frear

Για την «Ιστορία ενός καβοδέτη» της Ελένης Κοσμά – γράφει η Ράνια Ποθητάκη

Ελένη Κοσμά, Ιστορία ενός καβοδέτη, Πόλις, Αθήνα 2025.

Η Ελένη Κοσμά μάς πρωτοσυστήθηκε στον χώρο της ποίησης με την ποιητική της συλλογή Φιλιά στη γη, που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2016. Σε λίγους μήνες, η ποιητική της διαδρομή κλείνει την πρώτη δεκαετία της. Επόμενος σταθμός της μετά τα Φιλιά στη γη, ήταν η δεύτερη συλλογή της, με τίτλο Μες στον ψυχρό καιρό, που εκδόθηκε τον Μάιο του 2021. Και οι δύο, όπως και η Ιστορία ενός καβοδέτη, από τις εκδόσεις Πόλις.

Την ημέρα που η Ελένη μου πρότεινε να γράψω για την τρίτη ποιητική συλλογή της, συνειδητοποίησα ότι και η δική μας προσωπική σχέση, από τη γνωριμία μέχρι σήμερα, καλύπτει την ίδια ακριβώς δεκαετία. Και ότι είχε κι εκείνη τους δικούς της σταθμούς. Κι από τον ψυχρό καιρό πέρασε –έτσι είναι τα ανθρώπινα– αλλά άντεξε, και, όπως, θεωρώ, και η ποίησή της, με τον χρόνο βαθαίνει και ωριμάζει.

Από τα αυτοτελή ποιήματα των δύο πρώτων συλλογών, –καθεμιά ωστόσο με τη δική της συνεκτική θεματική–, η Ελένη στο τρίτο της βιβλίο προχωράει σε μια ενιαία ποιητική αφήγηση. Το δηλώνει άλλωστε και ο τίτλος, Ιστορία ενός καβοδέτη. Πρόκειται για ένα ποίημα συνεχές, με αρχή, μέση και τέλος. Μέρος πρώτο, Ιντερμέδιο, Μέρος Δεύτερο.

Το πρώτο μέρος ξεκινάει με σιωπή. Πούπουλο άλαλο, ο πρώτος τίτλος. Και η αφήγηση με μια παιδική ανάμνηση.

Την πρώτη μου λέξη την άγγιξα πιτσιρίκι,
ήτανε κολλημένη σαν πεταλίδα
στην πρυμάτσα ενός εμπορικού.
Την πέταξε ο ναύτης απ’ το κατάστρωμα
και παρακολουθούσα πότε θα ξεκολλήσει,
με πόσο πάταγο
θα σκάσει στα πόδια μου.

Το σκοινί-λέξη πέφτει με πάταγο στα πόδια του καβοδέτη. Και ο ποιητικός λόγος της Ελένης σπάει τη σιωπή με έναν δυνατό κρότο. Κι αυτό μπορεί να μην είναι και τόσο ακίνδυνο.

Είδα ανθρώπους να βουλιάζουν
από το βάρος των λέξεων,
καπετάνιους και σφουγγαράδες.
Ήταν ένας κάποτε
βουτούσε κι έβγαζε σφουγγάρια δέκα χρόνια, –ο στίχος με παρέπεμψε στην ποιητική δεκαετία της Ελένης–
έπειτα βγάλαν πόδια τα σφουγγάρια
τον κυνηγήσαν και τον έπνιξαν.

Ο ποιητικός λόγος γίνεται επικίνδυνη κατάδυση. Δεν αποτελεί ούτε καταφύγιο ούτε παρηγοριά. Κι όμως, ο σφουγγαράς επιμένει.

Λένε πως ακόμη τα βράδια βουτάει στη θάλασσα
και μέσα από τα στεγνά του χείλη ακούγεται
ένα παλιό τραγουδάκι.

Το παλιό τραγουδάκι, που θα επανέλθει σαν ρυθμικό ρεφρέν και στο δεύτερο μέρος της ποιητικής συλλογής, παραπέμπει στο καθημερινό τελετουργικό της δουλειάς του καβοδέτη. Ταυτόχρονα όμως, στην πράξη της γραφής, τελετουργία κι αυτή, δουλειά σκληρή που απαιτεί επιμονή και αντοχή, με τον φόβο της ματαίωσης πάντα παρόντα.

