Μ. Θεοδοσοπούλου
Παπαδιαμαντικά
Εκδ. Τέττιξ, 2013
Το παπαδιαμαντικό έτος ήταν το 2011. Εορτάστηκε δεόντως και σχολιάστηκε από ειδικούς και ειδικότερους, θαυμαστές και αναγνώστες του μεγάλου διηγηματογράφου μας. Και πιστούς, δεν θα ήταν παράταιρο να πούμε. Και όλοι ή σχεδόν όλοι οι θιασώτες κατέληξαν στην γραπτή ομολογία πίστεως στον Άγιο Παπαδιαμάντη. Όμως πολλοί αναδύθηκαν για να φωτίσουν «άγνωστες» πτυχές της ψυχής του διηγηματογράφου και άλλοι να βρουν κρυφά ψυχολογικά αίτια, για τα οποία δεν παντρεύτηκε, δεν τελείωσε τις σπουδές του, δεν δούλεψε σε μια κανονική δουλειά, δεν φιλοδόξησε, δεν ορέχτηκε μεγαλεία και γενικώς έζησε στο ημίφως, την ώρα που άλλοι μικρότερου βεληνεκούς από εκείνον απολάμβαναν αγαθά και δόξα.
Η Μ. Θεοδοσοπούλου, σε μια σειρά κειμένων, δημοσιευμένων στη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, φαίνεται να μην παρασύρεται από το μύθο που σέρνει το όνομα του Κυρ Αλέξανδρου, ούτε τα θεοσοφικά του, ούτε τα αγιωτικά του, ούτε τα στερητικά του, ούτε η φτώχεια του, ούτε η ταπεινότητά του. Τίποτα από όλα αυτά δεν φαίνεται να την ξεστρατίζει από την ορθή λογική και από τη μέθοδο του «και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι». Χωρίς βεβαίως να προσπαθεί να αποκαθηλώσει από το βάθρο του τον «Άγιο» των Γραμμάτων μας, του βγάζει το φωτοστέφανο. Διαφωνεί με την τάση των παλαιότερων να τον παρουσιάζουν ως «κοσμοκαλόγερο» ή του «ελλείποντος στα ελληνικά γράμματα κλασικού». Στην άποψη ότι ζούσε «στερημένο βίο» αντιπαραβάλλει την πληροφορία ότι έπαιρνε «καλές αμοιβές στον αθηναϊκό τύπο». Οι εκλεκτικές συγγένειες της ζωής του με τη ζωή του Ε. Γ. Ουέλς (ή των ηρώων του), του οποίου μετέφρασε στα Ελληνικά τον Αόρατο, δεν έχουν καμιά υπόσταση. Η επιστημονική επικαιρότητα ζει στο ρυθμό της ανακάλυψης των ακτίνων Ραίντγκεν από την οποία ο Γουέλς εμπνεύστηκε τον Αόρατό του. Τέλος, η αναμενόμενη μετάφραση του Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ, υποθέτει η μελετήτρια ότι θα γκρεμίσει ακόμα μια πλευρά των θεϊκών τειχών της παπαδιαμάντειας Ιερουσαλήμ.
Συγκεκριμένα, η Θεοδοσοπούλου με το νυστέρι στο χέρι επιχειρεί να ανατάμει, όχι το έργο του Παπαδιαμάντη αλλά το έργο των μελετητών του.
Τα διηγήματα δεν είχαν την τύχη να δημοσιευτούν ενόσω εκείνος ζούσε. Μετά το θάνατό του, όμως εκδόθηκαν πολλές και ποικίλες συλλογές, με ορισμένη θεματική ενότητα. Άλλοτε είναι «Αθηναϊκά διηγήματα», άλλοτε «Διηγήματα της Αγάπης», άλλοτε «Γυναίκες της προσμονής και του καημού», άλλοτε «Ρωμιές», άλλοτε είναι τα «Σκοτεινά παραμύθια» που κινούνται στο «χώρο της μαγείας, της δεισιδαιμονίας και του υπερφυσικού». Εκδόθηκαν επίσης συλλογές με εορταστικά και προϊόντος του χρόνου πάλι τα ίδια από την αρχή. Εκεί που θα σταματήσουμε είναι ο Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος, όπου ο Παναγιώτης Μουλλάς «σχεδόν λαθραία, μέσω ορισμένων ψυχαναλυτικών ερμηνειών, που φαίνεται να κερδίζουν έδαφος», θα επιχειρήσει να ψυχογραφήσει τον λογοτέχνη κατ’ άλλους όμως θα ασεβήσει. Ακόμα η μελέτη του «εξ Εσπερίας» Λάκη Προγκίδη, ο οποίος θεωρεί τον Παπαδιαμάντη μεγάλο μυθιστοριογράφο, στηριζόμενος στα Ρόδιν’ ακρογιάλια μόνο συζητήθηκε πολύ καθώς και του Γκυ Σωνιέ, ο οποίος με την Φαρμακολύτρια θεμελίωσε τον μύθο ενός «εωσφορικού δημιουργού». Η εκατονταετία λοιπόν εκκινεί με τον «κοσμοκαλόγερο» και τελειώνει με τον «ερωτικό» Παπαδιαμάντη.
