frear

Κριτική στην “Αλμύρα” – της Ανθούλας Δανιήλ

ΧΑΡΑ ΠΡΕΒΕΔΩΡΟΥ
Αλμύρα
Εκδ. Γαβριηλίδης 2014

Η συλλογή με το τίτλο Αλμύρα φέρει μυρωδιά από θάλασσα αλλά και άλλου κόσμου αεράκι που λέει κι ο ποιητής. Η Χαρά Πρεβεδώρου την επιμερίζει σε δύο ενότητες. Την πρώτη με είκοσι ποιήματα την ονομάζει «Αλμύρα Ι» και της δίνει υπότιτλο «…με φόντο τη θάλασσα του παραθύρου» και τη δεύτερη «Αλμύρα ΙΙ» με τριάντα δύο ποιήματα και υπότιτλο «…και τα ποιήματα αλαφιάζονται».

Θαλασσινή λοιπόν η συλλογή. Με πρώτο πλάνο ένα καράβι να μπαίνει στο λιμάνι και να σφυρίζει επί ματαίω αφού «επί χρόνια κατοίκους δεν έχει το νησί». «Ο καπετάνιος μπαίνει στο λιμάνι/ από συνήθεια», είναι «πονόψυχος» ή «ξεχασιάρης»; Ρωτά η ποιήτρια. Ωστόσο το νησί έχει έναν κάτοικο, την ποιήτρια, η οποία παίρνει το μήνυμα οπτικό, από το παράθυρο, και ακουστικό, από το σφύριγμα. Και πού πήγαν οι άνθρωποι; Κάποια όντα μόνο υπάρχουν σαν μετεξελιγμένη πανίδα που «κάτι μέσα τους /αντιλαμβάνεται το σφύριγμα σαν νοσταλγία/ για τον προορισμό,/ όπως πίστευαν παλιά». Το τοπίο γίνεται τρομακτικό. Η υποψία για τα τεκταινόμενα φρικτή.

Η ξενάγηση στο σπίτι της Νόνας έχει μια ιδιαίτερη σημασία:
«Στης Νόνας μου τη σάλα/ η Τρικυμία και η Γαλήνη/ σ’ αντικρινούς τοίχους αναρτημένες» , ο ήλιος στη μία, η τρικυμία στην άλλη, παίζουν το ρόλο τους η καθεμιά. Κυρίως η Τρικυμία φαίνεται να πρωταγωνιστεί αφού η ζωή της Νόνας ήταν τρικυμιώδης. Όμως, σαν ήρθε η ώρα η πικρή, φάνηκε της Γαλήνης η σημασία. Φάνηκε «κι αυτό το μέρος της ζωής».
Ο χειρισμός του μύθου γίνεται με άνεση. Με ευκολία αναπαλαιώνει ένα αρχαίο επεισόδιο, ρίχνοντάς το σε νέο δικό της καλούπι, απαλλαγμένο από φόρτο περιττών περιγραφών και προσδιοριστικών επιθέτων, όπως πολύ αισθαντικά μας δίνει στο ποίημα «Κατάλογος (Σ 37-51) ή «Το φεγγάρι στο Αιγαίο».

Η τριλογία «Σύνορα 1», «Σύνορα 2» και «Σύνορα» παίζει με Θεούς που χωρίζουν τους λαούς με σύνορα, με κύματα και μυρωδιές που δεν εμποδίζονται από τα σύνορα, με υποδηλωμένη την τύχη εκείνων που προσπαθούν να τα περάσουν ζωντανοί και φτάνουν πεθαμένοι. Στη σύγχρονή μας τραγωδία δεν υπάρχει κάθαρση. Το πρόβλημα που η απάνθρωπη πραγματικότητα της εποχής μας γέννησε μόνο στα βαθιά νερά του Αιγαίου μπορεί να καταποντιστεί.

Ενδιαφέρουσα είναι και η ματιά που ρίχνει στα «Ερωτικό», ένα και δύο, τόσο κοντά στο αίσθημα των πρωταγωνιστών και τόσο μακριά στο χρόνο του θεατή. Η αναφορά στον Μίμνερμο και ο σχετλιασμός του «για την κατάρα των καλών πραγμάτων που περνάνε» μας δίνει σκουντιά για να απομακρύνει το ηδονοβλεπτικό μας χάζεμα και να μας συνεφέρει στην κανονική ώριμή μας ζωή, χωρίς έρωτα, όνειρο και μύθο.

