Έχει περάσει ένας μήνας από τότε. Είκοσι εφτά Αυγούστου τότε. Είκοσι εφτά Σεπτέμβρη τώρα. Στο μυαλό μου έρχεται το τραγούδι που σου είχα γράψει.
Το χαμόγελο σου
το κόκκινο αερόστατο.
Και τα μελαγχολικά μάτια σου
ίδια με εκείνα αδέσποτου σκύλου.
Το σκούρο δέρμα σου
γυαλίζει σαν τους καρπούς του καφέ.
Και τα ίσια μαλλιά σου
ίδια με εξωτικά φύκια.
Σκέφτομαι το βραδάκι που είχες φύγει «για μια βόλτα στην Παραλιακή». Είχες χωθεί στο κόκκινο, σκονισμένο Panda σου. Κι είχες πάρει τον περιφερειακό. Μόνο που στην Παραλιακή δεν έφτασες ποτέ. Γιατί στην μεγάλη στροφή της λεωφόρου, σ’ αυτή από όπου φαίνεται σαν πιατέλα όλη η Αθήνα, είχες γκαζώσει παραπάνω από όσο έπρεπε. Και το ’χες ρίξει στον γκρεμό.
Σε βρήκαμε την επομένη τα χαράματα. Απανθρακωμένη. Ή μάλλον δεν σε βρήκαμε ποτέ. Γιατί εσύ δεν ήσουν εκεί. Εκεί ήταν μονάχα η γκριζοπράσινη στάχτη σου. Και το τράιμπαλ δακτυλίδι σου με τα κέλτικα σχέδια, που σου είχα αγοράσει από κάποιον πλανόδιο.
Την ίδια εκείνη μέρα έγινε η κηδεία σου. Συγγενείς, φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι. Ένα τσούρμο από μαύρα έντομα μέσα στο κατάλευκο νεκροταφείο. Κι ένα βουβό βουητό που σηκωνόταν ψηλά στον κύριο ουρανό που ούτε που τον ένοιαζε τι και πως. Και μπροστά-μπροστά στην πρώτη γραμμή των τεθλιμμένων, δυο βήματα από το σημείο που η γη είχε ανοίξει το στόμα της για να φάει το φέρετρο σου, στεκόμουν εγώ. Ένας σιωπηλός μέρμηγκας με κομμένα τα φτερά. Δεν μουρμούριζα κανένα αβάσταχτο λυγμό. Είχα μονάχα τα μάτια καρφωμένα στο κλειστό, ξύλινο φέρετρο. Όμως εγώ το έβλεπα ανοιχτό και μέσα του να έχει ξαπλωμένη εσένα. Με σάρκα και οστά. Ανέπαφη από το δυστύχημα. Ντυμένη με τα αγαπημένα αλήτικα ρούχα σου και το χαμόγελο σου, «το αερόστατο».
Όταν μαθεύτηκε το νέο του δυστυχήματος οι περισσότεροι είχαν μιλήσει για την κακιά ώρα. Κάποιοι είχαν διακριτικά ψιθυρίσει ότι ίσως ήσουν μεθυσμένη. Τίποτα από τα δύο δεν ήταν αλήθεια. Η αιτία του θανάτου σου ήταν η αδικαιολόγητη, η έμφυτη κατάθλιψη που κάθε τόσο πλάκωνε σαν ταφόπλακα το νου και την καρδιά σου. Εκείνη «η μαύρη θάλασσα», έτσι την ονόμαζες εσύ, που συχνά-πυκνά σε έκανε να ψιθυρίζεις ότι ήθελες να πας στη «γλυκιά ανυπαρξία»…
Σταματάω εδώ… Δεν θέλω να θυμάμαι άλλο…
[Η αρχή της νουβέλας του Νικόλα Καλοτεράκη, Κόκκινο panda, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2014.]