Το 2011, λοιπόν, είναι έτος εορτασμών. Η Θεοδοσοπούλου κάνει εκτενή αναφορά σε ονόματα που θα έπρεπε να τιμηθούν αλλά λόγω οικονομικής δυσπραγίας δεν τιμήθηκαν από το ΕΚΕΒΙ, όφειλαν όμως να το κάνουν άλλοι φορείς, οι οποίοι έχουν και τα αρχεία των λογοτεχνών. Το κέντρο βάρους του κειμένου της αυτή τη φορά πέφτει στην παρατήρηση ότι δεν υπάρχει βιβλιογραφία Παπαδιαμάντη, πλην εκείνης που επιμελήθηκε ο Γιώργος Βαλέτας, για τον οποίο όμως υπάρχουν πάντα και τα επικριτικά σχόλια για τα «λάθη» του, χωρίς να επιχειρούν οι επικριτές να κάνουν σωστά αυτά που έκανε εκείνος λάθος. Βλέπετε η κριτική είναι πάντα πιο εύκολη. Ο Κωστής Παπαγιώργης που προσφάτως απεχώρησε από τη ζωή είχε κάνει λόγο για απουσία «κλινοπάλης» ήτοι περιγραφή ερωτικής συνεύρεσης!
Εν τέλει, τα Παπαδιαμαντικά της Θεοδοσπούλου μπαινοβγαίνουν στην ουσία του λογοτέχνη Παπαδιαμάντη, ασχολούνται όμως κυρίως και με κριτικό πνεύμα με τις ελλείψεις και παραλείψεις, με τις αιχμές που διατυπώνονται και με τις αιώνιες ελληνικές γκρίνιες. Βεβαίως το αναγνωστικό κοινό των εφημερίδων μάλλον συγκινείται με κάτι παραπάνω από «κοσμοκαλόγερο» και οπωσδήποτε παρακάτω από « Άγιο». Ίσως κάτι από «σκοτεινό» τρυγόνι ή σπουργίτι, δεν έχει σημασία, κάτι από «κλινοπάλη» ή κάποια θέα από κλειδαρότρυπα, έστω. Υπάρχει επίσης εκτενής αναφορά σε πνιγμούς παιδιών, σε εκδόσεις και επανεκδόσεις και στην δεκαπεντάτομη έκδοση των Απάντων της εφημερίδας Το Βήμα. Κρίνει τους μελετητές, προλογιστές και συντάκτες των συνοδευτικών κειμένων για λάθη και υπερβολές που μάλλον συνιστούν «κολάζ προσωπικών απόψεων, όπου χωλαίνει το πραγματολογικό μέρος, το οποίο και θ’ αναπλήρωνε το κενό του φιλολογικού σχολιασμού». Και το βιβλίο ολοκληρώνεται με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο και τον δικό του Παπαδιαμάντη, τα Μεθεόρτια και τα Επιλεγόμενα.
Εν τέλει για την πλειοψηφία των εκτιμούντων το έργο του Παπαδιαμάντη λίγη σημασία έχουν τα παρασκηνιακά. Άλλωστε ο λογοτέχνης δεν ζει για να μας απαντήσει, ούτε και αν ζούσε θα απαντούσε σε χτυπήματα κάτω από τη μέση και σε θεωρίες που στήνουν στην πλάτη του έργου του οι διάφοροι ενημερωμένοι πάνω στα σύνδρομα των ψυχολογικών, ψυχωσικών, των εν γένει ψυχικά διαταραγμένων. Κι ακόμα ο Παπαδιαμάντης δεν έγραψε τίποτα παραπάνω από ό,τι παρατήρησε ή αισθάνθηκε. Αν τώρα οι ψυχομελετητές επιθυμούν να σκαρφαλώσουν στην δημοσιότητα μέσα από την άγρα λαβρακίου —ψυχικά πάσχον άτομο, ο ένας, με αβυσσαλέα πάθη ο άλλος και άλλοι άλλα —μάλλον αυτοί χρειάζονται ψυχοθεραπευτή. Ο Παπαδιαμάντης ένας άνθρωπος αποτραβηγμένος στη γωνιά του ήταν που παρατηρούσε και κατέγραφε την ανθρώπινη αδικία, τη φτώχεια και τη δυστυχία. Η κυρία Θεοδοσοπούλου έκανε μια φιλότιμη δημοσιογραφική έρευνα αποκαλύπτοντας αυτούς που πίσω από το μεγάλο όνομα προσβλέπουν στο δικό τους. Ο Παπαδιαμάντης έβαλε την ψυχή του σε ό,τι έγραψε, αγνοώντας βεβαίως πώς θα παιχτεί το παιχνίδι των παπαδιαμαντολόγων και οι αναγνώστες που δεν ενδιαφέρονται και πολύ για τις λεπτομέρειες απολαμβάνουν αυτόν τον Παπαδιαμάντη, χωρίς να ψάχνουν πώς και γιατί είπε έτσι ή αλλιώς, γιατί δεν παντρεύτηκε και δεν νοικοκυρεύτηκε. Αλήθεια, τι σημασία έχει αν η κοκκώνα γράφεται με ένα κάπα ή δύο ή τρία, με ωμέγα ή με όμικρον; Ας ακούσουμε τον Άγγελο Σικελιανό για να μην μελαγχολήσουμε για το μάταιο των σπουδών μας:
Σ’ ευλαβικό μνημόσυνο κινώντας /μαζί, το μονοπάτι παίρνουμε τ’ ακρογιαλίσιο/ της Σκιάθου…ορθοί στον ίσκιο του μπροστά, /για μια στιγμή,/ με το ποτήρι αυτό στο χέρι,/ του ζητάμε, αν ευδοκεί,/ να το τσουγκρίσουμε με το δικό του.
«Μνημόσυνο Παπαδιαμάντη», Λυρικός Βίος Ε΄
[Η φωτογραφία είναι από την έκθεση μαυρόασπρων, αναλογικών φωτογραφιών του Γεράσιμου Νεόφυτου.]