Χερουβικός οδοιπόρος, Άγγελος Σιλέσιος, μετάφραση-επίμετρο: Θανάσης Λάμπρου, εκδόσεις Περισπωμένη
Μόνο τρεις μέρες γνωρίζω: το σήμερα, το αύριο και το χθες:
Αν το χθες κρυφτεί στο σήμερα και στο νυν.
Κι αν το αύριο σβηστεί: τη μέρα εκείνη τότε ζω
Που πριν ακόμη γεννηθώ ζούσα μέσα στον Θεό.
Σκεφτείτε κάποιον που οδοιπορεί, με σταθερό βήμα αλλά δίχως να βιάζεται, με τις αισθήσεις του όλες σ’ εγρήγορση, ανασαίνοντας κατά κάποιον τρόπο ό,τι τον περιστοιχίζει, έτσι που οι σκέψεις του, συνοδοιπόροι σε τούτη την πορεία, κλείνουν μέσα τους όλον τον κόσμο, δίνοντας ίση αξία σ’ όλα, και τα μάτια του οδοιπόρου βλέπουν με τον ίδιο θαυμασμό τα πάντα, ως και το πιο ασήμαντο, δίχως να γυρεύουν εξήγηση, γιατί η ύπαρξη όσων των περιστοιχίζουν είναι από μόνη της η μόνη εξήγηση, κι έτσι: «Το ρόδο είναι χωρίς γιατί, ανθίζει επειδή ανθίζει, στον εαυτό του δεν δίνει προσοχή, δεν ρωτά αν κάποιος το κοιτάζει».
Οδοιπόρος και κόσμος, σε τούτο το ταξίδι, είν’ ένα. Αφετηρία και προορισμός του ταξιδιού είν’ ο ίδιος ο δρόμος. Αναρωτιέται ο Σιλέσιος: «Μιλούν για τον χρόνο και τον χώρο για το νυν και την αιωνιότητα: Τι είναι ωστόσο χρόνος και τόπος και νυν κι αιωνιότητα;» Σκέψεις του οδοιπόρου, και κόσμος, είναι το ένα καθρέφτης τ’ άλλου• έτσι, το έξω και το μέσα είν’ απλές συμβάσεις, ό,τι ορίζεται απλώς από το σώμα του ανθρώπου, από ’να περίγραμμα ή κέλυφος, που δεν είναι καν φυλακή, γιατί η ψυχή του ανθρώπου πετάει λεύτερη. Και, σε τούτο το μάγεμα της ματιάς του, ο οδοιπόρος μοιάζει με παιδί• και πράγματι, γράφει ο Άγγελος Σιλέσιος: «Άνθρωπε, αν δεν γίνεις παιδί, δεν θα πας εκεί, που είναι του Θεού τα παιδιά: η θύρα είναι πολύ μικρή».
Οι στίχοι στον Οδοιπόρο χερουβικό κυλούν στο ρυθμό των ποδιών τούτου του οδοιπόρου: αβίαστοι, απομαγεμένοι μπρος στο θάμπος του κόσμου, και εδώ υπάρχει μεν ακλόνητη πίστη, μα όχι βεβαιότητες, γιατί «οι γνώμες είναι άμμος κι αυτός που χτίζει πάνω τους τρελός. Όταν πάνω σε γνώμες χτίζεις πώς μπορείς να ’σαι σοφός;» Ο Σιλέσιος ομολογεί, φαινομενικά παραδοξολογώντας μα στην ουσία πετυχαίνοντας με τούτο το παράδοξο ν’ απαλλαγεί από στρώματα νεκρής σκέψης: «Ένα μόνο πράγμα αγαπώ και δεν ξέρω τι είν’ αυτό: Κι επειδή δεν το γνωρίζω, γι’ αυτό το ’χω διαλέξει εγώ». Γιατί αυτό που τελικά πολεμάει να πει, είναι πέραν της ομιλίας, κι έτσι στο τέλος απλώς λέει: «Φίλε, αρκετά ως εδώ. Αν θέλεις να διαβάσεις πιο πολύ, πήγαινε και γίνε ο ίδιος η ουσία κι ο ίδιος η γραφή».
Στο τέλος της διάλεξης με τίτλο «Η ποίηση», στις Εφτά νύχτες, λέει ο Μπόρχες (η μετάφραση είναι του Αχιλλέα Κυριακίδη):
«Θέλω να τελειώσω μ’ ένα σπουδαίο στίχο ενός ποιητή που, το δέκατο έβδομο αιώνα, πήρε το υπέροχο και παράξενα ποιητικό όνομα Άγγελος Σιλέσιος. Ο στίχος έρχεται σαν επιτομή όλων όσα είπα απόψε – με τη διαφορά ότι εγώ τα είπα μέσα από συλλογισμούς ή ομοιώματα συλλογισμών.
«Το ρόδο είναι χωρίς γιατί, ανθίζει επειδή ανθίζει».
Ο κατά κόσμον Γιοχάννες Σέφφλερ [τα σχόλια και οι πληροφορίες σε τούτο το σύντομο βιογραφικό σημείωμα είναι παρμένα απ’ το εξαίρετο επίμετρο του μεταφραστή Θανάση Λάμπρου] γεννήθηκε το 1624, στα χρόνια του Τριαντακονταετούς Πολέμου, στο Μπρέσλαου της αλλοτινής Σιλεσίας (σημερινό Βρότσλαβ στη νοτιοδυτική Πολωνία). Μεγάλωσε σ’ ένα αυστηρά λουθηρανικό περιβάλλον, ο πατέρας του πέθανε όταν ο Γιοχάννες ήταν μόλις δεκατριών χρονών, και δυο χρόνια αργότερα έχασε τη μητέρα του. Σπούδασε νομικά και ιατρική στο Στρασβούργο, το Λάιντεν και την Πάδοβα. Στα 1650 εγκαταστάθηκε στην πολίχνη Ολεσνίτσα, όπου θα ζούσε ως γιατρός στην υπηρεσία του Δούκα. Στα 1653 εγκατέλειψε τα εγκόσμια και την προτεσταντική πίστη, ντύθηκε το αγγελικό σχήμα στη Μονή του Αγίου Ματθαίου της καθολικής Εκκλησίας, και πήρε το όνομα Άγγελος Σιλέσιος: ο αγγελιαφόρος της Σιλεσίας. Πυρήνας της πίστης του, πως ο ασφαλέστερος τρόπος για να γνωρίσουμε τον Θεό είναι η αγνωσία, γιατί ο Θεός δεν μπορεί μήτε να ορισθεί μήτε να γνωσθεί. Τα ποιήματα του Χερουβικού οδοιπόρου κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 1657, και τέτοια ήταν η δύναμη που ανάβλυζε από μέσα του όταν τα έγραφε, που συχνά τον ώθησε σε δρόμους απαγορευμένους από την επίσημη καθολική Εκκλησία, ώστε πολλοί να μιλήσουν για το «αιρετικό» περιεχόμενό τους. Εξού και τα «παράξενα παράδοξα», για τα οποία κάνει λόγο ο ίδιος ο Σιλέσιος στον πρόλογο του Οδοιπόρου, μονάχα που εδώ η πυκνότητα και η ευστοχία δεν είναι δείγματα ποιητικής δεξιοτεχνίας, ούτε ζητούν να προκαλέσουν την έκπληξη και τον εντυπωσιασμό, αλλ’ είναι απόσταγμα βαθιάς πίστης. Ο Άγγελος Σιλέσιος πέθανε το 1677.
Στο τέλος του Χερουβικού οδοιπόρου ο Θανάσης Λάμπρου προσφέρει μια εκτενή κι εμβριθή ανάγνωσή του, μια αργή επανάληψη αυτού του πνευματικού ταξιδιού στίχο-στίχο, ανιχνεύοντας παραλληλίες και συνάφειες στη σκέψη του Σιλεσίου και του Πλωτίνου, του Μάιστερ Έκχαρτ, του Μποναβεντούρα, του Γρηγορίου Νύσσης.