κάνω κύκλους στον αέρα
και τις λέξεις μου σκορπώ
τις σκορπώ και τις ποτίζω
με αλάτι και ιδρώτα
ίδιες λέξεις κάθε μέρα
με βροχή και με ιδρώτα
τις σκορπώ και τις μαζεύω
από τα βράχια και την ξέρα
τις σκορπώ και τις δωρίζω
κι όλο αργεί για μένα η μέρα.

Με το παλιό αυτό τραγουδάκι κλείνει το πρώτο κομμάτι του πρώτου μέρους.

Στα δύο επόμενα («Ένα σκοινί στον ντόκο» και «Τα χέρια του καβοδέτη»), ο Καβοδέτης συνεχίζει την αφήγηση. Σε κάποια σημεία όμως, είναι σαν να μιλάει το ίδιο το σκοινί: «Οι πρόγονοί μου υπήρξαν ένδοξα σκοινιά, έδεσαν πλοία ένδοξα».

Ξεκινάνε εδώ οι αναφορές σε ονόματα πλοίων της Ελληνικής Επανάστασης. Μνημονεύονται ο Κόντε Μπένιξ και η Νέμεση, σπετσιώτικα καράβια με σημαντική δράση στην Ελληνική Επανάσταση, ο Άγιος Νικόλαος του Μαυρογένη από τις Σπέτσες, η γολέτα του Ραφαλιά, του Υδραίου καπετάνιου Αλέξανδρου Ραφαήλ, και βέβαια, last but not least, ένα τσερνίκι δίστηλο από τη Σκόπελο, τόπο αγαπημένο και το νησί καταγωγής της Ελένης.

Το σκοινί μιλά και λειτουργεί ως αρτηρία ζωής και μνήμης. Και έτσι, ο καβοδέτης δεν δένει απλώς πλοία — δένει ιστορίες, γενιές, φωνές. Δένει σκοινιά που συνδέουν εποχές και πρόσωπα. Κουβαλά μνήμες από την Ελληνική Επανάσταση, τα πλοία, τους καπετάνιους και τα σώματα που χάθηκαν στη θάλασσα. Η ιστορία που αποτυπώνεται στην παλάμη του δεν είναι μόνο δική του. Δεν είναι μόνο προσωπική αλλά και συλλογική. Η παλάμη του γίνεται ένα παλίμψηστο, μια χοάνη εντός της οποίας αφομοιώνονται εικόνες, πρόσωπα, ήχοι από τους αιώνες.

Διαβάζουμε στο ποίημα με τίτλο «Τα χέρια του καβοδέτη»:

Έκτοτε στο κέντρο της παλάμης μου
άνοιξε μια πελώρια τρύπα·
αν έσκυβες το αυτί σου θα άκουγες
τις εκκωφαντικές κραυγές των βυθισμένων πλοίων.

Με την αναφορά στα πλοία της Επανάστασης, η μοίρα του καβοδέτη συνυφαίνεται με μια περίοδο της ελληνικής ιστορίας, σύμφυτη με την αναζήτηση και τη διεκδίκηση μιας ταυτότητας. Αυτό είναι και το σημείο στο οποίο τέμνεται, συναντιέται το συλλογικό με το προσωπικό. Ο καβοδέτης –μάταια ίσως, λόγω της ίδιας της φύσης του επαγγέλματός του– αναζητά μια ταυτότητα: «Η μια μου άκρη θάλασσα η άλλη γη», λέει χαρακτηριστικά. Εμβληματικός στίχος της ποιητικής συλλογής, που ενώνει μέσα του όλες τις λογοτεχνικές αναφορές με τις οποίες συνομιλεί η Ελένη: τον Σικελιανό, τον Σολωμό, τον Εγγονόπουλο, την Emily Dickinson, τον Κοσμά Πολίτη, τη Silvina Ocampo.

Τον ίδιο αυτό στίχο, που λειτουργεί ως συνεκτικός μύθος ολόκληρης της συλλογής, θα τον ακούσουμε ξανά από το στόμα του καβοδέτη, στη διάρκεια της περιπλάνησής του για την αναζήτηση μιας ταυτότητας. Ο καβοδέτης προσπαθεί να ορίσει τον εαυτό του. Ούτε ναύτης, ούτε καπετάνιος, ούτε στη στεριά, ούτε στη θάλασσα. Ζει στο όριο. Δεν ταξιδεύει. Αλλά χωρίς αυτόν δεν αρχίζει ούτε τελειώνει ένα ταξίδι. Ζει στο κατώφλι των ταξιδιών. Κανείς τόπος δεν είναι ο τόπος του.

Ζει ανάμεσα. Ανάμεσα στη στεριά και τη θάλασσα, ανάμεσα στην αναχώρηση και την επιστροφή. Αυτή η εμπειρία του ανάμεσα, η αίσθηση ότι ανήκεις και δεν ανήκεις ταυτόχρονα, διατρέχει ως υπαρξιακή συνθήκη, όλη την ποιητική συλλογή της Ελένης.

Eίμαστε ακόμη, άλλωστε, στην αρχή της ιστορίας του καβοδέτη. Στο σημείο που από το κέντρο της παλάμης του ακούγονται οι εκκωφαντικές κραυγές των βυθισμένων πλοίων. Μετά τον καβοδέτη και το σκοινί, η Ελένη δίνει φωνή και στα βυθισμένα πλοία.

«Κι έχε τον νου σου», λένε στον καβοδέτη. «Εμείς δεν είμαστε ούτε καπεταναίοι ούτε ψαράδες». Με αυτό το δίστιχο, γίνεται η μετάβαση στο επόμενο κομμάτι του πρώτου μέρους, με τίτλο «Αν ήμασταν ψαράδες», δικό μου αγαπημένο από την ποιητική συλλογή.

Αν ήμασταν ψαράδες
θα βγαίναμε νύχτα στη ραγισμένη θάλασσα
θα ρίχναμε ένα δίχτυ
και θα μαζεύαμε τις πίκρες της
και τα νεκρά της ψάρια·
ήσυχα θα περιμέναμε
στη βάρκα μας
όσο το δίχτυ απλώνεται
και τη σαρώνει,
χωρίς να μας περνάει απ’ το μυαλό
πως είμαστε κι εμείς
στην επικράτεια του διχτυού.
Και ίσως, αν όχι τώρα,
στην επόμενη ψαριά
βρεθεί κάποιος ψαράς
να μας σαρώσει με το δίχτυ του –
αλίμονο, όμως, αν τύχει
να ’μαστε στη φύρα
και μας αδειάσει πίσω.

Η εικόνα του διχτυού που απλώνει ο ψαράς μπαίνει σε μια μεγαλύτερη εικόνα, του διχτυού που μπορεί να σαρώσει και τον ίδιο τον ψαρά, όπως σε μια μπαμπούσκα, που μια μικρή κούκλα μπαίνει σε μια μεγάλη, και η μεγάλη σε μια ακόμη μεγαλύτερη. Χρησιμοποιώντας τη λογοτεχνική τεχνική mise en abyme, τοποθέτηση μέσα στην άβυσσο, μέσα στο βάθος, ο ποιητικός αυτός εγκιβωτισμός λειτουργεί σαν ένα καθρέφτισμα για τον αναγνώστη –τουλάχιστον έτσι λειτούργησε σε μένα. Σαν μια ηχηρή υπενθύμιση ότι βρισκόμαστε όλοι, χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιούμε, παγιδευμένοι στα δίχτυα ενός κόσμου που μας ορίζει, δεν τον ορίζουμε. Πόσο μάλλον, όσοι τυχαίνει να βρίσκονται στο περιθώριο αυτού του κόσμου, στη φύρα.

Αλίμονο, όμως, αν τύχει
να ’μαστε στη φύρα.

Ένα δίστιχο αναφορά σε εκείνους που, ως φύρα, αδειάζονται πίσω στη λήθη της θάλασσας. Ένα δίστιχο αναφορά στους απόκληρους αυτού του κόσμου, στους απόβλητους, στους εκτοπισμένους, στους ξένους.

Στα δύο κομμάτια με τα οποία ολοκληρώνεται η πρώτη ενότητα της συλλογής, η παρουσία του ξένου δεν είναι πια υπαινιγμός, αλλά ρητή αναφορά. Στο τελευταίο μάλιστα με τίτλο «Μήλα», ο ξένος είναι ο πρωταγωνιστής, το υποκείμενο της δράσης.

Παραθέτω τους πρώτους στίχους:

Ο ξένος στηρίζεται
στα πέλματα των ποδιών του,
καθαρίζει ένα μήλο
κι η γη μοιάζει με μήλο
στα χέρια του.

Η εικόνα μάς φέρνει στον νου ανθρώπους από τα μέρη της Ανατολής που συχνά κάθονται χαμηλά, κοντά στη γη. Με τα πέλματα σχεδόν ριζωμένα στο έδαφος, ο ξένος, ο ανέστιος, ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα, κρατά στα χέρια του ένα μήλο, μικρογραφία ολόκληρης της γης, της μόνης αληθινής πατρίδας όλων μας.

Η απλότητα του βλέμματος εδώ θυμίζει τη σπαρακτική ευαισθησία του ποιήματος της Emily Dickinson που παρατίθεται ως μότο στην αρχή της ποιητικής συλλογής:

These Strangers, in a foreign World
Protection asked of me–
Befriend them, lest Yourself in Heaven
be found a Refugee.

Σε ελεύθερη απόδοση:

Αυτοί οι ξένοι, σε έναν ξένο κόσμο,
Ζήτησαν προστασία από εμένα.
Καν’ τους φίλους σου,
Μήπως κι εσύ μια μέρα
Βρεθείς πρόσφυγας στον Παράδεισο.

Ο καβοδέτης, με το βλέμμα στραμμένο στον ξένο, ανασύρει στη μνήμη του ένα ακόμη –ξεχασμένο ίσως για πολλούς– θραύσμα από την ελληνική ιστορία: τη βύθιση του ατμόπλοιου «Χειμάρρα» το 1947, στο οποίο έχασαν τη ζωή τους τριάντα έξι πολιτικοί κρατούμενοι, που οδηγούνταν στην εξορία. Η θάλασσα γίνεται τόπος μνήμης και επανάληψης και η τραυματική μνήμη του Εμφυλίου είναι σαν να επιστρέφει με κάθε νέο ναυάγιο.

Η πρώτη ενότητα της Ιστορίας του Καβοδέτη κλείνει με την αβεβαιότητα της ανθρώπινης μοίρας.

Κανείς δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει.
Κανείς δεν ξέρει πόσα μήλα του μένουν να καθαρίσει.

Ακολουθεί το Ιντερμέδιο, ένα μόνο ποίημα ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο μέρος της συλλογής, με τίτλο «Ξένος στην πόλη των ξένων». Όπως και ο καβοδέτης, το Ιντερμέδιο κείται στο ενδιάμεσο. Η μια του άκρη θάλασσα, το σκηνικό του πρώτου μέρους, και η άλλη γη, το αστικό τοπίο, που, όπως θα δούμε, αποτελεί το σκηνικό της δεύτερης ενότητας. Στο Ιντερμέδιο το θαλασσινό και το αστικό τοπίο συνυπάρχουν. Διεισδύει μάλιστα το ένα στο άλλο.

κάθε νύχτα η θάλασσα βάθαινε
την έβλεπα από το μπαλκονάκι του σπιτιού μου
όσο μίκραινε το μπαλκόνι
τόσο άπλωνε η θάλασσα στο σπίτι
κι η πόλη γινόταν μικρότερη
πιο χαμηλή
πιο στενή
πιο ρηχή.

Από τον επόμενο στίχο του ποιήματος, η αφήγηση συνεχίζει σε α΄ πληθυντικό (Οι ώμοι μας βούλιαζαν στο στήθος), μεταφέροντας πια όχι μόνο το προσωπικό βίωμα του καβοδέτη, αλλά τη συλλογική εμπειρία των ανθρώπων της πόλης.

«Αναζητούσαμε την καρδιά μας στα χαμηλά μπαλκόνια», ένας στίχος που επαναλαμβάνεται δύο φορές μέσα στο ίδιο ποίημα. Το χαμηλό μπαλκόνι γίνεται σύμβολο του περιορισμένου ορίζοντα και της αλλοτρίωσης του ανθρώπου της πόλης.

Το ποίημα ξεκινάει από την επιφάνεια («Περπάτησα ξένος στην πόλη των ξένων»), σταδιακά κατεβαίνει στα χαμηλά μπαλκόνια και καταλήγει στον βυθό, στα βυθισμένα πλοία και στις υπόγειες πολιτείες. Και η ποιητική γλώσσα της Ελένης ακολουθεί αυτή την κάθοδο, μέχρι που γίνεται υποβρύχια, περιγράφοντας μια σιωπηλή συλλογική εξορία.

Παραθέτω την τελευταία στροφή από το Ιντερμέδιο:

Περιφερόμαστε από τότε ξένοι
στα βυθισμένα πλοία
και στις υπόγειες πολιτείες
με τους σπασμένους κάβους.

Το δεύτερο μέρος της συλλογής ξεκινά με την άφωνη φωνή που ακούγεται, σαν ήχος απόκοσμος, από τα βάθη της υπόγειας πολιτείας. Το ποίημα με τίτλο «Ξένε, ποιος είναι ο τόπος σου», με το οποίο ανοίγει το δεύτερο μέρος της συλλογής, είναι σε μορφή διαλόγου. Διάλογος ανάμεσα στις φωνές του ποιήματος, αλλά ταυτόχρονα και διάλογος διακειμενικός, καθώς ξεκινά με έναν στίχο από το ποίημα «Ξένος» του Άγγελου Σικελιανού.

Ξένε ποιος είναι ο τόπος σου και ποιο είναι το όνομά σου;

Η απάντηση του ξένου που εκτείνεται σε ένα οκτάστιχο, γραμμένο στον ρυθμικό παλμό της δημοτικής ποίησης, ξεκινά με τον εμβληματικό στίχο «Ξένο στη γέννα μ’ είπανε και ξένος είμαι πάντα». Η ξενότητα εδώ δεν είναι πλέον ιστορική, κοινωνική ή γεωγραφική. Γίνεται μια υπαρξιακή συνθήκη που διαπερνά όλους μας. Μια συνθήκη που βρίσκεται στον πυρήνα της ταυτότητάς μας. Έτσι ο καβοδέτης, ως υπαρξιακός μετανάστης πλέον, θα συνεχίσει την περιπλάνησή του μέσα στην αφιλόξενη πόλη.

Στο ποίημα «Ο καβοδέτης στους δρόμους της πόλης» οι εικόνες της ανεξέλεγκτης κίνησης, των πεζών που περπατούν αμέριμνοι πάνω στα καπώ των αμαξιών και των οδηγών που σταματάνε μπροστά στα νεκρά φανάρια και αναρωτιούνται τι θα συμβεί αν κάποιος νεκρός διασχίσει κάθετα τον δρόμο, περιγράφουν με σουρεαλιστικό ρεαλισμό την παράλογη πραγματικότητα που βιώνουμε όσοι κατοικούμε σε αφιλόξενες μεγαλουπόλεις. Από αυτή την εφιαλτική πραγματικότητα, μόνος τρόπος διαφυγής είναι το όνειρο.

«Ο καβοδέτης κοιμάται», είναι ο τίτλος του επόμενου ποιήματος.

Οι καβοδέτες κοιμούνται στο φτερό
σαν άλαλα πούπουλα –
κοιμούνται και ονειρεύονται
λιμάνια, πλοία και σκοινιά

Εκδιωγμένος ουσιαστικά από την αφιλόξενη πόλη, ο καβοδέτης επιστρέφει, μέσω του ονείρου και μετά και στη συνέχεια της ιστορίας, σε ένα νησί που δεν έχει στεριά. Παραθέτω ένα απόσπασμα από το επόμενο ποίημα με τίτλο «Η επιστροφή του καβοδέτη».

Σε αυτό το νησί δεν υπάρχει στεριά:

οι άνθρωποι στέκονται όρθιοι
πάνω στις διάσπαρτες δέστρες
κρατώντας γερά στο χέρι τους
ένα σκοινί.

Σε αυτό το νησί οι άνθρωποι
κοιμούνται στο φτερό
σαν άλαλα πούπουλα
τρέμοντας μη χαλαρώσει
τα μέλη τους ο ύπνος
και τους γλιστρήσει από τα χέρια
το σκοινί.

Η εικόνα του νησιού χωρίς στεριά συμπυκνώνει την υπαρξιακή αγωνία της συλλογής. Ο άνθρωπος, χωρίς στέρεο έδαφος, πασχίζει απεγνωσμένα να κρατηθεί από ένα σκοινί. Κι αν λύσει τα μέλη του ο ύπνος, καραδοκεί ο φόβος του τέλους, ο φόβος του θανάτου.

Σε αυτή τη μετέωρη υπαρξιακή συνθήκη, εμφανίζεται στην Ιστορία του Καβοδέτη ο έρωτας: σαν το τελευταίο σκοινί, το ύστατο ανθρώπινο αντίβαρο στην υπαρξιακή αγωνία του τέλους. Το προτελευταίο ποίημα της συλλογής, με τίτλο Καρδιά πάνω σε πέτρα, ξεκινά με δύο στροφές αντικριστές, που καθρεφτίζεται η μία στην άλλη. Στην πρώτη, μια γυναικεία μορφή, κάποια που αγαπάει έναν καβοδέτη, και στη δεύτερη, απέναντι ακριβώς, ο καβοδέτης.

Μα, οι παράλληλες στροφές του ποιήματος δεν θα γίνουν ποτέ «Τεμνόμενες ευθείες». Παραπέμπω εδώ στον τίτλο του ζωγραφικού έργου που κοσμεί το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής, φιλοτεχνημένο από τον Διαμαντή Κοσμά, πατέρα της Ελένης. Και όπως οι δύο παράλληλες στροφές, έτσι και ο καβοδέτης και η γυναίκα που τον αγαπά δεν θα καταφέρουν ποτέ να συναντηθούν. Στο ποίημα αποτυπώνεται η εμπειρία ενός διπλού ανεκπλήρωτου έρωτα. Δυο καρδιές, λαμποκοπάνε, κάνουν να τις πιάσουν, μα όλο ξεγλιστράνε.

Η καρδιά, το ύστατο σκοινί, ξεγλιστρά από τα χέρια του καβοδέτη. Με την απώλεια του έρωτα, υποχωρεί και ο λυρικός ρυθμός του ποιήματος, που συνεχίζει σε πεζό αφηγηματικό λόγο: Ο καβοδέτης στέκεται στην άκρη της προκυμαίας, κοιτώντας προς τη μεριά της θάλασσας.

Μέχρι που η μετέωρη ισορροπία του στο ανάμεσα –η μια μου άκρη θάλασσα η άλλη γη– χάνεται. Το ποίημα με τίτλο «Ο καβοδέτης πέφτει στη θάλασσα», επίλογος της ποιητικής συλλογής, αποτελεί και τον επίλογο της ζωής του καβοδέτη. Η σκηνή του τέλους, του θανάτου του, παρά τη φαινομενική της αγριότητα, μπορεί να ιδωθεί και ως οριστική λύτρωση. Το σώμα του ραγίζει, ανοίγει, γίνεται ρωγμές, χαράδρες, τεκτονική πλάκα γίνεται γη και ως γη ενώνεται με τη θάλασσα. Το δίπολο που τον στοίχειωνε, ενοποιημένο πια, γίνεται η οριστική του ταυτότητα.

Εδώ τελειώνει και η ιστορία του καβοδέτη. Για τη δική μας ιστορία που –ευτυχώς–δεν έχει τελειώσει ακόμη, ο θάνατός του γίνεται μια εν ζωή υπενθύμιση να συνεχίσουμε να πορευόμαστε, αγκαλιάζοντας τον ξένο, την ξενότητα και τα δικά μας εσωτερικά δίπολα.

⸙⸙⸙

[Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση που έγινε στο «Φίλιον», στις 7.11.25. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Jozef Macak. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη