frear

Διαβάζοντας τις Εξόριστες Φωνές —του Χαράλαμπου Φύτρου

Νατάσα Κεσμέτη
Εξόριστες φωνές
Στοχασμοί και Ιστορίες 2006-2012

Αρμός 2013

Στο 5ο τεύχος του δικού μας Φρέαρ, ο έμπειρος Διονύσης Μαγκλιβέρας παραθέτει μία αναλυτική κριτική των Εξόριστων Φωνών, του νέου βιβλίου της Νατάσας Κεσμέτη. Απαλλαγμένοι επομένως από την ανάγκη για οποιαδήποτε συμπληρωματική προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή, παρακάτω καταθέτουμε κάποιες σκέψεις στο πλαίσιο μιας πιο ελεύθερης, περισσότερο εναλλακτικής ανάγνωσης του βιβλίου. Ποιο κατ’αρχήν μπορεί να είναι αυτό το πλαίσιο;

Ξεκινούμε από μια απλή διαπίστωση που βρίσκει τους περισσότερους σύμφωνους: ζούμε σε μια μεταβατική εποχή. Μεταβατική σημαίνει: από μία εποχή σε μία άλλη, ριζικά διαφορετικές. Η εποχή που αφήνουμε είναι αυτή που σε αδρές γραμμές ονομάζεται νεωτερικότητα, μία εποχή που με τη σειρά της υποσκέλισε τη Μεσαιωνική, και που με τη σειρά της υποσκελίζεται από αυτήν που ονομάζεται μετα-νεωτερικότητα ή απλούστερα, τεχνολογική εποχή. Ο συνοριακός αυτός τόπος εποικείται από λογής-λογής σύγχρονους στοχαστές: κατ’αρχήν, από εκείνους που συμπυκνώνουν την εμπειρία της εποχής που φεύγει. Κατά δεύτερον, από εκείνους που επιχειρούν να ψυχανεμιστούν αυτή που έρχεται – το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελευταίας κατηγορίας αποτελεί αδιαμφισβήτητα ο Νίτσε. Οι πρώτοι έχουν στραμμένη τη ματιά τους σε αυτό που φεύγει, που αποσύρεται. Οι δεύτεροι, σε αυτό που έρχεται. Οι πρώτοι στο λυκόφως, οι δεύτεροι στο λυκαυγές.

Η νεώτερη γενιά είναι αυτή που οφείλει να ψυχανεμιστεί το λυκαυγές – όχι για κάποιο σπουδαίο λόγο, αλλά γιατί η ίδια και τα παιδιά που θα κληθεί να γαλουχήσει θα εγκαταβιώσουν σε αυτόν ακριβώς τον τεχνολογικό κόσμο (κι οφείλει, για παράδειγμα, για πρώτη φορά στην ιστορία, να προβληματιστεί για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να ενσωματώσει στην αγωγή τους ένα “smart phone”, μία δηλαδή νεοφανή τεχνολογική συσκευή). Το ερώτημα κατ’επέκταση που οφείλει να καθοδηγεί τη νεώτερη γενιά είναι αν και κατά πόσο μπορεί να αλιεύσει ένα ρυθμιστικό «σημείο», μια καίρια «κατανόηση» απ’όλους εκείνους τους στοχαστές που συμπυκνώνουν την εμπειρία του λυκόφωτος (δηλ. της εποχής που αποσύρεται) – σημείο που να παραμένει σχετικό και να μπορεί περαιτέρω να εξελιχθεί σε δρομοδείχτη του επερχόμενου. Εν ολίγοις, ίσως να ζητά από τους στοχαστές αυτούς την ευχή τους, όπως ο γονιός την χαρίζει στο παιδί του: την ελάχιστη εκείνη ρυθμιστική ευχή γύρω από την οποία δύναται να αναδυθεί (συντονιστεί) η δυνατότητα της εμπειρίας μίας ανθρώπινα αντάξιας ζωής σε έναν τεχνολογικό κόσμο. Άλλοτε η ευχή αυτή είναι κατάρα γι’ απόρριψη του επερχόμενου, κι άλλοτε προτροπή για ξεφόρτωμα του παλιού κι απόλυτη ταύτιση με το μελλοντικό που καλπάζει. Σε αυτό το πλαίσιο ας επιχειρήσουμε να συνδιαλεχθούμε με τις Εξόριστες Φωνές.

Πρόκειται λοιπόν για φωνές κατ’αρχήν: μια φωνή διαπερνά όλο το φάσμα της ιστορικότητας, από το πριν έως το μετά. Είναι όμως φωνή εξόριστη, αφού δεν ανήκει ούτε στο πριν ούτε στο μετά. Οι προθέσεις της συγγραφέως είναι σαφείς: τοποθετείται ευθύς εξ’αρχής σ’ αυτό το όριο, σ’ αυτή τη λεπτή κόκκινη γραμμή. Κι από εκεί ατενίζει το λυκαυγές όσο και το λυκόφως. Η προβληματική των Εξόριστων Φωνών καθίσταται επομένως προβληματική της μετάβασης: ποια από αυτά που η συγγραφέας βίωσε κι αποθησαύρισε πρόκειται να μεταβιβάσει ως σχετικά και να συμπυκνώσει στην ευχή της; Το κυριότερο, δεν πρόκειται απλώς για τη μεταβίβαση π.χ. ενός τρόπου (μιας πίστης, αντίληψης ή οτιδήποτε άλλου), αλλά για μια εντολή ώστε ο τρόπος αυτός να μεταλλαχθεί και να μεταλλάξει οργανικά την αυγή που επέρχεται. Το γράφει στη σελ. 52: «νέοι τρόποι ευχαριστίας», «νέοι τρόποι λατρείας». Η πρώτη επομένως σταθερά που πρέπει να μεταβιβαστεί είναι η ευχαριστία κι η λατρεία. Στη σελ. 75 γράφεται διαφορετικά: «Η ευγνωμοσύνη θα το ξαναφέρει γεμάτο ζωντανό το νερό και τώρα.» Στην πρόταση αυτή για διαφύλαξη των τρόπων της ευγνωμοσύνης η συγγραφέας μας δεν είναι μόνη, αλλά συναντιέται με τους μεγαλύτερους στοχαστές – κι ο Χάιντεγγερ μέσω της τετρακτύος του επιχειρεί τη διαφύλαξη της ευγνωμοσύνης (επιφέροντας καίρια ρωγμή στην οντολογία του κλειστού, αυτάρκους υποκείμενου).

Εκεί όμως που η πρόταση των Εξόριστων Φωνών καθίσταται ιδιαίτερη, είναι στον λόγο περί «γειτόνων». Το πρόβλημα του «άλλου», του «ξένου», της «ετερότητας», αναδύεται επιτακτικό σ’ έναν τεχνολογικό κόσμο που το πρωί βρίσκεσαι στην Αθήνα (στον οικείο τόπο) και το βράδυ στη Νέα Υόρκη (στο ολοκληρωτικά ανοίκειο). Που ανοίγεις το διαδίκτυο και κατακλύζεσαι από ορυμαγδό διαφορετικών απόψεων, ανόμοιων προσεγγίσεων, ασυνήθιστων ειδικών κι ασυμβίβαστων οπτικών. Που περιβάλλεσαι από συσκευές κι υπηρεσίες τόσο ιδιάζουσες που ούτε τις είχες ποτέ φανταστεί. Εδώ, η μέριμνα των Εξόριστων Φωνών να ξεχωρίσουν τη λέξη «γείτονες» είναι ιδιαίτερη και καίρια: μια λέξη που μας ενώνει με το παρελθόν και προτείνεται ως οπτική για το μέλλον. Ορίζονται στη σελ.37:

«Δεν είστε το αντικείμενό μου. Δεν είμαι το υποκείμενό σας. Δεν είμαι το αντικείμενο σας. Δεν είστε το αντικείμενό μου. Εντούτοις ανασαίνουμε, γνωστοί-άγνωστοι μαζί, στον ίδιο πυρπολημένο κήπο.»

