Το Ταξίδι στην άκρη της Νύχτας το άρχισα νύχτα και το τέλειωσα νύχτα αλλά ακόμα κι όταν διάβαζα μεσημέρι, τραβούσα τις κουρτίνες για να μετριάσω το φως. Είναι ένα βιβλίο όλο στη σκιά. Δεν ενδείκνυται για την παραλία, ούτε για τη βεράντα σας. Ο θερινός αναγνώστης θα δυσανασχετήσει. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα πράγματι σκοτεινό αλλά, θα έλεγα, εκτυφλωτικά σκοτεινό. Η μόνιμη βαρυθυμία του αφηγητή δεν είναι η διάθεσή του αλλά η συνείδησή του και γι’ αυτό η αφήγησή του δεν περιορίζεται στο να μας φορτίσει συναισθηματικά και δεν προορίζεται να μας μεταμορφώσει προσωρινά· αντιθέτως, μας μυεί σταδιακά και αθόρυβα στο σχήμα της ψυχής του συγγραφέα.
Ο Σελίν, νέος και άγνωστος ακόμα, βυθίζεται ταυτόχρονα στο παρελθόν του και το μέλλον του και γράφει το πρώτο του βιβλίο σαν να ήταν το τελευταίο. Απευθύνεται ωμά, με το θράσος ενός αναρχικού και τον απαθή κυνισμό ενός φυλακισμένου, στον άνθρωπο που αναζητά τον εαυτό του. Η διαφορά είναι ότι ο Σελίν δεν φιλοσοφεί. Παρότι γράφει, δεν καταπιάνεται με τα νοήματα φορώντας τα χειρουργικά γάντια του διανοούμενου. Μεταφέρει την ακανθώδη εμπειρία με γυμνά χέρια αδιαφορώντας για το αίμα που λερώνει τα εργαλεία του συγγραφέα και το πρόσωπο του αναγνώστη. Εν τούτοις, μέσα στον βίαιο και ζοφερό ρεαλισμό του, αποτολμά να σταλάξει, σχεδόν σε κάθε σελίδα, την αθεράπευτα ποιητική του όραση. Εν τέλει, καταφέρνει εκείνο που ίσως βρίσκεται στην κορυφή των επιθυμιών κάθε συγγραφέα: να τροφοδοτήσει τον εκάστοτε αναγνώστη με εκείνο που του λείπει. Στον αιθεροβάμονα, τον ρομαντικό κι ενθουσιώδη «εραστή» της λογοτεχνίας, παραδίδει τον αληθινό κόσμο ενώ στον προσγειωμένο, συμφιλιωμένο ή μη με την ανθρώπινη μοίρα, προσφέρει τη μόνη δυνατή παρηγοριά: την τέχνη.
[Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, μτφρ. Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου, Εστία, Αθήνα 2007. Η φωτογραφία είναι του Ben Zank.]