Οι εργάτες στο χωράφι έχουν σχηματίσει μια ανθρώπινη αλυσίδα μέχρι το φορτηγό και περνάνε με πάσες τα καρπούζια ο ένας στον άλλον. Ύστερα το όχημα κινείται λίγο μπρος, και κείνοι αλλάζουν θέσεις, για να συνεχίσουν τη συγκομιδή. Πέρα στον χωματόδρομο οι νταλίκες είναι σειρά, όλοι κάνουν την ίδια δουλειά και στο χωράφι απέναντι, και παραπέρα. Πολύς ο κόσμος, μιλάνε διάφορες γλώσσες. Συνήθως πάνε οι συμπατριώτες μαζί.
Ο Παναγιώτης έγινε δεκατεσσάρων και τη χρονιά που πέρασε έβγαλε την Έκτη. Φυσικά είχε μπόλικες απουσίες, αλλά ένα Δημοτικό έπρεπε να το βγάλει. Μπορεί να πάει και Γυμνάσιο, θα το σκεφτεί. Από τα έντεκα δουλεύει, άμα τον έπαιρναν μεροκάματο. Εντάξει, σαν παιδί δεν του ‘διναν ακόμα όλα τα λεφτά, αλλά φέτος που έχει αντρέψει περισσότερο βγάζει και πιο πολλή δουλειά. Είναι λεπτός αλλά μυώδης, και πολύ ψηλός για την ηλικία του. Έχει ωραίο στυλ, φοράει ένα καπέλο που του πάει, ακούει τραπ. Δε θέλει να πάρει γυναίκα ακόμα, να έχει υποχρεώσεις και τέτοια. Του φτάνει που κάθε τρεις και λίγο φτιάχνει το ποδήλατο για τον μικρότερο αδερφό του και κείνος πάλι το χαλάει. Βέβαια, του αρέσει να επισκευάζει πράγματα, κυρίως αμάξια: Το όνειρό του είναι να πάει κοντά σε έναν μάστορα να μάθει. Και να κάνει τη ζωή του, μέχρι τουλάχιστον τα δεκαεφτά ή δεκαοχτώ.
Η ζωή όμως δεν είναι μόνο δουλειά και χώμα, με κάψα ή βροχή. Όταν τελειώσουν, οι εργάτες πλένονται με την πομόνα. Ο Παναγιώτης σκέφτεται ήδη τους φίλους του, που έχει να δει στην πλατεία. Αυτός και άλλος ένας που μιλάει ελληνικά ανεβαίνουν στα καρπούζια, επάνω σε μια καρότσα, και ξεκινούν για την επιστροφή. Θα τους αφήσουν εδώ κοντά, είναι ντόπιοι. Κάποιος τους έδωσε κι από ‘να τσιγάρο, αλλά δεν έχουν κουράγιο ακόμα να το ανάψουν.
Με ένα καρπούζι δώρο στα χέρια, να ‘τος ο εργάτης μας, πλησιάζει στην καλύβα των δικών του. Είναι κουρασμένος και περπατάει αργά, αλλά το καρπούζι το κρατάει περήφανα. Το απιθώνει κάτω στο χώμα, στην αυλή, δίπλα σε δυο καφάσια που έχουν για να κάθονται.
«Αναστασία!», μιλάει στην αδερφή του, που ξέρει ότι τέτοια ώρα θα είναι μέσα.
Κι εκείνη ξέρει. Έρχεται με το μαχαίρι κι ένα ταψί, γλυκιά και ζουμερή, με βλέμμα ξύπνιο και χαμόγελο που αστράφτει μέχρι τ’ αυτιά, φορώντας το λεοπάρ της κολλητό τιραντέ μπλουζάκι και το εκρού δαντελένιο σορτς, που είναι τάση φέτος. Τα μαλλιά της είναι σπαστά, βαμμένα σε μια χάλκινη απόχρωση. Δε φοράει πολλά χρυσά, την αλυσίδα με το σταυρό και τα σκουλαρίκια της μόνο. Τα νύχια της τα φτιάχνει πάντα μόνη της, δεν της αρέσουν πολύ μακριά. Γενικά προσέχει την εμφάνισή της, έχει γούστο η Αναστασία. Εξωτερικά δε μοιάζουν για δίδυμα, ούτε καν για αδέρφια, αλλά είναι αγαπημένα και συνεννοούνται αμέσως σε όλα.
Μαζί της, πίσω της, έρχεται η Λόλα. Το κεφάλι της έχει κάτι από λυκόσκυλο, το τρίχωμά της είναι λείο, τα χρώματά της είναι το μαύρο και το καφέ του κυνηγόσκυλου, αλλά είναι κοντοπόδαρη και μοιάζει με μεγάλο λουκάνικο. Δεν μπορεί να τρέξει πολύ, ούτε να ανέβει εύκολα σκαλοπάτια. Η Αναστασία την είχε βρει πέρυσι την άνοιξη, όταν ήταν μωρό ακόμα, σε ένα αρδευτικό κανάλι, όπου την είχαν πετάξει για να πεθάνει. Φάνηκε όμως πολύ δυνατή, καθώς κατάφερε να επιβιώσει. Τώρα η Λόλα ακολουθεί την Αναστασία παντού.
Κάθεται ο Παναγιώτης στο ένα καφάσι και στο άλλο, αντικριστά, η αδερφή του. Βάζει τη βαρέλα στη μέση, την ισιώνει, παίρνει το μαχαίρι, την κόβει κατά μήκος κι ύστερα σε φέτες. Τα παιδιά τρώνε ήρεμα, χωρίς κουβέντες. Ό,τι περισσεύει το δίνουν στη Λόλα, κι εκείνη δείχνει τη χαρά της.
Αυτή είναι η νέα καλύβα που έφτιαξαν, πρόπερσι, πίσω από κάτι καλαμιώνες. Την προηγούμενη, που την είχαν λίγο πιο πέρα, τους την είχαν κάψει. Στην αρχή είχε πάει το μυαλό τους σε μια άλλη οικογένεια, που είχαν κάτι προηγούμενα, αλλά μάλλον ήταν κάποιοι άγνωστοι. Ο πατέρας είναι από τους λίγους που γνωρίζουν την τέχνη και μπορούν να φτιάχνουν ακόμα καλαμωτές. Δεν την εξασκεί και πολύ όμως, αραιά και πού μόνο, όταν έχει όρεξη. Σε αυτή την περίπτωση θα βρει αμέσως να τις πουλήσει, είναι πολύ καλές και ζητάει ψίχουλα. Ο ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου τόπου είναι ένας που ζει στην Αθήνα, έρχεται σπάνια, ασχολείται με επιχειρήσεις στον χώρο του θεάματος και προς το παρόν δεν τον πολυενδιαφέρει η γη του εδώ, έτσι τους έχει δώσει άδεια να μένουν, με την προϋπόθεση να μη φέρουν κανέναν άλλον. Πάντως, σαν οικογένεια ζουν αποκομμένοι από όλους, εξαιτίας κάποιου συμβάντος που είχε γίνει παλιά, όμως κανείς δε μιλάει για αυτό. Μόνο που έπρεπε να παντρέψουν μακριά τη μεγάλη αδερφή∙ έχει κάνει και τρίτο παιδί τώρα. Κι ο αδερφός ο μεγαλύτερος που έχει γυναίκα και μωρό εδώ δίπλα, δουλεύει μακριά, όπου τον πάρουν, αλλά τουλάχιστον βγάζει αρκετά λεφτά και έχει πιάσει σπίτι.
Η Αναστασία είναι εντελώς διαφορετική από τον Παναγιώτη. Έμαθε και να γράφει και να διαβάζει στο σχολείο, παρά τις απουσίες που έκανε. Όταν πήγαινε, είχε τα αυτιά και τα μάτια της ανοιχτά, για να παρακολουθεί και να μαθαίνει, ενώ ρωτούσε συνέχεια τι πρέπει να κάνει, όταν δεν καταλάβαινε κάτι. Βέβαια της αρέσει να μιλάει με τις φίλες της, κι αυτό συχνά γινόταν και μέσα στην τάξη! Η καημένη η κυρία της, πόσες φορές τους έλεγε, απογοητευμένα, να σταματήσουν! Πάντως, εκείνη θέλει πολύ να πάει Γυμνάσιο. Θα της άρεσε να φτιάχνει μαλλιά και νύχια στις άλλες, πιάνουν τα χέρια της, θα έχει και δικά της λεφτά. Αλλιώς, τι να κάνει; Να πάρει άντρα; Και ποιον; Δεν έχει κάποιον που να τόνε θέλει. Τα αγόρια είναι χαζά, αλλά νομίζουν ότι είναι έξυπνα. Κι εκείνη είναι καλή καλή, αλλά δε σηκώνει τέτοια, μαγκιές και διάφορα.
Έχει ακόμα καρπούζι, σχεδόν το μισό. Η Αναστασία το ρίχνει ανάποδα στο ταψί, ενώ η Λόλα καταλαβαίνει πως σε λίγο θα φύγουν και προχωράει προς το δρόμο. Τ’ αδέρφια σηκώνονται να πάνε στην πλατεία, είναι η ώρα που μαζεύονται τα παιδιά της περιοχής. Άλλα έρχονται με τα ποδήλατα, άλλα με τα πόδια, καμιά φορά περνάνε και κάποια με μηχανάκι. Κάθονται στα πεζούλια και αράζουν, κουβεντιάζουν, τρώνε πίτες ή παγωτό, μερικά μεγαλύτερα πάνε πίσω απ’ την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και πίνουν ή καπνίζουν. Πιο πέρα παίζουν μπάλα. Η παιδική χαρά ήταν σπασμένη, αλλά ο πρόεδρος της κοινότητας κατάφερε να επισκευάσει τις κούνιες, έτσι υπάρχουν και κάνα-δυο μωρά τριγύρω. Μία ψησταριά και ένα καφενείο έχει το χωριό, αλλά είναι κι ο φούρνος που δίνει καφέδες και παγωτά, είναι και το περίπτερο-μίνι μάρκετ με όλα τα απαραίτητα.
«Φέρε τρεις πίτες με απ’ όλα και μία χωρίς τζατζίκι», λέει ο Παναγιώτης στον κυρ-Άγγελο, βγάζοντας ένα χαρτονόμισμα ικανό να καλύψει το ποσό.
«Μπα, τι έγινε, λήστεψε κανένας από σας καμιά τράπεζα;», τον ειρωνεύεται εκείνος.
«Άκουσες τι σου λέω; Και γρήγορα», απαντά ο νεαρός, με φωνή που δεν είναι πια παιδική.
«Για κοίτα που μεγάλωσε και έγινε πελάτης το ζητιανάκι», συνεχίζει ο μαγαζάτορας ετοιμάζοντας την παραγγελία, σχεδόν μονολογώντας, «εμ βέβαια, είδες κι απόειδες που έβγαινε ο πατέρας σου απ’ τη γωνία και σ’ τα έπαιρνε, και πήγες για δουλειά».
Ακούει η Αναστασία, μπαίνει μέσα και αρχίζει:
«Τι γίνεται; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;», ζητάει εξηγήσεις με ύφος βαρύ. Το έχει πάρει από τη μάνα της αυτό, δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω.
«Όλα καλά κοπέλα μου», λέει τελικά ο κυρ-Άγγελος. Και τυλίγοντας την τελευταία πίτα, προσθέτει: «Εσείς κοιτάτε να βγείτε καλοί ανθρώποι στην κοινωνία».
Συνηθισμένα σε τέτοια τα αδέρφια. Η Αναστασία κρατώντας τη σακούλα, κι ο Παναγιώτης από πίσω, πηγαίνουν σε μια άκρη της πλατείας που είναι κάτι ξαδέρφες τους, κάθονται και αρχίζουν να τρώνε.
«Το μάθατε; Κάποιοι μπήκανε στην εκκλησία και ανοίξανε το παγκάρι», ενημερώνει η μία κοπέλα.
«Χτες έγινε, το λέγανε το πρωί στον φούρνο», επιβεβαιώνει η άλλη.
«Δεν άκουσα τίποτα», λέει η Αναστασία, «είχαμε πάει στο νοσοκομείο με τη γυναίκα του Παρασκευά, να δει η παιδίατρος το μωρό∙ ήτανε να κάνει εμβόλιο». Τα παιδιά μένουν για λίγη ώρα σκεφτικά.
Τη σιωπή σπάει ξαφνικά ένα αγόρι κάπου δέκα χρονών, που περνάει ξυστά από μπροστά τους με το ποδήλατο, κάνοντας πετάλι στην πίσω ρόδα και τραγουδώντας κοροϊδευτικά στα κορίτσια, προσπαθώντας να τα προκαλέσει για να τον κυνηγήσουν, πράγμα που πετυχαίνει. Η Αναστασία όμως είναι μεγαλύτερη και δεν ακολουθεί, κι ο Παναγιώτης έχει πάει να καπνίσει με τον φίλο του τον Γιώργο, έτσι μένει μόνη της στο πεζούλι. Καθώς αναζητά με το βλέμμα τη Λόλα να της δώσει καμιά πατάτα, τη βλέπει να έχει μείνει έξω από την ψησταριά.
Το θέμα όμως είναι πως έχει παρέα! Τρεις σκυλομνηστήρες έχουν ακολουθήσει τη μυρωδιά της και έχουν ήδη αρχίσει να επιδίδονται με τη σειρά, εναλλάξ, πρώτα σε άγριους καυγάδες μεταξύ τους, μέσα στο δρόμο, κι ύστερα στη σκυλίσια γενετήσια πράξη με το θηλυκό, που περιμένει στωικά να κάνει η φύση τη δουλειά της.
Τρέχει η Αναστασία, φωνάζει τη Λόλα, πιάνει μια πέτρα από κάτω, την πετάει προς τα σκυλιά που δαγκώνονται, βγαίνει και κάποιος από ένα μαγαζί και τους φωνάζει, διότι η φασαρία που προκαλούν είναι ενοχλητική. Η Λόλα όμως δεν έρχεται! Πηγαίνει μαζί με όλα τα άλλα παρακάτω, όπου η λειτουργία του ζωώδους ενστίκτου τους συνεχίζεται ανεμπόδιστα.
«Αχ, Λόλα! Τι θα σε κάνω τώρα;», στέκεται και μονολογεί η κοπέλα, «μεγάλωσες κι εσύ και βιάζεσαι να μπεις στα βάσανα». Τότε θυμάται ότι ένας κτηνίατρος είχε επισκεφτεί μια μέρα το σχολείο, και είχε μιλήσει με καλά λόγια για τη στείρωση των σκύλων. Άραγε προλαβαίνει τώρα; Λεφτά δεν έχει να δώσει, αλλά θα ρωτήσει να μάθει αν είναι κάποιος σε κανένα πρόγραμμα που το κάνει δωρεάν. Ναι, αλλά αν μείνει τελικά έγκυος η Λόλα, πώς θα την πάει; Δε θα είναι επικίνδυνο; Και κρίμα τα μωράκια, μπορεί να τα θέλουν κάποιοι. Καλύτερα θα ήταν να περιμένει να δει τι θα γίνει, να μάθει πρώτα ποιος κτηνίατρος αναλαμβάνει δωρεάν, κι άμα σε λίγο καιρό δε φουσκώνει η κοιλιά της, να την πάει. Αλλιώς, άμα γεννήσει.
***
Και του Σεπτέμβρη η ζέστη δεν αντέχεται. Αυτή η υγρασία τα κάνει όλα πιο δύσκολα. Τα παιδιά έχουν συγκεντρωθεί στο προαύλιο του Γυμνασίου, κάποιοι γονείς είναι μέσα, άλλοι περιμένουν απέξω για να τα πάρουν, μόλις τελειώσει ο αγιασμός. Η Αναστασία μένει αρκετά μακριά, μπορεί και παραπάνω από μισή ώρα με τα πόδια. Αδιανόητο το πώς η Λόλα την έχει ακολουθήσει μέχρι εδώ, σήμερα, πρώτη μέρα: Η κοιλιά της κρέμεται, σέρνεται σχεδόν στο δρόμο, καθώς κουνιέται πέρα δώθε σε κάθε βήμα που κάνουν τα κοντά της πόδια. Μοιάζει εντελώς έτοιμη να γεννήσει!
Τα κορίτσια χαιρετούν τη φίλη τους. Εντάξει, δεν κάνουν πολλή παρέα γενικά εκτός σχολείου, αλλά είναι ευχάριστος άνθρωπος η Αναστασία και χαίρονται ειλικρινά που τη βλέπουν τώρα, στην Α΄ Γυμνασίου.
«Άχου! Η σκύλα σου θα γεννήσει!», λέει στοργικά η Κωνσταντίνα, που χαϊδεύει το ζώο στη ράχη με το πόδι της, απαλά.
«Ναι, μέσα στο καλοκαίρι ήθελε γαμπρό», απαντάει η Αναστασία.
«Έχεις βρει πού θα δώσεις τα κουταβάκια;», ρωτάει η Μαρία.
«Όχι ακόμα. Πάντως δεν θα τα πετάξω. Με τίποτα».
Εκείνη τη στιγμή φαίνεται κι ο Παναγιώτης. Δεν μπαίνει μέσα στο προαύλιο, στέκεται απέξω από τα κάγκελα, στο πεζοδρόμιο, και κοιτάζει με ζήλια τα άλλα παιδιά.
Οι παλιοί συμμαθητές από το Δημοτικό τού σφυρίζουν πρώτα κι ύστερα του φωνάζουν: «Έμπα μέσα!», και «Τι φοβάσαι ρε, μη σε πάρει καμιά σταγόνα από τον αγιασμό του παπά; Δεν παθαίνεις τίποτα εσύ, άλλοι να φοβούνται. Έλα μέσα!»
Τι να κάνει κι ο Παναγιώτης, σκύβει ντροπαλά το κεφάλι και μπαίνει, αναγκαστικά τραβώντας τα βλέμματα, ψηλός και όμορφος όπως είναι.
Σε λίγο ακούγεται το Ευλογητός. Η Λόλα δεν μπορεί την πολυκοσμία, έχει βγει μπροστά μπροστά, προχωράει και πηγαίνει δίπλα στη διευθύντρια, αλλά πριν φτάσει στο καλώδιο του μικροφώνου σταματάει, γυρίζει και στέκεται ακίνητη απέναντι από τα παιδιά. Δείχνει να προσέχει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το τραπέζι του αγιασμού, και συγκεκριμένα τις κινήσεις του ιερέα κατά το Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν σου. Όταν εκείνος αρχίσει να ψέλνει Τῶν σῶν δωρεῶν, βουτώντας το βασιλικό μέσα στο μπωλ με το αγιασμένο νερό και ραντίζοντας γενναιόδωρα και με μαεστρία σχολείο και ανθρώπους, βγαίνει ενθουσιασμένη, αν και με εμφανή δυσκολία, μπροστά από το τραπέζι, προς τους μαθητές –ίσως νομίζοντας ότι αυτό είναι ένα παιχνίδι.
Αφού τελειώσουν οι επίσημοι λόγοι, οι χαιρετισμοί και οι ευχές για μια εποικοδομητική χρονιά, ο κόσμος αρχίζει να αποχωρεί, έτσι η καημένη η Λόλα μπλέκεται πάλι ανάμεσα σε πολλά πόδια. Ο Παναγιώτης και η Αναστασία έρχονται κοντά της και τη χαϊδεύουν, χαιρετούν όσους βρεθούν εκεί δίπλα, κουβεντιάζουν. Αφού μείνουν πια ελάχιστοι άνθρωποι στο προαύλιο, τα παιδιά και η σκύλα παίρνουν τον κουραστικό δρόμο της επιστροφής.
***
«Το πιστεύεις, γιατρέ, ότι βρήκανε σπίτια και τα έξι τα κουτάβια της Λόλας, μέσα στον πρώτο μήνα που γεννήθηκαν; Την είδανε στον αγιασμό, πρώτη η διευθύντρια είπε πως θέλει ένα, και μετά αρχίσαν κι άλλοι να το σκέφτονται», λέει ο Παναγιώτης στον κύριο Γεράσιμο, που τον έχει πιάσει το αυχενικό του από τις πολλές στειρώσεις αυτόν τον καιρό.
«Μπράβο παιδιά. Να ξέρετε ότι κάνατε αυτό που έπρεπε. Κι από ότι φαίνεται, έχετε καλούς καθηγητές και καλούς συμμαθητές, που κινητοποιήθηκαν», απαντάει ο κτηνίατρος και, κοιτάζοντας προς την Αναστασία, προσθέτει: «Όλα πήγαν καλά, θα μου την αφήσεις καμιά δεκαριά μέρες να την παρακολουθώ, για να μην έχουμε κάποια μόλυνση. Εδώ κοντά θα μένει, με μια κυρία που συνεργάζομαι».
«Μπορώ να έρχομαι να τη βλέπω; Ή δεν κάνει;», ρωτάει η κοπέλα.
«Εννοείται να έρχεσαι κορίτσι μου. Δε θα έχετε πρόβλημα, θα δεις».
***
Μπήκε ο Δεκέμβρης. Ο Παναγιώτης τρέχει κάτι μέρες τώρα για μεροκάματο στα πορτοκάλια, μετά τον έχει κλείσει και ένα συνεργείο για ελιές. Η Αναστασία συνεχίζει να πηγαίνει στο Γυμνάσιο, έχει ελάχιστες απουσίες ως τώρα. Όλοι την έμαθαν ως το κορίτσι που έσωσε τη σκύλα της από θάνατο, τη φρόντισε στη γέννα της, έδωσε όλα τα κουτάβια σε σπίτια και μετά τη στείρωσε. Η Λόλα συνεχίζει να την ακολουθεί μέχρι το σχολείο, μετά παίρνει έναν υπνάκο εκεί απέξω, ύστερα πάει βόλτα στην αγορά, όπου ο κυρ-Άγγελος τη γνωρίζει και την περιμένει για να της δώσει έναν μεζέ, κι έπειτα πηγαίνει πάλι από το σχολείο για να συνοδεύσει την Αναστασία στο σχόλασμα. Έχει και η σκυλίσια ζωή τις χαρές της, τι νομίζατε;
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Arjen J. Zwart. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]







