Η οδός Ιάσονος είναι καρνάγιο. Σπασμένα καράβια, σχοινιά, σκουριασμένες άγκυρες, παλιοσίδερα ριγμένα εδώ και εκεί. Σπίτια χαλασμένα, ερείπια. Εδώ βρίσκεται η Αργώ βουλιαγμένη. Μυρωδιά από ηλεκτροσυγκόλληση, ιδρώτα ναύτη και σκουριά. Εδώ κατοικούν πρόσφυγες μοναχικοί κάτι παλιόγεροι ναυτικοί, θαλασσόλυκοι. Σκυλιά που άντεξαν το καράβι στο στήθος μπηγμένο. Δρόμος με πεπρωμένο το όνομα.
«Εδώ που ήρθατε είναι το τέλος της αργοναυτικής εκστρατείας» μας ξεναγεί μια γριά στα σκαλοπάτια. «Πιο τέλος και από το τέλος. Δεν έχει παρακάτω από εδώ», γελά και μας δείχνει το ένα της δόντι. «Εδώ τελειώνουν τα μπάρκα και τα ταξίδια». «Εδώ αράζει ο καημός». Καμένα σχέδια με ανθρώπους ναυαγούς. Δρόμος αλύτρωτος. Ματαιωμένος. «Ναυαγίων ναυάγια» θα έπρεπε να λεγόταν, αλλά είχε δοθεί το όνομα αλλού. Οι εκστρατείες εδώ τελειώνουν άδοξα η μια πάνω στην άλλη, τα μεγάλα σχέδια ξοφλούν. Μεγαλεία ξένα. Σπασμένοι άνθρωποι αγκαλιασμένοι δίπλα με σπασμένα καράβια. Διαλυμένες οικογένειες. Πεθαμένοι έγιναν λάσπη και υλικό για τούτο το δρόμο. Μυθικό νεκροταφείο και σιωπή. Ένα όριο του κόσμου τούτου. Μετά είναι ο Άδης. Ο Ντε Κίρικο ζήλεψε τη σιωπή και τις σκιές και τον ονόμασε «Μελαγχολία». Ξανά σιωπή στο χρόνο. Δεν κατοικείται; Δεν μένει κανείς; Κομμάτια ξύλου με δέρμα μαζί η μνήμη. Κομμένες ζωές στη μέση. Απομεινάρια θύελλας. Η σκιά ενός παιδιού, ίχνη από πατήματα ενός γέρου, τυφώνας που κόπασε όλα μαζί συνωμοτούν.
Μέσα από τα σπίτια μας κοιτούν αγουροξυπνημένα πρόσωπα. Κοιμήθηκαν στη νύχτα συντροφιά με τα φαντάσματά τους. Τρομαγμένα πρόσωπα αγκαλιά με τα τέρατα των ονείρων που είδαν την περασμένη νύχτα. Μοιάζουν τόσο με αυτούς που σκότωσαν. Τι πολιτισμό διέδωσαν. Τι είδαν; Πολιτισμός και αγριότητα δίπλα – δίπλα. Όνειρο και πραγματικότητα. Τρομαγμένες ζωές όμοια με κουρέλια. Ξημερώνουν μέσα στο κρύο. Η ζωή μπουκάρει από τα στοιχειά της. Κάτι φρικαλέο κρέμεται στην πόρτα για να αποφεύγει το μάτι την επιμονή. Ξωτικό ή βλέμμα γοργόνας πετρωμένο; Μια σκιά στήνει σκηνικό. Παίζει θέατρο. «Εδώ είναι ο τόπος μου», φωνάζει. Ή μήπως θέατρο σκιών γίνεται ο νους; Στο βάθος αφηγούνται φανταστικά ταξίδια και μονολόγους κάποιων ξέμπαρκων. Ζωές που δε υπήρξαν. Όλοι μυθολογούν με τις σκιές.. Θα μπορούσε τούτος ο δρόμος να είναι ο κήπος των Εσπερίδων, η Γεσθημανή ή μια γωνιά στον Κολωνό ή στον Πειραιά δεν έχει σημασία. Η καταδίωξη εσωτερικά τελειώνει με τη περιπλάνηση. Ένοικοι και ικέτες με τα χέρια ψηλά ζητάμε έστω αθώωση, κατανόηση. Συγχώρεση και ελευθερία. Κάτι μας κάνει να ντρεπόμαστε για τα σκληρά αισθήματα που νιώσαμε. Άραγε ποιοι συμμερίζονται ότι η συγχώρεση μας κάνει ανθρώπους; Η συγνώμη παγώνει μες το αίμα. Ω! Πόσο τούτες οι σκιές στο δρόμο συγγενεύουν με όλες τις συγνώμες! Μέσα από σπίτια με ανθρώπους γεμάτους κόμπους και κουβάρια τι ζητάμε; Παλάτια, άθλοι, κατορθώματα ηρωισμοί και εξουσίες σωριάζονται. Θέλαμε να κατακτήσουμε τον κόσμο και που φτάσαμε; Ιάσονος. Μπήκαμε σε μια γωνιά με θέα το λιμάνι να μην αντέχει ο ένας τον άλλον. Θέλαμε δημοκρατία, πρόοδο και εκσυγχρονισμό και τι απέγινε; Το πάθος που δεν εξημερώθηκε ποτέ μας χτυπά τη πόρτα και είναι ο εχθρός.
Μείναμε ένοικοι του κόσμου αυτού. Ζευγάρια με ανάσα από αναμασημένη σάρκα. Ανθρωποφάγοι. Σαρκοφάγοι ο ένας ξαπλώνει δίπλα στον άλλον. Δίψα για σάρκα δέρμα αίμα και ηδονή. Αλληλοσπαραγμένα καταβροχθισμένα παιδιά ενός Κρόνου. Ουράνια πλάσματα ενός ευνουχισμού. Η Αφροδίτη από τα κύματα της Πάφου πάντα μας γύρναγε την πλάτη και έτσι πλαισίωνε τη έλευσή της. Με αίμα.
Το όνομα Ιάσων είχε προορισμό και αποστολή στο κόσμο: να δοθεί σε όλα τα πάθη. Και ενώ ήταν προορισμένος τα πάθη να νικά έγινε από γιατρός ένας άρρωστος άνθρωπος. Ο Ιός της νόσου. Μπορούσε στην Ίαση να δώσει συνταγή. Μπορούσε να διαγνώσει τα πάθη και τις αρρώστιες. Ήταν φτιαγμένος για να σώσει ζωές και πόλεις. Να γιατρεύει κάθε αρρώστια. Μπορούσε να γίνει ήρωας. Έστω ένας ήρωας. Ένας ήρωας ή ένας άγιος. Μπορούσε η αδικία που έπαθε να τον αγιάσει. Αντί όμως του αγιασμού έγινε αγύρτης του κόσμου και απλώθηκε. «Είμαι» και «μπορώ» έλεγε «να κατακτήσω όλες τις γυναίκες και τον κόσμο» και τι απόκαμε; Περίμενε λάφυρα, τιμές και χρυσά να τον τυλίξουν. Έγινε ο άνθρωπος που χάνεται. Άστοχος. Έζησε στην φαντασίωση χωρίς να είναι τρελός. «Ότι είναι βασιλιάς του κόσμου επιτέλους και ότι τον προσκυνούν!» ή «Ότι επιτέλους έχει δικό του βασίλειο, βασίλισσα και υπηκόους». Τι ψευδαίσθηση και πόση φαντασιοπληξία. Τράβηξε ολόκληρο ταξίδι στο πουθενά για τα σκήπτρα της εξουσίας. Τι πολιτισμό άραγε μετέδιδε; Τον ξένο να αγαπάμε; Ενώ ήταν ακόμα ένας χαμένος ήρωας. Ένας που πάταγε όλο αστάθεια το ένα πόδι εδώ το άλλο εκεί. Κουτσός ή χωλός. Με ένα πόδι κοντό, ελαττωματικό, ακάλυπτο να πατά στο πουθενά. Ήταν ένας Οιδίποδας κρυφός με λάθος βήμα. Σε ποια αγριότητα καλούσε το Νέο κόσμο – την Ελλάδα – δε μάθαμε ποτέ. Από ελευθερωτής των παθών έγινε βάρβαρος και δέσμιος τους. Ένας υπηρέτης. Την χωλότητά του υπέφερε. Το πόδι το χωλό τον αποπήρε. Από νικηφόρος ήρωας που σήκωνε την Ήρα σε απάτητα μέρη, έγινε νικημένος ναύτης ενός λιμανιού στο Βόσπορο, μέθυσος δολοφόνος της ομορφιάς. Από ηγέτης ενός ταξιδιού την ήττα έμαθε σε όλες τις πτώσεις. Συνήθως απαντά, πως για όλα του τα δράματα μια γυναίκα φταίει που τον νίκησε. Τη έχω ακούσει πολλές φορές την ιστορία του. Ότι μια γυναίκα ήταν η κατάρα του και αυτή τον οδήγησε στο όλεθρο. Ο έρωτας ο δράκος και η διαβολή της. Αυτή και η Εύα. Όλες οι ιστορίες για το προπατορικό αμάρτημα, τη λάθος επιλογή. Στάθηκε όμως και αυτός σαν τον Αδάμ δίπλα στο φίδι, ξαναγεννήθηκε και πέθανε πολλές φορές. Τι έκανε ποια ήταν η αντίστασή του; Πως στις Λιμναίες στάθηκε μπροστά στη παρθενία;
Το ταξίδι και ο προορισμός δεν είναι ξέχωρα από εμάς. Περπατώ τούτο το δρόμο αναπολώ το πρόσωπο του, το ύψος του, τον βηματισμό του. «Ιάσων! χωλός ήσουν μέσα σου». Το ελάττωμα της θνητότητας του τον έφαγε. Έτσι μεταμορφώθηκε από ήρωας μυθικός, σε σκοτεινό σοκάκι.
Έπειτα βρέθηκε με κείνη τη γυναίκα που άλλαζε πρόσωπα. Θηρίο απειλή, απόκοσμη και ερωτική. Έλξη νύμφης γριά αγέραστη μια ρουφήχτρα ζωής τον πήρε για άντρα της. Δεν είχε ακούσει τη φήμη της Μήδειας για να την αποφύγει. Και αυτή σαν την Ελένη. Πρώτα το όνομα είχε και μετά όλα τα άλλα. Δεν βασίλεψε ποτέ. Μόνο τώρα σε τούτη τη γωνία τον σέβονται όλοι για τον πόνο που του δόθηκε να ζήσει και τον άντεξε. Το κατόρθωμά του: ν’ αντέχει τον πόνο που του δόθηκε. Από ιατρός κάθε αρρώστιας, αρρώστησε από τα πάθη και τα λάθη, την επιθυμία για κυριαρχία.
Και να βγαίνει από τη πόρτα μια γυναίκα και λέει: «Φέρτε μου εδώ τούτο τον ξένο» και αρχίζει να αφηγείται: «Έλεγα παλιά, εγώ είμαι η Μήδεια. Εξέρχομαι από τις πύλες του σπιτιού μου. Είχα ένα θρίαμβο. Ανέμιζα τον όλεθρο μαντήλι. Δεν μένω πίσω ποτέ και δεν εγκαταλείπω. Εξέρχομαι διαρκώς. Έτσι δεν είμαι ποτέ μέσα στον εαυτό μου και στο σπίτι μου. Δεν έχω σπίτι και εαυτό. Τα έχασα όλα. Άδειασα. Εξέρχομαι από τον εαυτό μου από ότι απέμεινε για να πω σε όλους εσάς: πως εγώ είμαι το όριο και ο δρόμος. Εγώ είμαι η αφορμή το σπρώξιμο για να μπεις στο καράβι και να μπαρκάρεις. Εγώ είμαι η σπρωξιά στη μνήμη. Ο έρωτας με τον Ιάσων ήταν ένα ταξίδι σε θάλασσα λυγμών φαντασιώσεων σκιών παραπλανήσεων, ιδεοληψιών, παραμορφώσεων, υποσχέσεων και επιθυμιών. Ατελείωτων πράξεων και άπιαστων ονείρων. Τους ξεγελάσαμε όλους. Ο έρωτας έγινε καθρέπτης που έδειξε το είδωλο παραμορφωμένο. Ή ένα είδωλο που σπάει σε κομματάκια σαν κούκλα. Μια εκστρατεία ήρθε και με βρήκε. Σαν την Ελένη και εγώ. Ήρθαν οι έλληνες με πήραν λάφυρο. Ω! ήμασταν φτιαγμένες για τις μεγάλες περιπέτειες εμείς και τα μεγάλα ταξίδια. Φαντασίες. Φάγαμε καλά τη θλίψη στρωμένο τραπέζι. Νικήσαμε τα τέρατα και τα στοιχειά. Την έρημο της θάλασσας αντέξαμε αλλά νικηθήκαμε στη στεριά. Το καράβι σαπίζει και οι ναύτες σκόρπισαν και όλοι γίναμε μια μάζα. Στο δρόμο δεν παίζουν παιδιά. Μαζί τους και εγώ σκορπίζω την ψυχή μου. Θυμάμαι και πονάω παντού στο σώμα. Τα ονόματα με πονάνε πιο πολύ στα κόκκαλα. Τσάκισα. Σαν κούκλα ή ανδρείκελο συστήνομαι στο παρόν. Δημιούργημα του νου η κάθε μου ανάμνηση. Θυμάμαι και πονώ. Μάτια γυαλιά από τα περασμένα. Προχωρώ αθεράπευτη ανάμεσα σε ξεχασμένους πολιτικούς, ήρωες όλων των πολέμων του Αίαντα, του Οιδίποδα, του Οδυσσέα, του Αχιλλέα. Ο ήρωας είναι ο δρόμος εδώ στην Ελλάδα. Ένας τρόπος να περάσεις απέναντι. Όλοι μαζί εδώ κατοικούμε τούτο τον δρόμο με τον τρόπο μας. Το πάνθεο των μεγάλων ηρώων δεν έχει τελειωμό. Ξεκουράζει ο ένας τον άλλον στα κλάματα. Μαύρο καράβι η ζωή μου έγινε αραγμένο στα ρηχά. Ένα καράβι χωρίς πάτο. Τώρα ο Ιάσων είναι ένα ανθρωπάκι που τρέμει, περπατά σκυμμένος και σιγοψιθυρίζει. Αυτός είναι ο ήρωας μου. Ας έχουν περάσει τόσα χρόνια μετά. Ακόμα δεν αντέχω το φούσκωμα της θάλασσας μες στην ψυχή μου. Έκοψα από τις ρίζες. Αμόλησα. Σε αυτό το αμόλημα πέταγα κομμάτια από κρέας αδελφικό. Ξεγέλασα τον Ήλιο τον πατέρα μου. Πώς όμως να κρυφτεί κανείς από τον Ήλιο; Ξεριζώθηκα και έμαθα γρήγορα να ξεριζώνω ζωές. Αυτό ήταν το παρελθόν μου. Και όμως κάθε βράδυ κοιτώ το καράβι να μπαίνει μέσα στα στήθη μου – σφήνα- με την πρύμνη στη μύτη της καρδιάς και με γεμίζει πόνο. Γίνομαι λιμάνι και με αρρωσταίνει η αύρα της θάλασσας. Καλύτερα θα ζούσα στο βουνό. Ψηλά στην Ακροκόρινθο. Εφιάλτης με διώχνει το παρόν στο παρελθόν. Το σώμα της πόλης με το δικό μου δεν ταίριαξε ποτέ. Χωρίς πόλη έμεινα. Τώρα μέσα στα σπήλαια της Γαίας της προγόνου μου, της Κίρκης κατοικώ. Σε όλους τους δρόμους μπήκα. Κάθε δρόμος φυλακή γίνεται. Σαν μια Μήδεια μετά. Μετά από τόσες θλίψεις και εγκλήματα κοιτώ τη αγκαλιά μου και είμαι πάλι άδεια. Δε σε γεμίζει το φονικό σε αδειάζει χειρότερα. Δε αγαλλίασα, χειρότερα πονώ. Τα παιδιά μου δεν τα αποχωρίζομαι ποτέ. Μαζί τους κάνω γενέθλια γάμους. Τα παντρεύω τα ξεγεννώ, τα ορμηνεύω. Πέφτω τα βράδια να κοιμηθώ και πάντα τα σκεπάζω, τα φασκιώνω με ότι βρω εδώ γύρω. Με λιβάνι με σμύρνα με χώμα με βασιλικό με δυόσμο».
Πάλι ερημιά. Ακούγονται φωνές μέσα από το σπίτι. Ξυλοδαρμοί βρισιές. Σπασμένα τζάμια. Έριδα οικογενειακή. Ένα παιδί πετάγεται στο δρόμο κλείνει τα αυτιά. Ιάσονος κραυγή ξανά! Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Το ίδιο φονικό ξανά!