frear

Όταν έρχονται οι βροχές – του Γιώργου Παπαθανασόπουλου

Όταν έρχονται οι βροχές θυμάμαι εκείνα τα χρόνια, τότε που φθινοπώριαζε νωρίς και πριν προλάβει να βγει ο Σεπτέμβρης. Τα σύννεφα κι οι καταχνιές έπιαναν μόνιμο στασίδι στον τόπο μας και τύλιγαν τα χωριά, σαν το σάβανο. Από τις αστρέχες και τα πελεκητά πορτοπαράθυρα, που είχαν φυράνει από τα χρόνια, έμπαιναν οι υδρατμοί μέσα στα υποστατικά (σπίτια, υπόγεια, αποθήκες), όπου οι άνθρωποι φύλαγαν τα υπάρχοντα και τα γεννήματά τους. Τα φρυγανισμένα, από τον δυνατό ήλιο του καλοκαιριού, κίτρινα σαν τη λίρα καπνόφυλλα, ρούφαγαν το εξαερωμένο νεράκι και μαλάκωναν σαν το μεταξωτό πανί.

Η αγορά του καπνού άνοιγε πιο πέρα τον Δεκέμβριο. Έρχονταν στο χωριό από το Αγρίνιο οι έμποροι από τα κλασικά καπνομάγαζα του Παπαστράτου, του Παπαδόπουλου, του Καπέρδα, του Παναγόπουλου, με τα Λαντρόβερ τα τζιπ. Λημέριαζαν στα καφενεία του χωριού, πίνοντας καφέδες και κουβεντιάζοντας σαν φίλοι και είχαν το νου τους για να γραδάρουν τις διαθέσεις των παραγωγών. Οι τιμές ξεκίναγαν πάντα από χαμηλά και με τον καιρό σκάλωναν λιγάκι παραπάνω και ίσως λίγο ακόμα αργότερα και πούλαγαν οι νοικοκύρηδες, ο ένας μετά τον άλλον και λάβαιναν το πενιχρό εισόδημα για να ψευτοζήσουν τα σπίτια τους μια ολόκληρη χρονιά, σταγόνα σταγόνα οι δραχμές, όπως το νεράκι στη βρύση που πάει να στερέψει.

Εκεί κάπου στα μισά της δεκαετίας του ’60, μια κάποια χρονιά, οι τιμές είχαν πιάσει πάτο, οι έμποροι ήρθαν και σχεδόν με μια φωνή έδωσαν όλοι την ίδια τιμή, τριάντα δραχμές το κιλό κι όποιος θέλει, αυτό το τελευταίο δεν το είπαν, αλλά το εννόησαν. Είχαν πέσει, λέει, στη διεθνή αγορά, πολλά καπνά από άλλες χώρες, όμορες και μακρινές, όπου ήταν η χρονιά καλή και είχαν μεγάλες παραγωγές και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να πέσουν οι τιμές.

Οι χωριάτες μια ζωή μέσα στην υποψία, που τη δημιουργούσε η φτώχεια και η στέρηση, δεν έδωσαν σημασία στις φήμες και δεν έλεγαν να πουλήσουν. Ούτε οι έμποροι φυσικά έλεγαν ν’ ανεβάσουν τις τιμές, εξάλλου ο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας δεν ήταν αυτοί και ήξεραν καλά ποιος ήταν. Τα πράγματα όμως έφτασαν σε αδιέξοδο, κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να πουλήσει σ’ αυτή την τιμή. Οι χωριάτες μπήξανε τα πόδια σαν το γαϊδουράκι, που από παραξενιά της στιγμής δεν έχει καμία διάθεση να πατήσει μέσα στο ρυάκι κι ας είναι ρηχό και ξάστερο.

Ο μπάρμπα Γιάννης, γέρος κι απόμαχος πια της ζωής, είχε οικογένεια πολυμελή, παιδιά, νυφάδες, εγγόνια, όλοι νέοι στην ακμή τους, έβγαζαν δυο χιλιάδες κιλά καπνό τη χρονιά κι ακόμα πάνω. Αρχηγός της οικογένειας εκείνος, πατριάρχης, αυτός έκανε το κουμάντο στα οικονομικά. Όλη μέρα κάθονταν ανάσκελα κάτω από τη σκιά της μουριάς στην αυλή και διάβαζε την εφημερίδα του. Έπαιρνε τον υπνάκο του το μεσημέρι και το απόγευμα δίπλωνε την εφημερίδα κάτω από τη μασχάλη και την έπαιρνε μαζί του στο καφενείο για να την αποτελειώσει εκεί με τον καφέ του, αλλά να πει και στους άλλους καμιά είδηση, που, κατά τη γνώμη του, είχε κάποιο ενδιαφέρον.

Ιδιαίτερα προτιμούσε ειδήσεις για τις έντονες πολιτικές ζυμώσεις της εποχής, ή αν καμιά φορά γίνονταν λόγος σε κανένα μικρό άρθρο στις μέσα σελίδες για το λεγόμενο, από τους πολιτικούς που προεκλογικά περνούσαν για να πάρουν την ψήφο και μετά εξαφανίζονταν, «καπνικόν ζήτημα». Τα μικρά συνήθως άρθρα αναφέρονταν κυρίως στην προσφορά και ζήτηση του προϊόντος στις αγορές και στη διαμόρφωση των τιμών στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων. Τότε γίνονταν ολόκληρη συζήτηση στο καφενείο, αν και πολλές φορές η είδηση είχε μια κάποια πιο εξειδικευμένη διατύπωση κι άντε τώρα να καταλάβει ο σχεδόν αγράμματος καπνοπαραγωγός, ειδικούς οικονομικούς όρους που αράδιαζε ο συντάκτης του άρθρου στις λίγες γραμμές του κειμένου. Αυτοί όμως είχαν κάνει από καιρό τους υπολογισμούς τους και είχαν ερωτήματα που ήξεραν ότι δεν θα έπαιρναν απάντηση ποτέ. Πώς για παράδειγμα αυτοί πουλούσαν το προϊόν με τριάντα δραχμές το κιλό, ενώ τα τσιγάρα που πούλαγε το περίπτερο και το καπνοπωλείο, έφταναν στις πέντε χιλιάδες δραχμές το κιλό; Απάντηση δεν έπαιρναν, αλλά καταλάβαιναν ότι οι έμποροι τους δούλευαν ψιλό γαζί.

Στύλωσαν τα πόδια λοιπόν και δεν πούλαγε κανένας. Ο μπάρμπα Γιάννης είχε κάτι ιδιαίτερες φιλίες με τα γραφεία του Παπαδόπουλου, εκεί προτίμαγε να πουλά τον καπνό κάθε χρόνο γιατί δεν είχε κανένα παράπονο, τον πρόσεχαν και τους πρόσεχε. Εκείνες τις δύσκολες μέρες του παρήγγειλε από τα γραφεία ο φίλος του ο Νώντας, ο προϊστάμενος, ότι θα ανέβαινε στο χωριό ειδικά για να τον συναντήσει. Ο μπάρμπα Γιάννης το θεώρησε μεγάλη τιμή και με τρόπο διέδιδε από δω κι από κει ότι θα έρθει ο ίδιος ο Νώντας, ο προϊστάμενος στα γραφεία του Παπαδόπουλου, που είναι καλό παιδί και αδερφικός φίλος.

Πράγματι ο Νώντας ήρθε τη μέρα που είχαν ορίσει αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν με τον μπάρμπα Γιάννη, τον πήρε παράμερα και του μίλησε και μετά πήγαν μαζί στο καφενείο, όπου ο Νώντας, με ευφράδεια λόγου και με ατράνταχτα καθώς είπε επιχειρήματα, ανέλυσε στους παρευρισκόμενους ότι οι τιμές των καπνών είναι διεθνώς πτωτικές και για τη χρονιά αυτή θα ήταν εκεί στις τριάντα δραχμές με ενδεχόμενο να πέσουν κιόλας. Άλλοι τον πίστεψαν, άλλοι όχι, αλλά κανένας δεν έλεγε να πουλήσει στις τριάντα δραχμές, πλην του μπάρμπα Γιάννη, που λίγο πριν φύγει ο Νώντας περπάτησαν μαζί ως το σπίτι του μπάρμπα Γιώργου του μεσίτη, όπου ο μπάρμπα Γιάννης υπόγραψε το συμφωνητικό.

Κοντά στον μπάρμπα Γιάννη πούλησαν και δυο τρεις άλλοι πιο μικροί παραγωγοί, που επηρεάζονταν από αυτόν, αλλά από τους υπόλοιπους δεν ήταν κανένας διατεθειμένος, αν και κάθε απόγευμα στο καφενείο ο μπάρμπα Γιάννης άνοιγε την συζήτηση και τους παρότρυνε για να πουλήσουν κι αυτοί. Οι έμποροι, εν τω μεταξύ, είχαν εξαφανιστεί στο Αγρίνιο, μέσα στα γραφεία τους και παρίσταναν ότι δεν ενδιαφέρονται. Ο μπάρμπα Γιάννης το φώναζε δυνατά: «το ακούσατε και μόνοι σας, το είπε εδώ μπροστά σας ο ίδιος ο Νώντας, οι τιμές δεν πρόκειται ν’ ανέβουν, το πιο πιθανό είναι να πάνε παρακάτω» και πρόσθετε με κάποια έπαρση, «δεν είπε ψέματα, είναι φίλος ο Νώντας, είναι καλό παιδί».

Εκεί όμως που δεν το περίμενε κανείς άρχισε κάτι να κινείται. Έφτασαν οι φήμες από τα χωριά της Μακρυνείας ότι βγήκαν στη γύρα κάτι νέοι έμποροι, ένας Αγγελίδης κι ένας Καρακαμπούλιας, από Καβάλα, λέει και Ξάνθη, που έδωσαν τιμές παραπάνω. Σε λίγο ήρθαν και πιο πάνω τα μαντάτα. Οι τιμές ανέβηκαν, στον ανταγωνισμό μπήκαν και τα γνωστά μεγάλα γραφεία – αυτά που ως τότε έκαναν το κορόιδο. Οι προσφορές ανέβαιναν μέρα με τη μέρα. Μόλις η τιμή έπιασε τις σαράντα δραχμές το κιλό, άρχισαν οι αγοροπωλησίες, όλα τα καπνά πουλήθηκαν από σαράντα και πάνω, οι πιο ανθεκτικοί πούλησαν μέχρι και σαράντα έξι δραχμές το κιλό.

Κόντευε να τελειώσει ο χειμώνας όταν πουλήθηκαν και τα τελευταία σημάδια. Ο μπάρμπα Γιάννης κάθονταν σκεπτικός στο παραγώνι και οι δύο νύφες του, εκεί που ετοίμαζαν το δείπνο, σχολίαζαν την επικαιρότητα, που δεν ήταν άλλη παρά οι τιμές που είχαν φτάσει εκεί ψηλά. Τα λέγανε και ρίχνανε και καμιά φαρμακερή ματιά προς το γέρο, που ζέσταινε τα πόδια του στο τζάκι.

Τότε η νύφη του η Κατίνα τον ρωτάει ξαφνικά: «Εσύ πατέρα γιατί τον έδωσες τόσο φθηνά τον καπνό;». Έμεινε για λίγο σιωπηλός ο μπάρμπα Γιάννης, αλλά δεν μπορούσε και να μην απαντήσει: «Με ξεγέλασε», είπε με σιγανή φωνή. «Ποιος πατέρα;», τον ρωτούν με μια φωνή και οι δύο. «Εκείνος ο ψεύτης ο Νώντας», λέει αυτός τότε, «εκείνο το ρεμάλι».

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Konrad Helbig. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη