Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, κολλημένη στην βιτρίνα με απίστευτη προσμονή… Ξεσκόνιζα τα βιβλία με τις μελωδίες: μια παμπάλαια Methode Rose και κάτι Variationen. Θυμάμαι επίσης μια γερμανική έκδοση των συμφωνιών του Beethoven και κάτι σε Mozart —θα σας γελάσω τι… Τακτοποιούσα τις φυσαρμόνικες, τα διαπασών κι εκείνο το μοναδικό κεχριμπαρένιο πράγμα που βρισκόταν μέσα σε κάτι σαν σπιρτόκουτο. Το παρατηρούσα χρόνια και αναρωτιόμουν… Σε τι να χρησίμευε άραγε στη μουσική; Μια φορά που δεν με κοιτούσε κανείς, το πήρα κρυφά, το μύρισα και το… έγλυψα! Δεν είχε οσμή, και η γεύση του ήταν παράξενη…
Τι ήταν, ανακάλυψα 30 περίπου χρόνια αργότερα, που ξεκίνησε η ακριβοθυγατέρα μου βιολί και την είδα να βάζει ρετσίνι στο δοξάρι της… Δεν της έχω πει ότι στην ηλικία της προσπάθησα να φάω ένα, μην της βάλω ιδέες… Εκείνο το ρετσίνι έμεινε απούλητο και παραπονεμένο, μέχρι που έκλεισε το μαγαζί και δεν κατάφερε να χρησιμεύσει σε κάτι στη μουσική, είχε όμως γευτεί μια παιδική γλώσσα, κάτι ήταν κι αυτό… Ο μπαμπάς στο ημιυπόγειο πάντα επισκεύαζε κάποια παλιά μηχανή. Άλλαζε τα σκωροφαγωμένα τσοχάκια και περνούσε καινούργια που πολλές φορές έφτιαχνε και μόνος του, έτριβε τα σφυράκια που από το χρόνο είχαν πάρει το αποτύπωμα της χορδής, μια λακκούβα για τις βαριές νότες-3 για τις ψιλές και τα έκανε πάλι ίσια για να ακούγονται καθαρά, κολλούσε καινούργιες “γλώσσες” στον μηχανισμό, ρύθμιζε κάθε νότα ξεχωριστά με 1500 κατσαβιδάκια και εργαλεία τεράστιας ακρίβειας… Μια σπουδαία επιστήμη που δεν κατάφερε ποτέ να μας μεταδώσει —ήμασταν απρόθυμες μαθήτριες. Γιατρός – ή αν προτιμάτε επισκευαστής— χορδιστής και έμπορος πιάνων. Παλιών πιάνων ως επί τo πλείστον…
Εκείνο το ημιυπόγειο είχε παράθυρο στον φωταγωγό. Ένα μέρος μαγικό όταν είσαι 3, 4, 5, 6,… ετών και μπορείς να βγεις άνετα από το παράθυρο στον κήπο αυτό με τις ψωραλέες φτέρες και πρασιές, τα περιστέρια, την γκρίζα δυσώδη απαίσια γλίτσα και τη θέα των μπουγάδων των ελάχιστων ενοίκων, αφού η πολυκατοικία είχε κυρίως γραφεία. 2 παπαγαλάκια κι ένα καναρίνι είχαν δραπετεύσει από το ανοιχτό παράθυρο σε εκείνο τον παράδεισο και συχνά τα έψαχνα με το βλέμμα μου στις πρασινάδες.
Όμως φοβόμουν να τον εξερευνήσω και πάντοτε μέχρι να βρω το θάρρος να κάνω τα 5 βήματα προς τα σκαλοπάτια, οι έντρομες φωνές της μαμάς με επανέφεραν σφαίρα, πίσω στο μαγαζί. Για αρκετό καιρό δεν είχε καταλάβει πού πήγαινα και εξαφανιζόμουν, μια φορά όμως με τσάκωσε να κατεβαίνω από τη σκάλα-σκαμπώ βιαστικά και με μάλωσε φοβίζοντάς με τόσο πειστικά, που για χρόνια δεν το ξαναεπιχείρησα, σίγουρη πως κρύβονται ποντίκια, καλικάντζαροι, κλέφτες και διάφορα άλλα φοβερά στις σκιές πίσω από τις φτέρες. Έκλεινα και το παράθυρο με μεγάλο ζήλο από τότε και μου βάζαν τις φωνές γιατί ήθελαν αέρα-ο μπαμπάς κάπνιζε σαν φουγάρο… «ΑΝΟΙΞΕ το παράθυρο παιδάκι μου, ΘΑ ΣΚΑΣΟΥΜΕ!». Τι λες καλέ; Και να μπουν όλα αυτά τα ζούδια μέσα; Μόλις δεν με έβλεπαν, —τσουκ!— το ξανάκλεινα!
Κάθε πρωί ο μπαμπάς με κερνούσε: παστέλι ή κουλουράκι με σουσάμι ή σοκολάτα υγείας. Τα έτρωγα πολύ-πολύ αργά προσπαθώντας να μην τα τελειώσω. Αν ήμουν τυχερή, περνούσε ο «παππούς ο Γιώργος» και με πήγαινε απέναντι στο παντοπωλείο του κυρ-Παντελή να διαλέξω λιχουδιά ή παιχνίδι. Είχα αποκομίσει κάμποσες καραμέλες λεμόνι, ένα πλαστικό σετ κατσαρολικών και ένα βιβλίο για τα ζώα, με αφιέρωση παρακαλώ, χάρη στην απροσδόκητη για την ηλικία μου ευφράδειά μου.
Κοινώς, ήμουν μια τόσο σπουδαία παρλαπίπα, που έλιωσε ακόμα και τους πάγους της ψυχής του γηραιού σπαγκοραμμένου δικηγόρου που συντηρούσε ένα από τα γραφεία της πολυκατοικίας… Πολύ βαρετά ήταν όταν έμπαιναν πελάτες κι η μαμά ασχολιόταν μαζί τους, αντί να με μαλώνει που σκούπιζα τη μύτη στα μανίκια μου. Κάποια φορά κι ενώ μια σημαντική πώληση ήταν σε εξέλιξη, ανέβηκα τις σκάλες με κατεβασμένα τα βρακιά απαιτώντας να έρθει αμέσως κάτω να δει τι έκανα στο γκιογκιό μου. Ήρθε όντως αμέσως με ένα υπέροχο μπορντώ στις αποχρώσεις του εγκεφαλικού στο πρόσωπο της. Δεν μπορούσε να με μαλώσει δυνατά και μου πάτησε μια τσιμπιά στο μπούτι της οποίας η ανάμνηση με έκανε πολύ πιο υπομονετική στη συνέχεια. Οι δε πελάτες, όταν σταμάτησαν να γελάνε —τους πήρε θαρρώ αρκετή ώρα— αγόρασαν το πιάνο χωρίς παζάρια κι έτσι γλίτωσα την κατσάδα…
Τα καλοκαίρια την έβγαζα στο τεράστιο πεζοδρόμιο χαζεύοντας τους περαστικούς και παρακολουθώντας πότε θα περνούσε ο κύριος με τα πυκνά φρύδια που έβλεπα στην τηλεόραση. Δεν ήξερα αν ήταν ο Καραμανλής ή ο Παπανδρέου. Τους μπέρδευα! Το απέναντι νεοκλασικό κατεδαφίστηκε και έγινε πάρκινγκ. Δεν μπορούσα να καταλάβω αυτή τη σκοπιμότητα, φάνταζε πολύ πιο ωραίο πριν κι ας μας έκοβε τον ορίζοντα. Κάθε Πάσχα στολίζαμε τη βιτρίνα με ψεύτικα αυγά και κάθε Χριστούγεννα με γιρλάντες και πλαστικές μπάλες.
Ξεσκόνιζα τα πιάνα με το θαυματουργό πανί που, μεθ’ όρκου σας διαβεβαιώ, ότι επί 20 χρόνια τα έκανε να γυαλίζουν όπως κανένα άλλο ξεσκονόπανο και την περίμενα να φανεί… Από μέρα σε μέρα, από ώρα σε ώρα… Τι μαρτύριο της σταγόνας και κουραφέξαλα. Η αναμονή της νονάς είναι τρεις φορές χειρότερη και πάω και στοίχημα… Η αναμονή μιας νονάς με 15 βαφτιστήρια… Η αναμονή μιας νονάς που ήταν δασκάλα κι είχε μάθει για χάρη μου το Fuir Elise (δεν ξέρω αν το γράφω σωστά, ας με συγχωρέσουν οι γερμανομαθείς) του Beethoven.
Όταν ερχόταν επιτέλους, έπεφτα στην αγκαλιά της με το βλέμμα κολλημένο στα πακέτα. Θυμάμαι ένα σιέλ-καρώ φόρεμα με άσπρο πουκάμισο και μπλε φιόγκο στο λαιμό. Θυμάμαι ένα κουρδιστό κοτοπουλάκι που χοροπηδούσε και ένα άλλο που το μισό ήταν μέσα στο αυγό και όταν το κουνούσες κελαηδούσε. Θυμάμαι τα βιβλία, τις κόκκινες λαμπάδες με τα πλαστικά λουλούδια… Θυμάμαι τη βιαστική αγκαλιά, το ολοδικό μου 3λεπτο κονσέρτο: «Αυτό είναι το Fuir Elise. Ο Beethoven το έγραψε για μια Ελισάβετ κι εγώ το έμαθα για σένα».
Θυμάμαι πως κάποτε σταμάτησε να έρχεται τα Χριστούγεννα και εκεί, στην Τετάρτη δημοτικού, δεν ήρθε ξανά ούτε το Πάσχα… Ήμουν όμως πολύ περήφανη για αυτήν, έλεγα σε όλους: «η νονά μου είναι δασκάλα κι ο νονός μου επιθεωρητής!». Δεν είχε σημασία που δεν έρχονταν. Την λαμπάδα μού την έφερνε η νονά της μικρής μου αδερφής για να μη ζηλεύω… Δεν θα πω ψέματα, κάθε χρόνο την περίμενα με αγωνία, με λαχτάρα, με θυμό, με απελπισία… ώσπου κάποτε σταμάτησα να την περιμένω και σταμάτησα να περηφανεύομαι για αυτήν.
Όμως ένα καλοκαίρι που, τελειόφοιτη του Παιδαγωγικού, είχα γυρίσει στο σπίτι, εκεί που δεν το περίμενα, χτύπησε το τηλέφωνο και μια άγνωστη φωνή γύρευε να μου μιλήσει. «Είμαι η νονά σου παιδί μου. Συγχώρα με που τόσα χρόνια λόγω υποχρεώσεων δεν μπόρεσα να είμαι κοντά σου. Πάντα σε σκέφτομαι, πάντα σε θυμάμαι και σ’ αγαπώ. Είμαι περήφανη που θα γίνεις δασκάλα!».
Είχε μια κόρη παντρεμένη στη Γαλλία και είχε πάει να την βοηθήσει με τα εγγόνια, ήρθε για λίγο στην Ελλάδα και μου τηλεφώνησε. Δεν ξέρω αν σας το έχω ξαναπεί, αλλά η νονά μου ήταν δασκάλα κι είχε μάθει το Fuir Elise του Beethoven αποκλειστικά για μένα… Και είμαι περήφανη για αυτήν.
[Πρώτη δημοσίευση. Φωτογραφίες: Maggie Diaz, Olive Cotton.]