Ενδιαφέρουσες περιπτώσεις συνιστούν τα αρμυρίκια, προξενητάδες για μεγαλοκοπέλες και επιστρέψαντες ξενιτεμένους, οι γλάροι παντεπόπτες, τα «πνιγμένα δέντρα» από τη «βρυχωμένη» θάλασσα, το «ποτάμι» που τρέχει προς τον «αφανισμό» του, ενώ έχει ζήσει μια μακρά περιπέτεια είτε ως λόγος είτε ως δράση. Το τοπίο πρωταγωνιστεί γενικά και πάντα θαλασσινό, με τις δικές του περιπέτειες δεμένες με την ανθρώπινη μοίρα, τη ζωή και το θάνατο, ως κυριολεξία και ως μεταφορά, όλων εκείνων που κινούν να βρουν μια μοίρα καλύτερη από της πατρίδας τους. Και πολύ ωραίο, με πικρό χιούμορ το ποίημα «ερασιτέχνης ψαράς» που σαν τον γνωστό καραβοκύρη είδε τη γοργόνα, και του απηύθυνε τη «φοβερή ατάκα», «τι προσδοκάς, βρε βλάκα;/ Έζησες ή δεν έζησες; Καθότι στην ουσία/ δεν είναι γύρω η θάλασσα αλλ’ η Αχερουσία»ּ και για να μην μπορεί να την αμφισβητήσει του πέταξε «νόμισμα παλιωμένο» μες στη βάρκα. Κάλλιστα ένα μπαγλαμαδάκι θα μπορούσε να ανακρούσει τους στίχους σε ευλάλητο με πλήρες λαϊκό νόημα άσμα.

Στη δεύτερη ενότητα «…και τα ποιήματα αλαφιάζονται» είναι πολλά και ποικίλα τα επεισόδια που η ποιήτρια επεξεργάζεται με νου και γνώση, με λύπη και συμπάθεια, με κατανόηση, με πίκρα, με συναίσθηση. Φαίνεται πως πια τίποτα δεν μπορεί να την ξεγελάσει. Στεκόμαστε με πόνο μπροστά στην «παλιά φωτογραφία αιχμαλώτων» που ξαναφέρνει στην επιφάνεια τα «φριχτά πράγματα που κάνουν άνθρωποι σ’ ανθρώπους». Στο «Καφεκοπτείο» δεν θα συναντήσουμε τον έρημο γέρο του Καβάφη ή τους «Μοιραίους» του Βάρναλη αλλά τον γέρο παππού μας που, ταλαιπωρημένος από τα χιλιάδες χρόνια της ιστορίας του, έρχεται να μας θυμίσει τη γενιά μας και τη ντροπή μας. Στο «Μήλο» δεν είναι τρεις όμορφες θεές που ερίζουν ποια θα το πάρει αλλά τρεις γριές που πεινάνε «με τον αιώνα της μεγάλης διάψευσης στη ράχη τους» και η ποιήτρια συλλογίζεται: «Έξω απ’ τον μύθο /σαπίζουνε τα σύμβολα, Έξω απ’ τον μύθο/ η ταπείνωση». Η φοινικιά δεν είναι του Παλαμά το σύμβολο, αλλά «Η δική μας Φοινικιά», η άλλη, «δίπλα σε μια ξερολιθιά», με το σκουλήκι που την κατέφαγε, παίζοντας ανάμεσα στο σύμβολο και την πραγματικότητα, στην πραγματικότητα και στο υποδηλούμενο τίποτα, τη φθαρμένη ιδέα και την ανερμάτιστη φιλοδοξία. Έτσι είναι και η ίδια η ζωή, μέσα από τα σύμβολά της, απομυθοποιείται, όπως και οι όψιμοι έρωτες που «Δεν είναι πιστευτοί»:

Δεν είναι πιστευτοί οι όψιμοι έρωτες֗
χωρίς στιλπνό δέρμα για το χάδι,
χωρίς υγρό στόμα για το φιλί,
χωρίς ακμαίο σπασμό για την ένωση
δεν είναι πιστευτοί.

Τα σώματα άχλωροι τόποι με ξερές κοίτες
κι εκεί ο καθένας κείται μόνος.

Οι όψιμοι έρωτες περιγράφονται με ό,τι τους λείπει για να είναι έρωτες και ο έρωτας δεν έχει πού να στηριχτεί για να είναι αίσθημα• του λείπουν όλα, σαν το μπαρούτι στο κανόνι. Κι έτσι με ένα πικρόγελο διαβάζουμε εκείνο το «κείται μόνος». Προσθέτω το «ενθάδε» που δεν γράφτηκε ακόμα και ίσως αδημονεί. Το «Ρολόι» είναι μια άλλη περίπτωση που θα έλεγα ότι μας έλκει τόσο για την εικόνα του απερχόμενου «με τ’ άσπρο του πουκάμισο σιδερωμένο/ και το βαρύ κλειδί στην πίσω τσέπη», όσο και για το κλειδί που «κρέμεται στης κουκουβάγιας το λοξό κλαδί… τον ίδιο θάνατο πάντα σημαίνοντας». Ο Βασιλάκης μας στα «Πρώτα γενέθλιά» του δεν έχει ανάγκη από τα παραδοσιακά παραμύθια που η σύγχρονη ζωή ακύρωσε. Η ποιήτρια συνετά του χαρίζει τη σιωπή να την γεμίσει εκείνος όταν μεγαλώσει με τη «δική του ανθρωπινή λαλιά».

Το απρόσμενο είναι ότι «έσφυζε από ζωή η νεκρική πομπή». Οι «ιστορικές επιγραφές», τα «Καλάβρυτα», «Τα δέντρα της πόλης», οι «κυλιόμενες», «Το καλογεράκι», «Ο εύζωνος και η γυναίκα» είναι περιστατικά αξιοσημείωτα, μικρές ανθρώπινες πικρές ιστορίες ή μικρά επεισόδια Ιστορίας. Τα δύο σονέτα, το ένα «με ουρά δαίμονος» πλήρως αυτοαπομυθοποιητικά, το ένα περί ζωής και το άλλο περί ποιήσεως.

Περί Ποιήσεως όμως είναι και τα τελευταία ποιήματα της συλλογής όπου τίθενται θέματα σοβαρά σε σχέση με το περιβάλλον της και τους ανθρώπους που το υπηρετούν. Και το τελευταίο ποίημα «Θερσίτης με προϋποθέσεις» που πάντα έκρυβα μέσα μου και δεν το μαρτυρούσα πως καλά τα λέει ο αναιδής:
«Γιατί χρειάζεται η φωνή του / σε κάτι εποχές σαν τη δική μας / κι ίσως αυτό ψυχανεμίστηκε ο Ποιητής/ και σ’ έπλασε/ έστω με υλικά της εποχής του».

Γενικώς και με αυτή την πέμπτη συλλογή της η Χαρά Πρεβεδώρου, παρακάμπτοντας τις ωραιοπάθειες, ενδιαφέρεται για μια συγκεκριμένη οπτική και την υπηρετεί ελέγχοντας τέλεια τα εκφραστικά της μέσα. Περνά με άνεση από την μια κατάσταση του πραγματικού στην άλλη της νοητικής σφαίρας και μεταπλάθει με ευαισθησία εκείνο που αποτελεί την ουσία του ανθρώπινου πόνου σε τέχνη, χωρίς να καταφεύγει σε εύκολους μελοδραματισμούς. Δεν χαραμίζει τα λόγια της για τα «ωραία», έχει ξύσει την επιφάνεια και έχει δει πίσω από τον μύθο• έχει ξυπνήσει από το όνειρο. Ό,τι βλέπει είναι πλέον η αλήθεια γυμνή γι’ αυτό και στα ποιήματά της που «αλαφιάζονται» μας αποκαλύπτει μυστικά. Κάθε ποίημα κι ένα περιστατικό και κάθε περιστατικό μια μικρή ψηφίδα ζωής. Και το ψηφιδωτό ξεφτίζει και η ζωή προχωρεί με απώλειες. Χάνουμε χρόνια, νιάτα, ζωντάνια, κέφι, υγεία, φιλοδοξία. Απομακρυνόμαστε από το μύθο και το όνειρο, αφαιρούμε το πέπλο από τα πράγματα, φεύγει το σύμβολο, μένει χωρίς ενδιαφέρον ο κόσμος. Η illusion που αναζητούσαν οι ποιητές πάει. Κι εκείνο που μένει είναι η αλήθεια: «Ο κόσμος είν’ απλός» το είπε και ο Σεφέρης.


[Φωτογραφία: Allan Teger.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη