Κάποτε οι φωνές μας θα βγαίνουν απ΄ τα χέρια.
Πέρα απ΄αυτούς τους τροπικούς, λένε όσοι γνωρίζουν οι πράξεις είναι μονάχα απ΄ ανάγκη.
Εμείς τίποτε δεν υποψιαζόμαστε. Περήφανοι περνούμε και χανόμαστε, γινόμαστε πλήθος, κυλώντας προς την οδό των διπλωματών και τα πανεπιστήμια, τα στούντιο των κοριτσιών από αιματίτη και τ΄απελπισμένα σπίτια, σκόρπιες σχεδίες κάτω απ΄ το βάρος τ΄ ουρανού. Ο διαβάτης του πανεπιστημίου και το κορίτσι που είναι ολόκληρο ένα πρόσωπο, μονάχα αυτοί γνωρίζουν τη μοναξιά μας. Ας πούμε η δίδα Λ. Σ. Μια Κυριακή στο πόστο του καπνού. Η θαυμάσια, ας πούμε εφηβεία της Αλίκης.
Πες μου αν γνωρίζεις, σε παρακαλώ αν είχε ποτέ δρόμο να οδηγεί πέρα απ΄ αυτήν την πολιτεία. Το θα σου μιλώ θα είναι με δυο χέρια. Υπάρχει ακόμη η κραυγή των πουλιών που γίνεται με τα χέρια σ΄ έκταση κρατώντας τη νύχτα και όλη σου τη σημασία. Ο προσκυνητής θα λένε, ο προσκυνητής και θα σκύβουν το κεφάλι σαν ν΄ αντικρίζουν προφήτη.
Δεν ήταν όμως δρόμος κανείς. Τ΄ όχι ήταν που με κοιτούσες ακίνητος. Ήταν η μόνη λέξη που πρόφερες ξεχνώντας για πάντα τα χέρια σου.
*
Ανέβηκε με κόπο τις σκάλες. Κρατούσε ένα φυτό, ήταν συντρίμια. Σαν τα κτίρια της προκυμαίας που παρελαύνουν απόψε. Ένα τέτοιο μεσημέρι μπορεί κανείς να συναντήσει ανθρώπους που σκοπεύουν να πεθάνουν από μελαγχολία. Το σπίτι είχε έπιπλα από στάχτη και μεγάλα δέντρα αρτηρίες πάνω στο παράθυρο του κόσμου. Αυτόν ζητά απόψε για τελευταία φορά. Στο μέλλον, προς τιμήν του θα διεξάγονται εκθέσεις με δέντρινες λέξεις, γραμμένες στις πιο σκληρές συγκυρίες.
Εν τω μεταξύ το φως έκρυψε για πάντα τα μάτια του. Ολόκληρο τ΄απόγευμα καιγόταν. Το χρυσό προσωπείο παρέμεινε στο βάθος του και το σώμα που ανήκει ειρηνικά πια σ΄εραστές και προκυμαίες.
Σ΄εκείνον τον ύπνο του δεν δείλιασε, δεν ταπεινώθηκε. Τα σπασμένα γυαλιά στο βάθος του πηγαδιού ήταν μια άλλη ιστορία. Δεν την μοιράστηκε ποτέ. Όμως δεν δείλιασε.
Και ας μην υπήρξε η μελαγχολία, τα συντρίμια, το φως, τα μεσημέρια. Εκείνος θυμόταν τότε στον ύπνο του την προκυμαία και τη ζωή, τη δίχως προσευχή. Που να μπορείς να ΄χεις ανοιχτά παράθυρα και ν΄ακούς τα πουλιά όταν ξυπνούν και δίχως να σε πονάει κανείς, να φεύγεις, σαν όλους τους θορύβους, με την τέχνη σου ηλεκτρισμένη και προσωπική.
*
Μια Παρασκευή απόγευμα η μικρή προτομή της Υγείας δάκρυσε. Είχε κάτι λυπημένα μάτια που όλοι επείστηκαν πως πρόκειται για θαύμα.
Το πράγμα πήρε δημοσιότητα. Την επομένη το πρωί φάνηκαν από διάφορες εφημερίδες. Πλήρωναν καλά για μια φωτογραφία εμπρός στη βιβλιοθήκη. Κάποιος άλλαζε διαρκώς τις θέσεις των βιβλίων. Ώστε αυτά που είχε ανακηρρύξει πατρίδα να χαθούν για πάντα. Έπρεπε να παραμείνει ψύχραιμος. Σε μια καρέκλα σκηνοθέτη πόζαρε ανέκφραστος μ΄όλη την αφέλεια που του χάρισε η φύση. Μόνο τα χέρια του ιδρωμένα και σ΄ένταση που κρατιούνται σαν να μην υπήρχε αύριο γι΄αυτόν που γνωρίζει ένα φοβερό μυστικό.
Καθώς περνούσαν οι εποχές η προτομή έπαψε το κλάμμα της και εκείνος ξεχάστηκε. Κατάκοπος δεν είχε αφεθεί στιγμή όλους αυτούς τους αιώνες. Φωνή δική του δεν είχε. Μισός κάτω από κισσούς που τον τεμαχίζουν σ΄αποσπάσματα, είπε τ΄όνομά του όπως τ΄αγόρια των περιπόλων. Φωνή δική του δεν είχε. Άλλο κόσμο απ΄εκείνη την όψη του κτιρίου με τα βαθιά πορτοκαλένια τούβλα δεν είχε.
Έλεγε πως η φαντασία του καταστράφηκε για πάντα και χανόταν με τις ώρες μες στο παιδικό δωμάτιο.
Δεν είχε τίποτε να σώσει πια.