frear

Αντώνης Δρακόπουλος, Κ.Π.Καβάφης, Το ανοιχτό έργο -της Ανθούλας Δανιήλ

Αντώνης Δρακόπουλος
Κ.Π.Καβάφης
Το ανοιχτό έργο
Εκδ. Τόπος, 2013

Αγάπησες ποτέ σου μια Ρωξάνη;

Αυτό το μάλλον πονηρό ερώτημα υπέβαλε κάποτε ο Γιώργος Σαραντάρης στον Κ.Π. Καβάφη αλλά απάντηση ποτέ δεν πήρε. Πώς, άλλωστε, αφού το ποίημα γράφτηκε έξι χρόνια μετά την εκδημία του Καβάφη. Το γεγονός όμως είναι πως ανεξάρτητα από το αν αγάπησε ή όχι μια Ρωξάνη, το αναγνωστικό κοινό αγάπησε αυτόν. Έτος Καβάφη το 2013 και οι εκδόσεις δεν σταματούν, είτε γονιμοποιούνται στη μητροπολιτική Ελάδα είτε στην άλλη άκρη της γης, την Αυστραλία, όπου και εκεί η Ελλάδα ζει και δημιουργεί.

Ο Αντώνης Δρακόπουλος διδάσκει Νεοελληνική και Συγκριτική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ. Στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό είναι γνωστός από μελέτες και άρθρα του που έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους, καθώς επίσης και από το βιβλίο του για τον Σεφέρη, Ο Σεφέρης και η Κριτική: υποδοχή του σεφερικού έργου, εκδ. Πλέθρον 2002. Τώρα επανέρχεται με νέο βιβλίο με τίτλο Κ.Π.Καβάφης – Το ανοιχτό έργο, προσκομίζοντας μια ακόμη ματιά πάνω στο έργο του μεγάλου Αλεξανδρινού και προσθέτοντας μια ακόμη μελέτη στις ήδη συμμετέχουσες στο έτος Καβάφη – εκατόν πενήντα χρόνια από τη γέννησή του και ογδόντα από τον θάνατό του. Ο Δημήτρης Δημηρούλης στον δικό του Καβάφη (Η Ανάγνωση του Καβάφη, Gutenberg, 2013) λέει ότι «οι επέτειοι στη λογοτεχνία θυμίζουν τη ματαιότητα των ανθρωπίνων, παράλληλα ωστόσο ικανοποιούν το αίτημα της μνήμης να τιμηθούν οι νεκροί». Να τιμήσουμε, λοιπόν, να επανεξετάσουμε… να αναθεωρήσουμε μήπως;

Ο ευσύνοπτος τόμος των εκατόν πενήντα περίπου σελίδων περιλαμβάνει τα εξής μέρη: Ι. Εισαγωγή: Καβαφικές ιδιοτυπίες και μονοκεντρική κριτική. ΙΙ. Ο μοντερνισμός και η παράδοση του Ανοιχτού έργου. ΙΙΙ. Η πρώιμη καβαφική ποίηση και η ποιητική της συνδήλωσης. ΙV. Η ταυτότητα του Μύρη και η πραγματικότητα του Καβάφη. V. Η ρητορική του διλήμματος, οι ενοχές της γραφής και οι περιπέτειες της ανάγνωσης. VΙ. Ο αποσταθεροποιητικός ρόλος της ειρωνείας. VΙΙ. Η στιγμή του διασταγμού και η στιγμή της απόφασης. VΙΙΙ. Καβαφικές συγκινήσεις και αναγνωστική ταύτιση. ΙΧ. Επιλεγόμενα, βιβλιογραφία. Οι επιμέρους αυτοί τίτλου αποτελούν τις Ερμές στην επιχειρούμενη ιχνηλασία για την εύρεση της ερμηνείας της καβαφικής ποίησης.
Το βιβλίο ανοίγει με τη φράση «Η καβαφική ποίηση είναι μια ποίηση που ‘‘ανοίγεται’’ συνεχώς στο μέλλον» και αυτή τη φράση ο Δρακόπουλος υπομνηματίζει με το «Αυτοεγκώμιο» του Καβάφη, όπου ο ίδιος ο ποιητής «κρίνει» εαυτόν:

