκινο» (το θέμα είναι πού καταλήγει ύστερα το κουκούτσι). Η πολυπληθέστερη φυλή στις παραλίες.
‒ Ο άρχοντας. Κατεβαίνει για μπάνιο με τη σαλονοτραπεζαρία του (ομπρέλα, καρέκλες, τραπέζι, ψυγείο, μαγειρικά σκεύη κ.λπ., WC δεν χρειάζεται έχει τη θάλασσα), μεταφέροντας το αναφαίρετο «δικαίωμα» του Έλληνα να έχει το αυθαίρετό του πλάι στο κύμα. Η άμμος είναι το τασάκι του. Αντιμετωπίζει με περιφρόνηση τους άλλους και ειδικά τον μοναχικό (βλ. παρακάτω). Σε λίγο η ΙΚΕΑ θα φτιάξει ειδική λυόμενη κατασκευή για το χατήρι του.
‒ Ο αθλητικός. Η παραλία είναι γι’ αυτόν ένας ακόμη τόπος πρωταθλητισμού ή καλύτερα επίδειξης των φυσικών του προσόντων. Θα βρει χώρο για να παίξει ρακέτες ακόμα κι αν δεν υπάρχει, θα παίξει μπάλα πάνω απ’ τα κεφάλια μας, θα επιδείξει την κολυμβητική του δεινότητα και την κορμάρα του. Αν το τάκα-τάκα της ρακέτας του ενοχλεί, δεν μπορείς να παραπονεθείς (εκτός κι αν τυχαίνει να ανήκεις στην ίδια κατηγορία, που δεν το νομίζω). Θα μπορούσε να θεωρηθεί εξέλιξη τού υπό εξαφάνιση είδους «το καμάκι», αν ο μετανεωτερικός αθλητικός δεν ήταν πρώτα απ’ όλα ένας αυτοθαυμαζόμενος τύπος.
‒ Ο ψαροντουφεκάς. Θα εμφανιστεί με πλήρη εξάρτυση τύπου Κομάντο (όσοι έχουν κάνει το λάθος να δουν σε μετεφηβική ηλικία την ομώνυμη ταινία με τον Σβαρτζενέγκερ, καταλαβαίνουν: ψαροντούφεκο, θήκη, βαρίδια, σημαδούρα, ορισμένοι κουβαλούν και θήκη με μαχαίρι, αδιαφορώντας για τη γελοιότητα του πράγματος), κάνοντας σαφές σε όλους ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το υποβρύχιο ψάρεμα, ακόμα και κοντά στους λουόμενους. Αδιαφορεί για το ότι το υποβρύχιο ψάρεμα απαγορεύεται ρητά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
‒ Ο σκυλάς. Κατηγορία που πάντοτε υπήρχε, αλλά τελευταία –λόγω ίσως και της διαφαινόμενης αλλαγής του νόμου– κάνει προκλητικά εμφανή την παρουσία της. Με βάση τα μέχρι στιγμής ισχύοντα, τα σκυλιά στις παραλίες επιτρέπονται αρκεί να μη διαμαρτυρηθεί κάποιος λουόμενος. Σε αυτή την περίπτωση ο ιδιοκτήτης είναι υποχρεωμένος να πάρει τον σκύλο του και να φύγει. Ας τολμήσει να πει κανείς όμως στον φιλόζωο ότι ο σκύλος του ενοχλεί, ότι τα παιδιά του τον φοβούνται, ότι έχει τραυματική εμπειρία και τρέμει τα γαβγίσματά του, ότι του κατούρησε την πετσέτα. Ο φιλόζωος θα τον κοιτάξει υποτιμητικά, θα βρίσει τον υπανάπτυκτο για τον «πολιτισμό» του, που του φταίει το σκυλάκι του (ασχέτως αν είναι κοτζαμάν θρεφτάρι λυκόσκυλο), θα ισχυριστεί ότι ο σκύλος του είναι καθαρότερος κι απ’ τον δυστυχή διαμαρτυρόμενο, ο οποίος και τελικά θ’ αναγκαστεί να αλλάξει παραλία. (Ως γνωστόν, ο καθ’ υπερβολήν φιλοζωισμός είναι μια μορφή μισανθρωπισμού).
‒ Ο μοναχικός. Πηγαίνει στην παραλία μόνο για να απολαύσει την κολύμβηση και τη θάλασσα, χωρίς σχεδόν να κουβαλάει πράγματα, μόνο πετσέτα ή ένα μικρό σακκίδιο (το οποίο θα ποδοπατήσει ο άρχοντας αν βρεθεί στην ΑΟΖ του). Για το μπάνιο του προτιμά τις πρωινές ώρες ή αργά το απόγευμα και βέβαια τις ερημικές παραλίες και τα νησιά της άγονης γραμμής. Θα κολυμπήσει και θα φύγει σχεδόν αμέσως, ειδικά αν υπάρχει συνωστισμός στην παραλία. Αν βρεθεί σε απόμερη ακρογιαλιά, δεν αποκλείεται και να στρωθεί στο διάβασμα. Εννοείται πως τον ενοχλούν σχεδόν όλοι, αν και είναι αρκετά ντροπαλός για να διαμαρτυρηθεί.
‒ Ο ηλικιωμένος. Όταν φτάνετε στη θάλασσα θα τον βρείτε να αποχωρεί (με στεγνό οπωσδήποτε μαγιό, το οποίο φόρεσε με τη γνωστή αδέξια μέθοδο της τυλιγμένης γύρω απ’ τη μέση πετσέτας) ή θα έχει ήδη φύγει. Προτιμά τις πολύ πρωινές ώρες, κολυμπά ανάσκελα και σε κοντινή απόσταση από την παραλία για να μην κουράζεται, πάντα με το καπελάκι και τα πεδιλάκια του. Συνήθως οι λουόμενοι αυτής της ώρας γνωρίζονται μεταξύ τους και κάνουν καλή παρέα, προγραμματίζοντας από κοινού, ενώ κολυμπούν αργά σε κύκλο, τον τρόπο μαγειρέματος του μεσημεριανού φαγητού είτε κοινές εξορμήσεις για καφέ ή ουζάκι. Κατά κανόνα ο συμπαθής ηλικιωμένος δεν ενοχλεί κανέναν (λογικό αφού κολυμπά μόνο με τους συνομηλίκους του και τα ψάρια. Η κοινοτοπία ότι το πρωί η παραλία παρουσιάζει ησυχία και οσμή νεκροταφείου καταγράφεται ως ασεβής –όλοι αργά ή γρήγορα θα βρεθούμε στη θέση τους).
‒ Οι φασαριόζοι (το αντίθετο των ηλικιωμένων). Συνήθως παρέες νεαρών αγοριών και κοριτσιών (καθότι ο τύπος του φωνακλά νεόπλουτου σταδιακά εκλείπει), που φωνάζουν για να επιβληθούν στους ερωτικούς τους αντίζηλους και για να επιδειχθούν στο άλλο (ή και στο ίδιο) φύλο. Ο χρόνος τους οργανώνεται όπως και εκτός παραλίας, με άξονα δηλαδή το κινητό τους τηλέφωνο: Φωτογραφίζονται, βάζουν μουσική (κατά κανόνα του χειρότερου γούστου), μετατρέπουν την παραλία σε κόλαση για τις περισσότερες από τις παραπάνω κατηγορίες. Είναι η ώρα που παρακαλάς να κατεβάσει ο άρχοντας το στέρεο με τα λαϊκά για να δούμε ποιος θα κερδίσει (επιπόλαια βέβαια η σκέψη, θα χάσουν όλοι).
[Πρώτη δημοσίευση. Το έργο είναι του Aleksandr Deyneka.]