Σε μία και μόνο φράση η συγγραφέας υπερβαίνει τη νεωτερική μανία της διάκρισης αντικειμένου/υποκειμένου –υπερβαίνει δηλαδή τη νεωτερικότητα και σπεύδει προς το επερχόμενο. Κι έτσι ανάλαφρη, μας καλεί να δούμε τη «μικρή βεράντα» του γείτονα ως τον (νέο) Παράδεισο (σελ.25). Στη σελ. 72 επανέρχεται το θέμα του ξένου:

«Φοβόμαστε πολύ τους ξένους, αυτή είναι η αλήθεια που προσπαθούμε να κρύψουμε από τον εαυτό μας.»

Κι έπειτα συνδέεται το πρόβλημα του ξένου, το επιτακτικό δηλαδή πρόβλημα του μέλλοντος, μ’ έναν τρόπο που αποθησαύρισε η συγγραφέας από το παρελθόν:

«…όλες οι ιστορίες του Χριστού στο βάθος μιλούνε για ξένους. Κι ο ίδιος βάδισε σαν ξένος ανάμεστα στους ανθρώπους.»

Σ’ αυτή την απλή ευχή, να δούμε το(ν) άλλο (άνθρωπο ή μη) ως γείτονα, κατορθώνουν οι Εξόριστες Φωνές να συμπυκνώσουν τους τρόπους του παρελθόντος (από την καθημερινή, τετριμμένη συμβίωση μέχρι τη Χριστιανική κοινότητα) και να τους προικίσουν μ’ ένα θετικό πρόσημο που νοηματοδοτεί και νοηματοδοτείται σ’ έναν τεχνολογικό κόσμο: πρόκειται τελικά για ένα κόσμο γειτνίασης ανθρώπινων και μη οντοτήτων. Ο γείτονας δεν είναι από πριν κάτι καλό ή κακό: μπορεί να είναι φίλος απλός, να γίνει φίλος αδερφικός, μπορεί όμως και να μεταλλαχθεί σε εχθρό, ή να παραμείνει αδιάφορος, να σου ευχηθεί μια καλημέρα ή απλά να σου δώσει μια επείγουσα πληροφορία. Ούτε όμως αποτελεί ένα ακίνητο σημείο αναφοράς – διασκορπίζεται και ταλαντεύεται μεταξύ ανθρώπων και πραγμάτων (πράγματι, η συγγραφέας δεν περιορίζεται ποτέ να συνομιλεί με έναν και μόνο γείτονα). Αποκαλύπτεται έτσι η χαρακτηριστική της τεχνολογικής εποχής απουσία ενός αμετάβλητου κι αμετάκλητου κέντρου αναφοράς – εξ’ου και το τεχνολογικό δίκτυο (μια έτερη μορφή συνοχής), εντός του οποίου όμως δεν σου ανήκει τίποτα:

«Μια αληθινή λέξη είναι ένας θρόμβος ιδρώτα με πήγματα από αίμα που δεν είναι ιδιοκτησία κανενός.» (σελ.37)

Ονοματίζοντας τους γείτονες, επωνυμείται το ανώνυμο επερχόμενο. Άλλωστε, «[π]ού είναι ο μαγνήτης; Ίσως στην επωνυμία του ανώνυμου.» (σελ.67). Ιδού λοιπόν το λυκαυγές: γειτονικό του λυκόφωτος, αναδύεται με υποσχέσεις αλλά και κινδύνους. Εκείνους που επιφυλάσσει η οικεία σχέση σου με τον γείτονα. Κι είναι ήδη οικεία η σχέση, αφού ήδη γνωρίζεις τον πόνο του:

«Κι όμως σε τίποτα δεν συγκρίνεται ο πόνος μου μ’αυτόν του γείτονά μου. Αγκάλιασε πρώτα αυτόν.» (σελ.44)

Και σε αυτές τις υποσχέσεις και κινδύνους, «θα μπορούσε να αντλήσει κάποιος Χαρά μέσα από τη Σχέση του μ’Εκείνον.» (σελ.96).


[Η φωτογραφία είναι της Helen Levitt.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη