frear

Ο Άγιος του Σκαραμαγκά – του Απόστολου Θηβαίου

Έπρεπε να συλλάβει το νόημα. Και γι΄αυτό τον σκοπό, εξαντλήθηκε σε μια ιστορία, σαν να μην μπορούσε τίποτε άλλο να φανταστεί. Είναι γραμμένη σ΄ένα αλλιώτικο συναξάρι. Μαύρα βιβλία της μοίρας που λένε για το σκληρό άθλημα της αγιοσύνης. Φαντασίες κατεστραμμένες.

Μιλά χαμηλά λοιπόν, για ένα παιδί απ΄τη Μάντρα. Εργάτης της χαλυβουργίας. Τις Κυριακές, κρυφά απ΄τις Περσεφόνες τραβά κατά την Ελευσίνα. Κάθεται απαλά στην άκρη της γης και ξοδεύει τον καιρό του. Έτσι που κοιτάζει θα πεις πως κάποιον περίμενε και τώρα φθάνει πια η στιγμή που εκείνος φαίνεται στο ύψος του εθνικού δρόμου ή αναδύεται. Μ΄ενδυμασία καθημερινή μέσα απ΄τα κύμματα, φέρνοντας πάντα νέα απ΄τις μητέρες της Σαλαμίνας. Όταν θ΄αφήσει τη γραμμή παραγωγής, αν ακόμη κρατά το κέφι του θ΄αγοράσει το μικρό σπίτι του Λεχαίου. Κοντά στ΄αρχαίο λιμάνι με τα πνιγμένα χνάρια.

Όλοι οι καθρέφτες στραμμένοι εμπρός του. Η δεκαοχτάχρονη απ΄το Δαφνί, ένα κορίτσι χάρμα. Ένα απ΄εκείνα τα λαϊκά κορίτσια που ποτέ δεν χάνουν τη χάρη τους και απομένουν η μόνη αυθεντική αριστοκρατία. Όμως ο ραγισμένος της λαιμός, πράσινη στο πρόσωπο όπως τα υποθαλάσσια αγάλματα. Η Χριστίνα ήταν πηγή, χυνόταν ατέλειωτη σαν τις ζωγραφιές στα κεραμεικά που αφήνουν νερά σύμβολα σε κάθε σημείο του ορίζοντα. Ας μην του έλεγαν εκείνες τις κουβέντες τότε. Και ο λαιμός της αγνός και ανυπεράσπιστος. Μια εφηβεία έπειτα στους φωταγωγούς, με τ΄όνομά της στα χείλη του, κρεμασμένο όπως το τελευταίο αίμα ενός θύματος.

Έτρεξε στο χαμηλό σπίτι με το μικρό αυλόγυρο. Πες μου Χριστινιώ, πες μου πως τίποτε απ΄αυτά δεν είναι αλήθεια. Εσύ μ΄αγαπάς, έτσι δεν είναι Χριστινιώ; Και την κρατούσε μες στο στήθος του, κοντά, σαν να παλεύαν. Αυτός ο κόσμος μ΄ενα μονάχα αλφάβητο διαβάζεται. Μένει ο καιρός ν΄αποκαλύψει τις αναρίθμητες λέξεις. Απ΄το βαθύ, τ΄αγέννητο ακόμη ως αυτό που κάποτε υπήρξε.

Τον έπαιρναν απ΄το χώμα που χτυπιόταν και τίναζε τα χέρια του και βλαστήμαγε. Τώρα έχει την όψη του αγίου. Μυϊκός, με βαρύ, καρώ σακάκι τα πρωινά γύρω απ΄τους σταθμούς, καπνίζοντας στα τραπεζάκια των πρακτορείων, σφαγμένος λοξά απ΄τον ήλιο. Σε μια διασταύρωση έξω απ΄το σταθμό ακούει την τύχη που στενάζει μ΄ανοιχτά πόδια. Καταγράφεται στο νέο εορτολόγιο. Λατρεύεται σε τράπεζες, εφημερίδες και τραίνα. Ο άγιος του Σκαραμαγκά τις νύχτες στα εργοτάξια. Το σακάκι του ν΄ανεμίζει ψηλά στους λαμπτήρες των υψικάμινων. Ένα στεφάνι φέγγει, λένε, γύρω απ΄την καρδιά του.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη