Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου
Τρεις ποιητικές συλλογές,
Βορείως του Νότου, εκδ. Γαβριηλίδης, 2005
30 και 1 Νυχτερινές Αντανακλάσεις, εκδ. Ηριδανός, 2008
Τόπος ένδον, εκδ. Ηριδανός, 2012
Η Χρύσα Αλεξοπούλου γεννήθηκε εδώ, στο Νότο. Σπούδασε κι εδώ, στο Νότο, και εκεί, στο Βορρά. Η ζωή της φαίνεται μοιρασμένη ανάμεσα σε τόπους που αναγκάστηκε να αφήσει πίσω της και σε πρόσωπα που αναγκάστηκε να φέρει κοντά της ή μέσα της. Από το σύντομο βιογραφικό που παραθέτει στο αφτί του βιβλίου της παρακολουθούμε την από τόπου και την εις τόπον κίνησή της. Ήτοι, από την γενέθλια Αμαλιάδα στην Αθήνα και από εκεί στη Γερμανία για περαιτέρω σπουδές. Αυτή η μετακίνηση από το Νότο στον Βορρά αποτελεί νομίζω και την ιδέα του τίτλου Βορείως του Νότου. Σαν με το «βορείως» προτασσόμενο να προδηλούται ο τόπος γεννήσεως της ποιητικής ιδέας.
Η συλλογή Βορείως του Νότου εκδόθηκε το 2005 και, αν και πρώτη στη σειρά, έχει τα χαρακτηριστικά της ώριμης και περιποιημένης γραφής. Απαρτίζεται από εικοσιτέσσερα ποιήματα, αριθμημένα με ελληνική αρίθμηση, με τα γράμματα της αλφαβήτου, όπως οι ραψωδίες στα έπη. Μόνο που τα θέματά της δεν είναι τα κλέα ανδρών αλλά ένα curriculum vitae της ψυχής περισσότερο και του πνεύματος, συντεθειμένο περισσότερο από αισθήματα και λιγότερο από πράξεις. Στην ιδέα αυτή μας οδηγεί η στρωτή, ομαλή, τρυφερή και μέσα στην δικαιολογημένη αφαιρετικότητά της, σαφής, στρογγυλεμένη, συναισθηματικά συγκρατημένη γλώσσα. Δείχνει ότι η ποιήτρια έχει καλά συνειδητοποιημένα μέσα της τα πράγματα του κόσμου και την εκ φύσεως, πλην όμως μοιραία, κατάληξή τους. Δεν παραπονείται, δεν μεμψιμοιρεί, δεν καταγγέλλει τίποτα, δεν κραυγάζει, δεν διαμαρτύρεται. Κοιτάζει απλώς και καταγράφει τα πράγματα ως έχουν. Όλα υπό έλεγχο, καμιά έξαρση. Τόνος χαμηλός, όχι σαν εξομολόγηση αλλά σαν εσωτερική ομιλία, σαν κατανόηση. Τα λέω για μένα και τα ακούω εγώ. Οι άλλοι, μάλλον, είναι ανύπαρκτοι. Διακριτική η παρουσία τους. Σχεδόν σκιές. Στον θολό περίγυρο το εγώ επιβάλλεται. Η «Συμφωνία» επικυρώνεται από τους συμβαλλόμενους, το τυπικό συντάσσεται, χωρίς ιδιαίτερες τυμπανοκρουσίες και «πανταχού παρούσα η βροχή» υπογραμμίζει μιαν υποδήλωση θλίψης, ή υποκρύπτει ένα αφανές δάκρυ, εκεί όπου το ποίημα γεννιέται: «Συνετάγη η παρούσα / βορείως του Νότου / και εφαρμόζεται», αγκυλωμένη μέσα στη γραφειοκρατική της διατύπωση. Τα συναισθήματα κρυμμένα πίσω από τη μάσκα του υπηρεσιακού χαμόγελου, να μη δώσουμε δικαιώματα στους άλλους «Φοράς χαμόγελο κατά περίπτωση», όπως ο Σεφέρης κάποτε: «Ο κύριος αυτός / κάθε πρωί κάνει το λουτρό του / […] έπειτα φορεί ένα πικρό χαμόγελο / για τη δουλειά και για τους πελάτες» («Β΄ Ψυχολογία»). Κι έτσι οι μέρες σπρώχνονται για να διεκπεραιώσουν τα συμφωνηθέντα.
Κάπου ξεπροβάλλει μια αναλαμπή. Είναι η ευχάριστη, όπως προκύπτει, «Αναμονή»:
Ο ενεστώτας χρόνος κενός,
επενδεδυμένος
από τον μέλλοντα καιρό
Οι αισθήσεις απαιτητικές
αναμένουν την πλήρωση.
Στα μάτια χώρεσε
ένδυμα χαράς,
στα χείλη χορεύουν
χελιδόνια.Η άφιξη, παρούσα ήδη,
Καταργεί την απόσταση.
Ο ταξιδιώτης μοιράστηκε στα δύο.
Κι ενώ τα χελιδόνια έφεραν, αν όχι την άνοιξη, τουλάχιστον την ελπίδα, αμέσως μετά όλα ξαναμπαίνουν στη φυσική τους ροή, υποκύπτουν «στην τραχύτητα του μακρόθυμου ρεαλισμού», «Η γοητεία της ουτοπίας ηττάται» και η ρουτίνα της καθημερινότητας κατατρώγει το κάτι καλό που ευαγγελίστηκαν τα αναμενόμενα «γενναιόδωρα Σαββατοκύριακα», αλλά υπονόμευσαν το «έλλειμα των εκπλήξεων», το «μέγα υπόλοιπο των προσδοκιών» και η «απειλή του κενού παρόντος».
Προϊόντος του χρόνου ανακαλύπτουμε σοβαρές απουσίες, ανεπούλωτες παλιές πληγές, μεγάλα και αθεράπευτα τραύματα στο βυθό του συναισθηματικού κόσμου:
Ήρθαν κι έφυγαν πολλοί,
δικοί μας και ξένοι.
Ίχνη βημάτων
σε παράλληλες τροχιές.
Αρώματα σωμάτων
Όλα βορά της απωλείας
[…] Γίνονται ανάμνηση
και κάποια ίσως ιστορία
(«2004»).
Και ο έρωτας μια συμβατική διαδικασία. Η διακριτική ειρωνεία δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη για το πώς έχουν στην ουσία τα πράγματα και πώς η αυταπάτη διαλύεται:
Ερωτεύτηκαν, είπαν.
Το άρωμα, η μουσική,
το κρασί,
η όλη ατμόσφαιρα.Κουράστηκαν, είπαν.
Το ωράριο,η απόσταση,
το πρόγραμμα,
η όλη ζωή
(«Έρωτες»).
Και τελευταίο ποίημα «Ψυχή» για να βάλει το τέλος σε μια περιδιάβαση που τη συνοδεύει ένα πικρόγελο, ένα ακόμη τράβηγμα της κουρτίνας που κρύβει μια αλήθεια οδυνηρή, φυσιολογική και αναπόφευκτη.
Κοινά τα δεινά, αλλά ο καθείς αλλιώς αντιλαμβάνεται τα δικά του. Όσο για την ψυχή μας
Την διαθέσαμε
Αθώοι!
Την εκποιήσαμε
με προδιαγραφές της αγοράς.
Συνένοχοι!
Η ψυχή μας αυτόχειρας,
Αριάδνη με 77 μίτους.
Στη δεύτερη συλλογή, 30 και 1 Νυχτερινές Αντανακλάσεις, συλλογή του 2008, έχουμε την εντύπωση πως διατρέχουμε τις ημέρες ενός μήνα. Μάλλον τις νύχτες. Κάθε μία με τα δικά της πάθη. Όταν όλα ησυχάζουν, τότε κάνουν την εμφάνισή τους τα αισθήματα και οι αισθήσεις. Κι ενώ το έδαφος είναι στρωμμένο για την επικοινωνία πάλι κάτι δεν πάει καλά. Όμως η ακύρωση δεν είναι απλή. Το αίσθημα που υφέρπει είναι σχεδόν θανάσιμο, όπως μας προτρέπει να δούμε εκείνος ο «Αχέροντας»:
Νύχτα ο γεννήτωρ
Αισθημάτων και αισθήσεων
[…] Αυτή τη νύχτα
Λούζεται η ψυχή στον Αχέροντα.
Ένα αίσθημα επικοινωνίας που διαρκώς ακυρώνεται «Ανεβαίνω /στις δίνες του ονείρου σου/ ψαύοντας τη ρωγμή». Και μια μνήμη τραυματική εμμένουσα: «Εν-θύ-μη-ση». Και μια διαρκής απουσία: «καμιά πραγματικότητα / Δεν υπάρχει / Χωρίς εμάς». Και μια διαρκής ακύρωση, ματαίωση. Μια αναμονή που δεν δικαιώνεται, μια πλήξη «δρεπανηφόρος ιός». Το ποίημα «29» αφιερώνεται στην Ποίηση:
Μηνός Μαρτίου εικοστή πρώτη
Ισημερίας φωτός απείρου
Ιακώβου οσίου και ομολογητού
Σονέτου, Χαϊκού και Λίμερικ
Θωμά Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Ρίμας, ιάμβου και δεκαπεντασύλλαβου
Ηδονής και πόνου των αυταδέλφων
Των μεγίστων και διακριθέντων τέκνων
Ημών δε των ταπεινών δούλων
Της Θειοτάτης Ποιήσεως.
Και φυσικά, στα θρησκευτικά πράγματα και πρόσωπα ανήκει και η Φύση και το Φως και ο πόνος και η ηδονή και, κυρίως, η Ποίηση και τα μέτρα της με ταπεινούς και πιστούς δούλους τους θεράποντες ποιητές.
Σ’ αυτούς δέεται και γι’ αυτούς στολίζεται για να εισέλθει στον νυμφώνα τους:
Έβαλα τα καλά μου
Μαζί ψιμύθια ταιριαστά
Κοσμήματα διαλεγμένα
—αν και δεν υπήρξα
φιλάρεσκη γυναίκα—
Άπλωσα το είναι μου,
(πραμάτεια καλοφυλαγμένη)
Περιοποιημένο
Σε άσπρο χαρτί πολυτελείας,
Γραμμαρίων εκατό,
Και πήρα την οδό της ματαιότητας.
[…] Φώτα διαχέονται
Η ποικιλία με θαμπώνει.
Νυχθημερόν
Θα ψάξω
Στο φάσμα
Τη δική μου συχνότητα.
Η Αλεξοπούλου περιπλανιέται στον κόσμο γενικώς και στον κόσμο της Ποίησης ειδικώς. Η φωνή της είναι χαμηλή, γλυκιά και συγκρατημένα θλιμμένη, όμως με εσωτερική ένταση και ψυχικό σθένος. Κι αυτός είναι ο τρόπο της δικής της αντίστασης στη ροή των πραγμάτων.
Τρίτη συλλογή, Τόπος ένδον, εκδ. 2012. Τούτης της συλλογής χαρακτηριστικό το «α» και το «β» πλάι στον αριθμό του ποιήματος. Ήτοι, κάθε ποίημα έχει το «α» του και το «β» του πλην των δύο εισαγωγικών, «Α» και «Β» και του τρίτου ποιήματος, του 1, με τίτλο «Αναμονή». Από το ποίημα 2 ως το 21 όλα είναι διπλά —2α, 2β—, με το δεύτερο να μοιάζει σαν επιμύθιο του πρώτου.
Η «Αναμονή» ισοδυναμεί με κυοφορία. Είναι ο καιρός της ποίησης που έφτασε «Και εγένετο καιρός/ και εγένετο ώρα». Παράλληλα όμως και της γνώσης που συναποκομίζεται.
Η ακύρωση της άνοιξης «άφησε χωρίς ταυτότητα εποχής/ Απρίλη πικραμένο», η προτροπή εις εαυτήν:
φτιάξε και συ αυτή τη νύχτα
καλύτερα παράπονa
πιο πειστικές ευχές
μαγείες.
Χάλκεψε όνειρα αφοσίωση
για να τολμήσει η Αγαπημένη
προσωρινή απείθεια στον Νότο
έναν απεγνωσμένο έρωτα με το Βορρά
για λίγα μόνο βήματα χορού
με τον ξανθό Απρίλη
Κι είναι προφανές το αίσθημα της νοσταλγίας για την πατρίδα και τον ήλιο της, για το κλίμα εκείνο που κάνει την άνοιξη να στήνει χορό με τον ξανθό σολωμικό Απρίλη. Και το επιμύθιο:
«Γράφω / για να σηκώσουν οι λέξεις / το βάρος της ματαιότητας»
Όμως δεν είναι μόνο το βάρος της ματαιότητας αλλά το βάρος της ρεαλιστικής πραγματικότητας, αυτής που κραυγάζει στην αυλή του Σωφρονιστικού Καταστήματος Ανηλίκων του Αυλώνα:
Όλα εδώ στη σκηνή φανερωμένα
με ένα πάθος δυνατό […] Περιμένεις εκμετρώντας τον καιρό
να στασιάσουν οι ζωγραφιές της αυλής, για να προδώσουν νόμιμα
τον πνιγηρό αέρα
του κελιού σου
και στο «β» του ίδιου ποιήματος: «Ανεπίγνωστη η συμμετοχή μου/ στο πάθος σου,/ καθώς το κατάστημα είναι εκτός σχεδίου/πόλεως».
Στη δίνη των περιπλανήσεων η Αλεξοπούλου ρίχνει ματιά, πέρα από τα πράγματα, βαθιά στην ουσία και στην αιτία τους. Η απώλεια και πάλι στο προσκήνιο: «Χάθηκες / κι όμως υπάρχεις. / Δύσκολη η ασκητική/ της έλλειψης».
Οι επισκέψεις σε τόπους, εδώ, στον Νότο και εκεί, στον Βορρά, σε πόλεις ιστορικές επιφανείς, σε αρχαία κείμενα, σε αρχαιολογικούς χώρους και θέατρα, όπου παίζονται ακόμα τα αιώνια πάθη των ανθρώπων γίνονται πιο συχνές:
Φωτογραφήθηκαν στο Άβατο
με την υπεροψία του υποψιασμένου/ επισκέπτη.
Μετά ανέβηκαν στο θέατρο
και χειροκρότησαν του κραταιού Οιδίποδα
τα πάθη.
Η επίσκεψη στους Δελφούς, με τις «παντεπόπτισσες Φαιδριάδες», με τους πόνους και τους πόθους που «με τον άνθρωπο γεννιούνται», μοιάζουν σαν απάντηση στην παρατήρηση του Καρυωτάκη, ο οποίος ακούει τη φωνή του Αισχύλου στην αναμέτρηση του πνεύματος των «δύο Ελλάδων» που «πάλι εξύπνησε την ηχώ των Φαιδριάδων» και οι φωτογραφικές μηχανές «στου Προμηθέα τον πόνο /έδωσαν ιδιαίτερο, γραφικότατο τόνο».
Η Αλεξοπούλου δεν σαρκάζει, δεν σατιρίζει, αλλά θλίβεται γιατί αυτή «Η ημέρα παρέμεινε / στο ημερολόγιο/ μια σαν τις άλλες./ Η φωτογραφία / στο χαρτί / θαύματα ιστορεί». Ζει με την ελπίδα «να διώξει / μακριά, πολύ μακριά/ την απειλή του τέλους». Και η περιδιάβαση τελειώνει στον Κεραμεικό, το «κάλλιστον προάστειο», τόπο σημαδιακό για να δηλώσει πού και πώς τελειώνουν των θνητών τα πάθη ή αλλιώς τα «αποτυπώματα ζωής», όπου «Ο χρόνος πορεύεται/ κατά μήκος του Ηριδανού/ Ιανός με δύο πρόσωπα».
Η εξέλιξη από τη μια συλλογή στην άλλη είναι αισθητή. Ο λόγος πάντα λιτός, γίνεται κάπως πιο ασαφής, πιο αφηρημένος, ωστόσο πιο υπαινικτικός και αλλιώς βαθύς. Η ποιήτρια με άρτιο φιλολογικό εξοπλισμό, χειρίζεται με άνεση τα ποιητικά της μέσα, δείχνει ευελιξία στα περάσματα από το μύθο στην πραγματικότητα, αξιοποιεί εύστοχα τη θρησκευτική παράδοση στο καθημερινό δράμα. Και το δεύτερο μικρό ποίημα, το σαν επιμύθιο, έρχεται σαν σφραγίδα να επικυρώσει εκείνη τη «Συμφωνία» με την οποία είχε αρχίσει η ποιήτρια την Ποίηση.
Ανακεφαλαιώνοντας, κάθε συλλογή έχει τα δικά της ιδιαίτερα εξωτερικά χαρακτηριστικά, με εξέχον χαρακτηριστικό η πρώτη την ελληνική αρίθμηση, η δεύτερη την αριθμητική και η τρίτη τον συγκερασμό των δύο. Σαν να λέμε πως κάθε μία μόνη και ξεχωριστή και όλες μαζί συντονισμένες στο ίδιο κλίμα, τα ίδια πάθη ψάλλουν, τα ίδια συναισθήματα, το ίδιο αληθινά και ελαφρώς παραλλαγμένα.
Ανθούλα Δανιήλ