«Ο Καβάφης, κατά τη γνώμη μου, είναι ποιητής υπερμοντέρνος, ποιητής των μελλουσών γενεών. Εκτός από την ιστορική, ψυχολογική και φιλοσοφική αξία του, η λιτότητα του ύφους του, που εγγίζει ενίοτε τον λακωνισμό, ο ζυγισμένος ενθουσιασμός του που ελκύει προς τη διανοητική συγκίνησι, η ορθή φράσις του, αποτέλεσμα μιας αριστοκρατικής φυσικότητος, η ελαφρά ειρωνεία του, αντιπροσωπεύουν στοιχεία που θα εκτιμήσουν ακόμη περισσότερο οι γενεές του μέλλοντος». Κ. Π. Καβάφη, Ανέκδοτα Πεζά Κείμενα, Αθήνα, 1963, σ. 83-85).

Ναι, έτσι, πολύ σωστά μίλησε και οι γενιές του μέλλοντος, δηλαδή το δικό μας παρόν, έχουν εκτιμήσει όλα όσα τους υπέδειξε ο, κάτω από την μάσκα του άγνωστου κριτικού, Καβάφης. Σε εφτά γραμμές ΕΙΠΕ όλα όσα οι μελετητές του «μέλλοντος» χρειάστηκαν τόμους για να πουν και τόνους μελάνι για να γράψουν. Ο ποιητής ήξερε τι ήθελε να πει, πώς αισθανόταν και γιατί έλεγε έτσι ό,τι έλεγε. Εκείνος ήξερε, εμείς όμως ψηλαφούμε στα τυφλά να βρούμε τις ακίδες, να πιαστούμε, για να δούμε τι, αυτό το πολυσημικό, πολυεπίπεδο και πρισματικό έργο, θέλει να πει. Εναπόκειται, λοιπόν, στον μελετητή να δώσει απαντήσεις στα παραπάνω «τι», «πώς» και «γιατί» καθώς και σε μια σειρά άλλων ερωτημάτων που απανωτά θέτει ο Δρακόπουλος: τι είναι αυτό που κάνει μελετητές με τόσο διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, εμπειρίες, ψυχοσυνθέσεις, να συγκλίνουν στη μελέτη του Καβάφη, αλλά να βρίσκουν διαφορετικά πράγματα. Τις απαντήσεις θα επιχειρήσει να δώσει, στηρίζοντας την άποψή του σε μια επιλογή ποιημάτων της ώριμης περιόδου του ποιητή και, συγκεκριμένα, της δεκαετίας του 1920. Και τούτο γιατί στην παραγωγή αυτής της δεκαετίας διαπιστώνει ότι το φαινόμενο – η πολυσημία, το πολυεπίπεδο ή το πρισματικό- «έχει αναπτύξει στο έπακρο τις δυνατότητές του». Βεβαίως μας ενημερώνει πως οι αναγνώσεις του δεν «αποβλέπουν να ανακαλύψουν τον ‘‘αληθινό’’ Καβάφη και προσθέτει ότι «ο ‘‘αληθινός’’ Καβάφης, όπως και η αναζήτηση της ‘‘αλήθειας’’, αποτελούν ίσως την πρόφαση ή το κίνητρο για να αρχίσει η ανάγνωση». Με άλλα λόγια, αν η «αλήθεια» είναι η Ιθάκη τότε εμείς, μελετητής και αναγνώστες, βγαίνουμε στον πηγαιμό για την Ιθάκη-αλήθεια, αλλά η αξία έγκειται στο ταξίδι.

Ο μελετητής στέκεται ιδιαιτέρως στα εξής: Ο ποιητής μπορεί να αναιρέσει μια παλιά θέση του με μια άλλη. Η ποίησή του, αν και είναι «ευπρόσιτη στον μέσο αναγνώστη», ωστόσο «παρέχει τη δυνατότητα ανεξάντλητων προσεγγίσεων», ανάβει τη φιλολογική περιέργεια, φιλοξενεί διαφορετικές οπτικές κριτικών, χαρακτηρίζεται από πολυμέρεια και πολυμορφία, έχει πλούσια θεματική, είναι βιωματική και απόσταγμα εμπειρίας. Ενδιαφέρον έχουν και τα «νοηματικά κενά» οι μικρές περιγραφικές λεπτομέρειες για ένα πρόσωπο, όταν ο ποιητής εστιάζει π.χ. στα «ιδεώδη χείλη» ή στην «εκλεκτή ομορφιά», που δεν δίνουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και μας θυμίζουν – προσθέτουμε- περιγραφές του Ομήρου, όπου ο έπαινος είναι τέλειος αλλά το πρόσωπο κρύβεται πίσω από την αχλύ της ομορφιάς του. Παράδειγμα ο «Καισαρίων», του οποίου τα ελλείποντα ιστορικά στοιχεία συμπληρώνει με τα δικά του φανταστικά και, όπως ήθελε τον έπλασε, «πιο ελεύθερα». Τον ρόλο της ειρωνείας ερμηνεύει σαν «παρέκκλιση από την ευθεία οδό, με την οποία μας κρατά σε συνεχή ετοιμότητα». Ακόμη επισημαίνει τις «διαφορετικές φωνές και οπτικές γωνίες» που «εμπλέκονται στην αφήγηση». Ο Δρακόπουλος ονομάζει «αντι-φωνία» την εσωτερική φωνή με την οποία διαλέγεται το ποιητικό υποκείμενο, πράγμα που συνιστά στοιχείο «ανοιχτότητας» του έργου του. Και οι δύο φωνές «μπορεί να παρέχουν διαφορετικά επίπεδα ταύτισης… πάντα όμως στο πλαίσιο της ίδιας συνείδησης» που είναι «η συνείδηση του ποιητικού ήρωα». Στα ώριμα ποιήματα όμως «οι φωνές και οι οπτικές γωνίες παίζουν πιο πολύπλοκο ρόλο»

Εν τέλει ο Δρακόπουλος ακούει όλες τις φωνές και βλέπει όλες τις σκοτεινές γωνίες της καβαφικής κάμαρας όσο του επιτρέπει η λάμπα, «η λάμπα μου —άφισα επίτηδες να σβύνει», λέει ο ποιητής, για να βλέπει τα άυλα και σκιώδη σώματα των ηρώων του, για να φαντάζεται αυτό που δεν υπάρχει παρά μόνον «εν φαντασία και λόγω» και για να προσφέρει αυτό που ο Πιραντέλο με το δικό του τρόπο έθεσε: «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» ή λίγο αλλιώς: και έτσι είναι και διαφορετικά και διαφορετικότερα, ανάλογα με το φωτισμό της κάμαρας. Ο Δρακόπουλος δεν μας ποδηγετεί στην «αλήθεια» του Καβάφη, αλλά μας υποδεικνύει τις αλήθειες που μπορεί να προκύπτουν ανάλογα με το φωτισμό, μας αποκαλύπτει τις πηγές του, μας ανοίγει τα χαρτιά του. Είναι ειλικρινής, έχει πέσει με πάθος πάνω στα ποιήματα για να ανασύρει τις κρυφές, όποιες κρυφές, ιδέες και αισθήσεις τον προκαλούν να τις ανασύρει. Το βιβλίο του διαβάζεται ευχάριστα, είναι «ανοιχτό» και στον ειδικό και απαιτητικό αναγνώστη αλλά και σε όποιον απλώς αγαπά τον Καβάφη και την ποίησή του.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη