frear

Τα παιδικά παπούτσια – της Ρένας Λασπίτη

Ο πατέρας είχε φύγει. Πενήντα τρία χρόνια έζησαν μαζί. Ύστερα λύγισε. Ήσυχα, με τον δικό της τρόπο, όσο της το επέτρεπε ο χρόνος. Τα σημειώματα που είχε αρχίσει να γράφει, όταν κατάλαβε τι της συμβαίνει, πλέον δεν βοηθούσαν. Η πρόσφατη μνήμη της είχε σχεδόν χαθεί. Έσκαβε στο βάθος — στα κομμάτια που της είχαν απομείνει απ’ τα παλιά. Δώδεκα χρονών είχε χάσει τον αδελφό της και τον θυμόταν σαν χτες.

Αγαπούσα τις ιστορίες της. Την παρότρυνα να μου τις λέει. Ήθελε, αλλά δίσταζε. Φοβόταν μήπως με κουράζει, με στεναχωρήσει, μήπως λέει ασήμαντα πράγματα. Η ζωή της ρίζας που με έθρεψε δεν ήταν σημαντική; Μα ήταν η ζωή της. Η ζωή μας.

Πενήντα φορές με είχε ρωτήσει αν θα φύγω τα Χριστούγεννα. Και τις πενήντα, της είχα απαντήσει «όχι». Της είχα πει ότι θα τα περνάγαμε μαζί, και κάθε φορά που της το έλεγα, χαιρόταν σαν να το άκουγε για πρώτη φορά.

Στις εκλάμψεις της, μου έλεγε: «Μη σκέφτεσαι εμένα, μια χαρά θα είμαι. Έχω το σπίτι μου, τις φίλες μου, τα βιβλία μου». Πάντα τη θυμόμουν με ένα βιβλίο στο χέρι τα βράδια· μα όταν τη χρειαζόμουν, και κείνη το ένιωθε, το βιβλίο της το έκλεινε και μου άνοιγε την αγκαλιά της.

Οι λιγοστές φίλες της που είχαν απομείνει, κι αυτές κυνηγημένες απ’ τον χρόνο. Οι συναντήσεις τους αραιές, σχεδόν τελετουργικές. Περισσότερο μιλούσαν πια στα τηλέφωνα.

Ήμουν δίπλα της. Κι όμως, περπατούσε μόνη προς το τέλος του δρόμου.

Την παραμονή των Χριστουγέννων ήταν ανήσυχη. Στο πρόσωπό της καθόταν η σκιά μιας ζωής που είχε αντέξει, που είχε σταθεί όρθια ακόμα και στις πτώσεις της. Καθίσαμε στο τραπέζι. Ήταν σιωπηλή, έφαγε σαν πουλάκι, και παρατήρησα ότι έριχνε λοξές ματιές στα παπούτσια μου. Δεν είπα τίποτα. Όταν τελειώσαμε, μάζεψα τα πιάτα και άνοιξα το ραδιόφωνο. Της άρεσε να παίζει. Καθίσαμε στο σαλόνι, είχε έρθει η ώρα να ανταλλάξουμε δώρα. Άνοιξε το δικό της: μια μπλε σκούρα εσάρπα υφασμένη με απαλό νήμα. Την πέρασα γύρω απ’ την πλάτη και τους ώμους της. Χαμογέλασε ευχαριστημένη, χαϊδεύοντας με τα αδύναμα χέρια της, το ύφασμα πάνω της. Ύστερα άνοιξα το δικό μου: ένα ζευγάρι παιδικά παπούτσια. Μπορντό λουστρίνια με λουράκι στο κουντεπιέ. Ξανακοίταξε τα πόδια μου λυπημένη. «Νομίζω ότι έκανα λάθος», ψιθύρισε. Την αγκάλιασα. Χώρεσε ολόκληρη στην αγκαλιά μου. Αισθάνθηκα στο λαιμό μου υγρασία –τα δάκρυά της αλαφρά, αθόρυβα. Το χέρι μου άρχισε να χαϊδεύει αργά τα αραιά μαλλιά της. «Σώπα μάνα, όλα σωστά τα έκανες.»

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Henri Prestes. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη