frear

Για τον Σωτήρη Κακίση – γράφει η Διώνη Δημητριάδου

Ο κόσμος των εσαεί θαυμάτων
Με τον τρόπο ενός στυλίστα της γραφής

Σωτήρης Κακίσης, Μια Δάφνη / Ανάποδα ο άνεμος, Βακχικόν, Αθήνα 2023.

ένα πλοίο μεγάλο με όλους τους γονείς μας, δηλαδή ο Θεός σαν υπερωκεάνιο, προς εποχές προηγούμενες σαλπάροντας στην καρδιά μου μέσα συνέχεια, αδιάκοπα, πάλι και πάλι. και μαντίλια πολλά, πάρα πολλά από το κατάστρωμα, κι Αμερικές συνέχεια σαν ακόμα περισσότερα πλοία, και μαύρη μετά σαν τον χρόνο παντού θάλασσα, βυθός με όλους τους πια, σαν σύμπαν. κι εγώ στην αποβάθρα εδώ, κι εγώ πολλοί, πάρα πολλοί, κι εγώ με μαντίλια. [1]

Η σχηματοποίηση αρχικά

Ποίημα, άτιτλο όπως όλα, τετραγωνισμένο σε μορφή, στον γνώριμο τρόπο του ποιητή, υιοθετημένο από παλιά και αναγνωρίσιμο στοιχείο της ποίησής του. Θέμα ύφους ίσως; Αλλά και το ύφος μια επιλογή είναι, δουλεμένη συνειδητά, που απηχεί μια βαθύτερη ανάγκη, εν προκειμένω την αποτύπωση μιας μορφής «ελέγχου» της ποιητικής ορμής, που παραμένει ως πρώτη εντύπωση, μέχρι να νιώσεις τον ρυθμό του ποιήματος να σε κατακλύζει. Ενδιαφέρουσα αντίστιξη ανάμεσα στα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ποιήματος και στην εσώτερη διάθεση να ενσωματωθούν μέσα στην τετραγωνισμένη του σχηματοποίηση πρόσωπα, γεγονότα, εικόνες, παραστάσεις, ενθυμήματα, μια ζωή βιωμένη μέσα στον χρόνο. Στο παραπάνω ποίημα, «φελλινικό» οπωσδήποτε, σαν να ξέφυγαν οι εικόνες του από κάποιο πλάνο ταινίας του μάγου της οθόνης, με τις λέξεις να παρατάσσονται σε άψογο τετράγωνο σχηματισμό. Αλλά και η έλλειψη των κεφαλαίων γραμμάτων, αφενός εξυπηρετεί την ομοιομορφία της στιχουργίας, αφετέρου όμως υπονοεί πως κάθε τι μέσα στο ποίημα έχει κεφαλαιώδη σημασία· όλα απολαμβάνουν την ποθητή συμμετρία, την ενδόμυχη «ισότητα». Στις πρώτες ποιητικές του συλλογές ο Κακίσης, για τις ανάγκες της έκδοσης ή κατ’ επιλογή, σχηματοποιούσε τα ποιήματα χρησιμοποιώντας για την ανάγκη του τετραγωνισμού τον συλλαβισμό, κόβοντας έτσι τις λέξεις για να στοιχηθούν, χωρίς προεξοχές:

εδώ ήτανε το παλιό μου σπίτι που ζει χωμένο μες στο καινούργιο, η σκιά των πραγμάτων που είχαμε δε λιγοστεύει ποτέ· ο παλιός μπουφές αγκαλιάζει διαρκώς το νέο, οι καρέκλες στέκονται προστατευτικά γύρω στις καρέκλες

—για μένα τον ίδιο κάποιος επαναλαμβάνει τις κινήσεις μου, βουλιάζει ανεπαίσθητα το μαξιλάρι του χωλ όταν κάθεται χωρίς να τον βλέπω—

τα δυο σπίτια, το σύνολο των ανθρώπων που τ’ αγαπήσανε, είναι δεμένα, άλλωστε τα ονειρευόμαστε καμιά φορά έτσι [2]

Ακόμη πιο δύσκολη, φυσικά, αποδεικνύεται η επιλογή να μην κόβεται ο στίχος με τον συλλαβισμό, άρα οι λέξεις να στοιχίζονται στη βάση του ρυθμού που κανονίζει τη σειρά τους και την ολοκλήρωση του τετραγώνου. Έτσι, ακόμη και με τη σχηματοποίηση του ποιήματος δεν αναιρείται το εγγενές χαρακτηριστικό της ποίησης, όποια μορφή κι αν πάρει αυτή από την πιο αυστηρά στιχουργημένη μέχρι την πιο ελεύθερη, δηλαδή ο εν ρυθμώ λόγος. Η αίσθηση του ποιητικού ρυθμού εμφανής και στις μεταφράσεις του από τον αρχαιοελληνικό λόγο (τα Άπαντα της Σαπφώς, του Αλκαίου και του Ηρώνδα, όπως και μικρά λυρικά αποσπάσματα από την αρχαιοελληνική ποίηση), όπου η δύναμη της ρυθμικής απόδοσης συμβαδίζει με την πιστότητα της μετάφρασης –κι αν την ξεπερνά κάποιες φορές, δεν την προδίδει ποτέ, στην ουσία της πιστός. Μεταφράζει χρησιμοποιώντας τον ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο («γεγονός που θορύβησε τους κλασσικιστές»), πιστεύοντας πως το ακόμη ζωντανό αυτό λαϊκό μέτρο συμπλέει αγαστά με την ποίηση της Σαπφώς, ενώ ταυτόχρονα αποδίδει τον πρωτότυπο λόγο εν ρυθμώ ποιητικώ. [3, 4]

Ο Κακίσης έχει σαφή επίγνωση του ποιητικού ρυθμού, καθώς φαίνεται μέσα στον χρόνο, από συλλογή σε συλλογή, να κατακτά όλο και περισσότερο την ικανότητα να ακολουθεί το ποίημα, όπως το ίδιο ορίζει τον ρυθμό του, και όχι να το υποτάσσει στανικά στη ρυθμική ροή. Κι αν αυτό μοιάζει κάπως σουρεαλιστικό, με το ποίημα στον ρόλο του καθοδηγητή-δημιουργού, ας δούμε το ποίημα που ακολουθεί:

ο Χρόνος! κι η λέξη ακόμα που τον λέει χωρίς αξία, το ρω, βέβαια, μέσα του πάντα σαν Ηράκλειτος, σαν ρεύμα, σαν ερώτηση. αλλά και κάθε βήμα μου μέχρι τώρα αλλιώς, με άλλο χρόνο το καθένα, σε άλλο σημείο αόρατο, σε άλλο βλέμμα μου πάνω σαν σε κλαδί καθισμένο, το βήμα μου το μικρό. κι εδώ από πουθενά δεν φαίνεται η μάχη κάθε στιγμή από την πρώτη στιγμή μεγάλη, στο σύννεφο αυτό, αυτόν τον πλανήτη με όλων των χρωμάτων τα αίματα. πιο πολύ του λευκού, πιο πολύ του μαύρου. [5]

Είναι η έννοια του χρόνου, όχι σαν λέξη μόνο, αλλά σαν ροή, που εδώ προχωράει το ποίημα, το «χτίζει», μέχρι να καταλήξει στο μαύρο, το σκοτεινό, κι εκεί να βάλει μόνο του (το ποίημα όχι ο ποιητής) επιτέλους την τελεία, γιατί νιώθει πλέον ολόκληρο. Να το πούμε και αλλιώς, το ίδιο το ποίημα εμπεριέχει τον αρχικό σκοπό του, το «τέλος» του. Ένα τέλος, ωστόσο, που διακινδυνεύει την τελείωσή του από την οποιαδήποτε αναγνωστική εισχώρηση σ’ αυτό· ανοιχτή, γνωστό αυτό, η ποίηση, αλίμονο αν όταν βάζει τελεία την εννοεί. Όποιος αντέξει να χωρέσει στο τετράγωνο του Κακίση, στους στοιχισμένους σαν σε θρανία στίχους του, μόνος του θα θελήσει να συνεχίσει την ενδο-ποιητική πορεία μεγαλώνοντας το ποίημα με τις δικές του αναφορές. Το ίδιο το ποίημα θα καθοδηγήσει και τον αναγνώστη, που κακώς θεώρησε πως, έστω η ανάγνωση, τού ανήκει. Θα επανέλθω, όμως, στο ζήτημα της αναγνωστικής σύμπλευσης. Στην ώρα του.

Σαν χείμαρρος ο λόγος

Προς το παρόν σκέφτομαι πόσο θα πρέπει να συνεπικουρεί αυτή την αρχική και σκοπούμενη σχηματοποίηση των ποιημάτων η χειμαρρώδης ροή του λόγου. Συχνά τα σημεία στίξης αποδεικνύονται ανίκανα ή και άστοχα στην απόδοση της «ψυχής» που πάλλεται μέσα στο ποίημα, οπότε αναπόφευκτη η κατάργηση των περισσότερων, να μη διακόπτεται ο λόγος, με επιλογή μόνο των απαραίτητων· άλλωστε, όπως ειπώθηκε παραπάνω, σκοπούμενη και η απουσία των κεφαλαίων γραμμάτων, καθώς όλα στην ποίηση υπακούν στον πυρήνα της ποιητικής ιδέας, να προλάβουν να ακουστούν, χωρίς σταματημό, χωρίς τίποτα να εμποδίζει τη ροή της σκέψης.

κοιμάμαι πια και στον ύπνο μου. στα όνειρα μέσα με βλέπω να κοιμάμαι, ωραία—ωραία κι ήσυχα, κι αυτό κάπως μ’ ανησυχεί. τι όνειρα λέω να βλέπω έτσι που με βλέπω, γιατί να μη μπορώ να τα δω; κι αν πιο μέσα στο μαύρο υπάρχει κι άλλο μαύρο, στο σκοτάδι μέσα κάτι ακόμα πιο σκοτεινό, γιατί να το δω, γιατί ακόμα παραπάνω να στεναχωρηθώ; σε κανένα μου πάλι όνειρο μέσα ο άλλος εγώ που κοιμάμαι δεν ξυπνάω, να ρωτήσω, να μου πω. κοιμόμαστε κι οι δύο μαζί ήρεμα, κι εγώ μόνο στο όνειρό μου μέσα πάντα ξαγρυπνάω. [6]

Στο παραπάνω ποίημα, για παράδειγμα, μοιράζονται ισότιμα οι δύο νοηματικές συνθήκες (ο ύπνος και μέσα του ο ύπνος), προκειμένου να αποδοθεί με τη ροή του λόγου η ενύπνια «αγρύπνια», να μη χαθεί αυτή η λεπταίσθητη ποιότητα ως λέξη ακροτελεύτια του ποιήματος —άρα και πιο σημαντική. Σημαντική, γιατί δίνει το έναυσμα για τη συνέχισή του.

Ο χειμαρρώδης λόγος θα μπορούσε να θεωρηθεί, κάτω από μια μικρόψυχη οπτική, πλεοναστικός, ιδίως σε μια εποχή που η συντομία των κειμένων (ή η σύντμηση χάριν ευκολίας) βοηθά ύποπτα να στέκεται κανείς στον φλύαρο λόγο. Εδώ, όμως, είναι μετρημένες οι λέξεις, κι ας κυλούν σε συνεχή ροή. Δεν είναι ανεξέλεγκτο το πλήθος τους —άλλωστε το κάθε ένα από τα ποιήματά του (μα και τα πεζά του για τα οποία θα γίνει αναφορά παρακάτω) δεν καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση. Λες και έχουν την ενσωματωμένη αίσθηση του περιττού και το αποφεύγουν, παρά τη νοηματική έκταση, που υπερβαίνει κατά πολύ τη χωροταξική.

γιατί όχι κι ένα τσιγάρο; πόσοι δεν πεθαίνουν χωρίς τσιγάρο, χωρίς καθόλου καπνό, πόσες γυναίκες με το στόμα τους καθαρό σαν ήλιος, με τα χνώτα τους σαν μάγουλα ροδοκόκκινα, με το νου τους σαν πλανήτη χωρίς φεγγάρια, χωρίς δαχτυλίδια κι ατμό; πόσοι πλανήτες ύστερα δεν λένε να πεθάνουν με τίποτα, χωρίς νερό, χωρίς φωτιά, χωρίς αέρα. ένα Σύμπαν δηλαδή τελείως νεκρό, ζώντας μόνο σαν χθες, κι η καρδιά μου να το προσέχει ολομόναχη, μην καπνίσω, μη ζήσω, μην πεθάνω. [7]

Εδώ εκκινεί από το απλό αντι-κείμενο (σε αντιπαράθεση μαζί του), για να ανοίξει τη θέα στα πρόσωπα (τις γυναίκες, δηλαδή, μα και γι’ αυτές θα έρθει η σειρά τους), να εκτιναχθεί στο σύμπαν, για να επιστρέψει (διαφορετικός πια) στον εαυτό του και ξανά στο αντι-κείμενο, κι αυτό πλέον απο-ενοχοποιημένο. Άψογη οικονομία χώρου ποιητικού.

Ο χώρος ως ά-χωρος

Έτσι κι αλλιώς το ποίημα δυσκολεύεται να περιοριστεί στα στενά πλαίσια της μορφής, πολύ περισσότερο, όπως στην περίπτωση του Κακίση, αν οι λέξεις δραπετεύουν μέσα στα χρονικά διαστήματα, μεταποιώντας κάθε φορά τη χωροταξία. Συχνά θα δούμε μέσα στο ίδιο ποίημα τις «εκτινάξεις» από τον ένα χώρο στον άλλο, ακολουθώντας τη σκέψη και τη μνήμη που, γνωστό αυτό, όρια δεν δέχεται.

να ξαναπάω παντού απόψε. στην Κυψέλη το ’75 με τον Χρήστο, στην Ύδρα τότε περίπου πάλι με τον Στέφανο, και με την Έλσα στη Θεσσαλονίκη, με τον Νίκο μετά στην Αντίπαρο, μόνος μου πάλι παντού. σε κάθε μέρος κι ένα μέρος μου να ξαναβρώ, ένα κομμάτι μου σαν θησαυρό να θυμηθώ πού το έκρυψα, να το ξαναδώ λίγο. στο Λεωνίδιο να ξαναφάω καλοκαιράκι παντού έξω, στην Πάτρα, στα Γιάλτρα, στην Αιδηψό. όπως τώρα ακριβώς στο Μεσολόγγι. [8]

Αντιμετωπίζοντας έτσι τον «χώρο» του ποιήματος, δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα, α-τοπική και προφανώς α-χρονική, ώστε όλα να χωρούν στο ποίημα, χωρίς να στενεύουν τον ορίζοντά του, ακόμα κι όσα άφησε ανείπωτα ο ποιητής. [9] Ο ίδιος αφήνεται να κυκλοφορεί μέσα στα ποιήματά του, αδιαφορώντας αν τα πόδια του αγγίζουν τη γη, παρακολουθώντας την εναλλαγή των χώρων, δημιουργώντας έναν άλλο χώρο, όπου μπορεί να στεγάσει (έστω για όσο διαρκεί το ποίημα) το πολύ ιδιαίτερο «σύμπαν» του.

νομίζω πια πως και σ’ άλλα σπίτια κοιμάμαι. ιδίως το καλοκαίρι εδώ τώρα, αλλά και στην παραλία μπροστά σ’ ένα σπίτι, με ζέστη πολλή μεσημεριάτικη. το σπίτι αυτό σαν παράγκα πιο πολύ είναι, με τον ουρανό πολύ πιο κοντά του, κι αρμυρίκια ψηλά σαν πεύκα το σκεπάζουν, σαν από τα πάρα πολύ παλιά εδώ γύρω πάνθεο αγνών θεών το αγκαλιάζουν. εγώ πάλι που σε τόσα μέρη πια ταυτόχρονα ξαπλώνω όλων των θρησκειών παιδί σαν να ’μαι, αρκεί να μ’ αφήσουν λίγο ακόμα να ζω, να ζήσω. [10]

Μα ακόμα κι όταν οι αναφορές είναι συγκεκριμένες, με το όνομά τους δηλαδή, δεν αργούν μέσα στο ίδιο ποίημα να ξεφύγουν από τον σταθερό τους τόπο είτε για να συναντηθούν απρόσμενα μεταξύ τους είτε για να μεταμορφωθούν σε πρόσωπα αγαπημένα και, έτσι με την άλλη τους μορφή, ενσωματωμένοι μέσα στον ποιητή, να μεταποιηθούν ξανά σε υπέργειους ναούς —μια αδιάκοπη πορεία από τον γήινο χώρο στον άλλον, τον αόρατο, μια αντιστροφή των φυσικών νόμων.

δεν ξέρω πού είναι τα ποτάμια της Ελλάδας, δεν ξέρω. ο Αλφειός που αγαπάω στην Πελοπόννησο είναι λένε, ο Νείλος στην Αίγυπτο, ο Γουαλδακιβίρ, ο Τάμεσις, ο Έβρος, ο Αχέρων, όλοι κάπου εδώ γύρω. κι ο Γρανικός, κι ο Σκάμανδρος, βέβαια, αυτοί ναι, κατακόκκινοι πάντα από το αίμα μου, αυτοί ξέρω ακριβώς πού είναι. αλλά κι οι άλλοι: μέσα μου είναι, με νερά και γλύκα ακαταμάχητη, με πρόσωπα ανθρώπων και φτερά, με δέντρα και καταρράκτες ασίγαστους, με πλατάνια κι ουρανούς τετραπέρατους. οι ποταμοί, ο Αλφειός, ο Νείλος, ο Γουαλδακιβίρ, ναοί είναι, εκκλησάκια. το νερό τους στάζει από τη Γη στον ουρανό ανάποδα, στων μαλλιών μου τα σύννεφα συνέχεια. [11]

Πρόσωπα αεί παρόντα – Άγιες αναμείξεις

Σε χώρο-άχωρο θα πρέπει να ισορροπήσουν και τα πρόσωπα στην ποίηση του Κακίση, μα και σε όλα του τα γραφτά. Δεν είναι μόνο η προσωπική σχέση του με τα πρόσωπα που ζωντανεύουν στις σελίδες του —άλλωστε μερικά από αυτά δεν τα είχε ποτέ γνωρίσει— μοιάζει περισσότερο να είναι το αποτύπωμα που έχει αφήσει η συνάντηση (πραγματική ή νοητή) μαζί τους, σε τόπο πραγματικό ή όχι, ένα χνάρι τόσο σημαντικό για τον ίδιο, όσο απαρατήρητο για κάποιον άλλον. Έτσι, για παράδειγμα, θα διασώσει την απολύτως φελλινική σκηνή (σαν αντλημένη από το E la nave va) με την Κάλλας μικρή να τη βάζει η μάνα της να τραγουδά κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού προς την Ιταλία. Και όλο αυτό μέσα από αφήγηση της άλλης αγαπημένης, της Δέσπως Διαμαντίδου. [12]

Τα περισσότερα πρόσωπα όμως είναι οι αγαπημένοι φίλοι του, που περνούν από μπροστά μας, όπως έχουν «γράψει» μέσα του την παρουσία τους – απουσία τους. Στιγμές, κινήσεις, σιωπές αποτυπώνονται εδώ και λειτουργούν με έκδηλη την ποιότητα του συναισθήματος. Πρόσωπα που δεν έχει καμία σημασία αν τα έχουμε ή όχι γνωρίσει προσωπικά, έχουμε όμως ταξιδέψει μαζί τους, έχουμε ερωτευθεί, έχουμε νοσταλγήσει τόπους και χρόνους κάποτε δικούς μας. Δεν αρκούν αυτά για να τα θεωρήσουμε οικεία, δικά μας πρόσωπα; Ο Νίκος Χουλιαράς, ο Μάνος Χατζιδάκις, η Δέσπω Διαμαντίδου, ο Θανάσης Βέγγος, ο Κώστας Πασχάλης, ο Αλέξης Δαμιανός, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Δήμος Αβδελιώδης, ο Αργύρης Μπακιρτζής, τόσοι και τόσοι άλλοι, μέσα στα βιβλία του Κακίση συνδιαλέγονται σαν να αποτελούν μια παρέα, με κεντρικό άξονα τον συγγραφέα, που με τον ιδιότυπο «φακό» του τοποθετεί τον εξαίρετο θίασο στον χώρο, στη «σκηνή» που δημιουργεί.

Σαν σε οικείο τόπο

Δεν είναι δυνατόν να διαβάσεις ποίηση του Σωτήρη Κακίση και να μην εισχωρήσεις στον κόσμο του, έναν κόσμο πολυπρόσωπο και ευρύχωρο, ακριβώς για να χωρέσουν οι «τόποι» που έχει μέσα του και τους μοιράζεται με τον αναγνώστη του. Έναν αναγνώστη που μόνον απλός επισκέπτης δεν είναι. Ξαφνιάζεται ίσως ο αμύητος στο ποιητικό σύμπαν του Κακίση, όχι όμως και ο μυημένος στη γραφή του. Σαν να βρίσκεται μέσα σ’ ένα δωμάτιο, και από την πόρτα, τα παράθυρα, από όλα τα πιθανά ανοίγματα, να εισχωρούν ακάλεστοι ή καλεσμένοι, αναμενόμενοι ή απρόσμενοι όλοι οι κοινοί αγαπημένοι. Γιατί, αυτό ακριβώς είναι που δένει τον ποιητή με τον αναγνώστη του: ο κοινός τόπος, η μοναξιά που αποτυπώνεται όταν συλλογιέσαι τα πρόσωπα που αγάπησες, με άλλον τρόπο το καθένα. Ο μυστικός κρίκος μιας αλυσίδας που ενώνει πολύτιμες σιωπές, αποθησαυρισμένες εν μέσω πολύκοσμης φλυαρίας.

τι τραγούδαγε ο Βαμβακάρης; κι αυτός της Σύρου όπερα, τα δάχτυλά του κι αυτού χέρια του Μητρόπουλου, η Παξινού νότες του, η σιωπή του Κάλλας ολόκληρη. πάλι από την αρχή δηλαδή: ο Παπαϊωάννου, ο Σκαλκώτας, ο Τσιτσάνης, ο Χρήστου, ο Άκης Πάνου, ο Χατζιδάκις. και προς το τέλος της θάλασσας άηχοι όλοι τους, ψάρια όλων των μορφών οι μελωδίες, τα γυρίσματά τους. ωκεανός βαθύς πολύχρωμος με ελάχιστο φως το σκοτάδι του, χώρες υποβρύχιες παντού, χαρά Θεού για πάντα. για κάθε ψαρά με ψυχή σαν τη δική μου. [13]

Ο κόσμος των προσώπων και των τόπων —άγιες συναντήσεις μαζί τους, ακόμα πιο άγιες οι αναμείξεις τους. Κι αν πει κανείς πως ίσως όλο αυτό το συνονθύλευμα μπορεί να συνιστά μια ανακολουθία, ένα λάθος πιθανόν, η απάντηση είναι πως η ζωή ολόκληρη είναι μια διαρκής ανατροπή των κανόνων, ή όπως εύστοχα γράφει ένας άλλος συνοδοιπόρος του Κακίση: «Από λάθη, ξεκινάει, λοιπόν, πάντα κι ο Κακίσης. Από λάθη της γλώσσας, της χρονολογίας, των σχέσεων. Και γι’ αυτό σώζεται για πάντα απ’ τον μεταμοντερνισμό, που αυτός ωστόσο εισήγαγε (χωρίς να το θέλει) στην ελληνική ποίηση». [14]

Έτσι όπως ο νους πηγαίνει προς τα πίσω και μαζεύει κομμάτια και αποσπάσματα ζωής, τα κάνει εικόνες, τα γράφει σε χαρτί να μείνουν όσα θέλεις να βάλεις σε μια σειρά, κι αυτά αντιστέκονται και επιλέγουν τις δικές τους συναντήσεις, ξεφεύγοντας από το ποίημα. Ο ποιητής, εδώ ως ενορχηστρωτής, διασώζει την πολύτιμη στιγμή της συνάντησης, και οικειοποιείται τις στιγμές μαζί τους, τα ίδια τα πρόσωπα, έξω από τις αυστηρές χρονικές συντεταγμένες. Η Μαρία Κάλλας γι’ αυτόν, για να αναφερθεί ένα μόνον παράδειγμα από τα πλείστα που συναντάμε στη γραφή του, βρίσκεται να αιωρείται τόσο πέρα και πάνω από τον χρόνο, όσο ταυτόχρονα δίπλα του, μέσα του:

[…] θέλω τώρα να πω πως και σ’ εμένα τον θεοσκότεινο ένα παιδί τελείως δικό μου είναι σα να ’ναι, το κλάμα της από μια πόρτα κλειστή πίσω σαν πατέρα που θα πρωτακούει έτσι πάντα το σπλάχνο του είσαι, Μαρία, παιδί μου. στην άκρη της Γης εσύ, φάρος εγώ στην άκρη του κόσμου, ν’ αναβοσβήνω σαν στερεοφωνικού, σαν καρδιογράφου το φως, τις γραμμές, κάθε φορά που η φωνή σου το φως, η άγια, oh, mio babbino caro, τρέχει να με βρει, κοριτσάκι μου, νύχτα μου εσύ παγκόσμια ολόγυρα, θυμέ μου αθάνατε, μικρή μου! [15]

Και οι γυναίκες;

Οι θηλυκές παρουσίες στον κόσμο του Κακίση αποτελούν ένα ιδιαίτερο, δικό τους κεφάλαιο. Και ξεχωρίζουν, φέρνοντας τη δική τους αύρα, άλλες με το όνομά τους, άλλες με τη διαχρονική δύναμη της ανωνυμίας τους. Η κάθε μία σκιάζει τη σκέψη και την ψυχή του, την περιγράφει, τη συσκοτίζει, την ανιχνεύει ή την αφήνει ανερμήνευτη, τη μισεί ή την αγαπά, την ξεχωρίζει ή την ακουμπά στη συμπερίληψη. Η γυναίκα στην ποίησή του υπάρχει πίσω από τις λέξεις, ακόμα κι απ’ αυτές που για άλλα φαίνεται να μιλούν· ένας διαρκής αγώνας κατάκτησης, από τον ασυγκράτητο ερωτισμό έως: «μια ελαφρά διαφαινόμενη συναισθηματική-ερωτική κόπωση που, δυστυχώς, φέρνουν ως “δώρα” τα χρόνια», όπως θα διακρίνει στις πιο ώριμες ποιητικές του Κακίση καταθέσεις, ο Γιώργος Μαρκόπουλος. [16] Άλλοτε σε ποιήματα, άλλοτε σε τραγούδια (γιατί ούτε από τη μουσική που κρύβει μέσα του γλίτωσε ο ποιητής, αφού, έτσι κι αλλιώς, «όλοι οι στίχοι του με τον ρυθμό τους αποπνέουν μουσικότητα») μια διαδρομή αισθημάτων, που είτε ανοιχτά κοινοποιούνται είτε φωλιάζουν στον «μέσα κήπο» του:

Όλυμπε, Κίσσαβε, βουνά της Κίνας,
άγνωστα Έβερεστ της Ινδοκίνας,
ψηλά κι απάτητα, μικρά μπροστά μου,
μπρος στα αισθήματα τα πιο κρυφά μου.

Ο μέσα έρωτας, ο μέσα κήπος,
κόσμος ολόκληρος αυτός ο χτύπος.
Ο μέσα έρωτας, καρδιά, καρδιά μου,
βουνά κι ηφαίστεια όλα δικά μου!

Βουνά ρεμπέτικα της Αλαμπάμα,
Αίτνα της Θήρας μου και Φουτζιγιάμα,
ηφαίστεια άγρια, σβηστά μπροστά μου,

μπροστά στον έρωτα και στην καρδιά μου. [17]

Πολύ νωρίς ακόμα, ο Κακίσης γράφει ένα από τα καλύτερα ποιήματά του, φέρνοντας μέσα στον ρυθμό του τη γυναίκα-αίνιγμα, θεματική που θα τον απασχολήσει και στη συνέχεια:

δεν έχω κρατήσει ποτέ στα χέρια μου καρδιά γυναικεία. δεν ξέρω πώς είναι. αν είναι υδάτινες πάλι δεν κρατιώνται, σε βάρκα θα μπω τότε να τις χαράξω. θα σκίσω τα νερά τα μαύρα εγώ, θα κάνω ηλιοθεραπεία στη βάρκα μου αδιαφορώντας για ό,τι βράζει από κάτω μας, ψαράς θα φαίνομαι. όσα ψάρια έχουνε μέσα τους γυναικείες καρδιές αμίλητα είναι. και όλο συχνάζουν στα δολώματα. να βγούνε μια στιγμή στον αέρα κι ας πεθάνουν. [18]

Ο χρόνος στον καθρέφτη

Ο Κακίσης γράφει πάντα σχεδόν σε πρώτο πρόσωπο. Κι όταν κοιτάζει μέσα στον καθρέφτη του βλέπει το πρόσωπό του σε ένα παιχνίδι με τον χρόνο. Κι αν στα παλαιότερα ποιήματά του φαινόντουσαν τα ίχνη του θανάτου, περισσότερο με την τραυματική εμπειρία κάποιας απώλειας προσφιλών προσώπων, στις πιο πρόσφατες συλλογές του κοιτάζοντας μέσα στον καθρέφτη του βλέπει τον χρόνο που πέρασε από πάνω του, ανακαλύπτει μέσα του όλους, ζώντες και τεθνεώτες εν χορώ, μαζί και τον εαυτό του ως παιδί. Η σκέψη του κινείται όλο και πιο πολύ στη θεματική του χρόνου που τελειώνει —σε ένα του ποίημα μάλιστα χαρίζει στον θάνατο και το κεφαλαίο γράμμα, σε μια απόπειρα αντίστιξης με το εφήμερο και το ασήμαντο των πραγμάτων, που αναδεικνύονται ωστόσο μέγιστα:

μας χωρίζει ο Θάνατος, αυτός ο χαζός. αυτός που κάνει αλλιώς τους ανθρώπους, τα παιδιά από παιδιά θάνατο, από αίμα νερό, από νερό μετά ρίζες. μας χωρίζει χωρίς λόγο άμα σκεφτείς, έτσι, σαν δάσκαλος κακός, σαν συγγραφέας της συμφοράς, σαν σκηνοθέτης ανόητος, αργός όταν δεν πρέπει, γρήγορος όταν δεν σκέφτεται. ο Θάνατος: ένα τίποτα τελικά μπροστά στο τώρα, ένα μηδενικό μπροστά σε τόσων γλυκών πραγμάτων την υπερβατική, την αήττητη ασημαντότητα. [19]

Θα επανέλθει και θα γίνει πιο συγκεκριμένος, από τον τίτλο μάλιστα της συλλογής (Μάχη με τον Χρόνο), χαρίζοντας ακόμη ένα κεφαλαίο γράμμα (από τα σπάνια που διαθέτει η ποίησή του) στον Χρόνο. Ο χρόνος, σαν μια συνέχεια στιγμών που διαδέχονται η μια την άλλη, με την ουσία του να διαφεύγει πάντα, σαν μια συνολική θεώρηση της ζωής, που αυτή κι αν ξεφεύγει από το στόχαστρο διαρκώς· το στοίχημα για τον Κακίση αποδεικνύεται πως είναι αν μπορεί να σταθεί απέναντί του (ποτέ συνειδητά μέσα του) και μακάρι ποιητικά να τον αποδώσει, καθώς παλεύει να μιλήσει με το ευσύνοπτο και υπαινικτικό, το ελάχιστο σώμα των λέξεων, που όσο μικρότερες τόσο περισσότερο φωνάζουν την ουσία τους.

Ο Σωτήρης Κακίσης εκεί «στη μέση του δρόμου» να βρέχεται [20], όπως οι μνήμες σαν εικόνες τρέχουν μπροστά του διατρέχοντας την πρότερη ζωή και αποτυπώνοντας στίχους σε μια ιδιότυπη μείξη, αυτήν που χαρακτηρίζει την ποίησή του και την κάνει αναγνωρίσιμη. Σκέφτομαι αν μπορεί να γραφεί η ποίηση με αυτό τον τρόπο από κάποιον που δεν βρίσκεται καταμεσής (του δρόμου ή της ζωής) και δεν έχει πίσω του έναν ποταμό από πρόσωπα και καταστάσεις να τον προκαλούν σε μιαν αδιάκοπη μάχη με τις λέξεις —είναι και αυτός ένα τρόπος να αντισταθείς (ή απλώς να αντιμετωπίσεις σθεναρά) τον μέγιστο παραλογισμό: να θέλεις να εννοήσεις το χρονικό πλέγμα που μέσα του κυλούν τα πάντα, ενώ αποτελείς κομμάτι του και δεν μπορείς να εποπτεύσεις από τα έξω το όλον. Ο χρόνος και ο καιρός για τον ποιητή, σε μια σοφή διάκριση όσο γίνεται να εννοηθούν, αποδίδονται σε μια εναγώνια προσπάθεια να ελεγχθεί, με την πεπερασμένης δύναμης ανθρώπινη λογική, έστω το περίγραμμά τους:

ενώ ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα, ο καιρός γιατί δεν τον ακολουθεί και μένει έτσι σκληρά σταματημένος; γιατί ο καιρός δεν είναι τοπίο μόνο και θάλασσα πότε ήρεμη και πότε αγριεμένη, ουρανός ν’ αλλάζει συνέχεια, να μην ησυχάζει; ο καιρός είναι ο άλλος χρόνος, ένας δίδυμος νομίζω εαυτός του μέσα μου,
[…] εγώ είμαι δηλαδή στο χρόνο μέσα προβληματισμένος μα και μια χαρά, ο καιρός για όλα ως τώρα, ο καιρός για όλα πάλι τα ως τώρα με την καρδιά μου, με την ψυχή μου, με το μυαλό μου πάλι, ξανά και ξανά. [21]

Ο Χρόνος (και όχι ο χρόνος) πλέον, με τη λέξη που τον κωδικοποιεί να είναι ανίκανη να τον εκφράσει (απλός κώδικας συνεννόησης, τι άλλο;), κι όμως για την ποιητική γραφή εκείνο το ρω τα έχει όλα, γιατί έχει τον ήχο, τη ροή, την πανάρχαια σύλληψη του «σκοτεινού Εφέσιου (πόσο πιο κατανοητός τώρα!):

ο Χρόνος! κι η λέξη ακόμα που τον λέει χωρίς αξία, το ρω, βέβαια, μέσα του πάντα σαν Ηράκλειτος, σαν ρεύμα, σαν ερώτηση. [22]

Ο Κακίσης μοιάζει όλα να τα εμπεριέχει, το τότε, το τώρα μα και το αύριο, αν όχι με τη μορφή ελπίδας και προοπτικής τουλάχιστον με τη συνειδητοποίηση πως όλα τελικά Χρόνος είναι αλλά και Καιρός. Κι αν είναι κάτι που τον διασώζει ακόμη πάνω στο καράβι και όχι σαν σκυλί που κολυμπάει πίσω εναγωνίως να το φτάσει, είναι που μπορεί μέσα σε λίγους στίχους να βάζει πρόσωπα-ονόματα-σύμβολα και να προχωράει μαζί τους, δρομέας μέσα στον χρόνο, στον Χρόνο καλύτερα.

[…]
αλλά προπαντός θυμάμαι τη ζωή μου αυτή ολόκληρη σαν σινεμά κι εγώ στην οθόνη και μέσα κι απέξω σαν Γούντυ Άλλεν, αλλά και σαν Μπάστερ Κήτον, σαν Σέρλοκ Τζούνιορ καλύτερα. προτιμώ σαν Σέρλοκ Τζούνιορ, σαν Μπάστερ Κήτον εγώ. [23]

Το βάρος του βιωμένου χρονου σε δύο όψεις

Δύο συλλογές, Μια δάφνη και Ανάποδα ο άνεμος, στεγασμένες στο ίδιο βιβλίο, και μάλιστα με τον δικό του παλαιό τρόπο [24], σε ένα βιβλίο δύο όψεων, ώστε η κάθε μία συλλογή να αυτονομείται, την ίδια στιγμή που η μία συνεχίζει την άλλη, όλα έχουν τη θέση τους σε μια κοινή πορεία, όλα αποτελούν σημεία διακριτά στο ίδιο νήμα δημιουργίας. Κι αυτά τα ποιήματα κινούνται στην ίδια θεματική που απασχολεί τον ποιητή και συνιστά την αρχική ιδέα όλης της γραφής του, δηλαδή τον χρόνο που γράφει μέσα του με παιδικές μνήμες, με τόπους σημαδιακούς στη ζωή του, με τους φίλους που όλο χάνονται, τον έρωτα που διαρκώς δηλώνει την παρουσία του, με σώμα υπαρκτό ή όχι, με τον θάνατο, όλο και πιο πολύ να ανοίγει το δικό του πέρασμα, να εισχωρήσει στο ποίημα, να το αλώσει. Η σύζευξη του χρόνου με τον θάνατο, ειπώθηκε παραπάνω, πάντα παρούσα στην ποίησή του, όμως εδώ πιο καθαρά διακρίνεις και τη δική του παρουσία εν είδει απουσίας, κάθε που μιλάει για τις δύο αυτές άφευκτες συνθήκες της ζωής:

[…] κι αυτή η ηρεμία τι άλλο παρά το μέλλον όπως χωρίζουμε τον χρόνο είναι, μ’ εμένα να το ξέρω πια τέλεια, λείποντας. [25]

Διασώζεται, άραγε, για μια ακόμη φορά μέσα από μια κινηματογραφική σκηνή;

Βγάζω καμιά φορά τα τόσο μαύρα γυαλιά που φοράω και βλέπω ότι μοιάζω με τον Τζων Μπελούσι. Όχι τον Μπελούσι όλου του κόσμου, αλλά με τον προσωπικό μου Μπελούσι μιας σκηνής. Όχι όλοι σας, ένας από σας επιτρέπεται να θυμηθεί τη σκηνή που εννοώ από τους Μπλουζ Μπράδερς. Τον κυνηγάει απ’ την αρχή με ωρολογιακές βόμβες και μπαζούκας μια γκόμενα, γιατί την είχε παρατήσει νύφη στην εκκλησία, και συνέχεια αποτυγχάνει στον θάνατό του. Στην κορύφωση του έργου, του κόβει τον δρόμο μέσα στο τούνελ, και τότε πάμε για μια ανόητη να τιναχτούμε στον αέρα όλοι, ηθοποιοί και θεατές και στόχοι.

Άντε, δεν πειράζει. Πηγαίνετε όλοι να δείτε την ταινία. Να δείτε πώς βγάζω τα τόσο μαύρα γυαλιά, πώς συγκινώ, πώς σώζω. Πώς είμαι. [26]

Όταν ο έσω κόσμος αντιπαλεύει τη μνήμη ως άχθος πια:

μέρες ωραίες που με φοβίζουν πια, που δεν μου λένε πια πολλά, σχεδόν τίποτα. στον λαβύρινθο πια μέσα του εαυτού μου πολύ, πάρα πολύ, σε σκοτεινά κι εδώ συνέχεια περάσματα, όπου το φως το απέξω ελάχιστο, σχεδόν ανύπαρκτο. εκεί εγώ όμως πάντα με το μαχαίρι στο χέρι, στο στόμα, στα δόντια, έτοιμος να σκοτώσω κι όχι να σκοτωθώ, με τον χρόνο άλλο, τελείως άλλο, μ’ όλα τα ως τώρα αν θέλω δίπλα μου, παρόντα. κι όποια ανάμνηση καταπάνω μου μες στο σκοτάδι πλησιάσει επιθετικά, εγώ να τη σκοτώσω, να την ξεφορτωθώ. [27]

Ένας κόσμος πλήρης από εικόνες, μνήμες, με περισσότερο εμφανή πλέον την επίγνωση πως αντέχει να αποτυπώνει ποιητικά όλο το βάρος του βιωμένου χρόνου. Μα, δεν έχει άλλο δρόμο μια γραφή που πάντα θεωρούσε την ποίηση πολύ σοβαρή υπόθεση.

Και η λεπτομέρεια, βέβαια

Αν η συγγραφή (σε όποια μορφή) έχει ανάγκη την παρατήρηση, και αν η αποτύπωση της λεπτομέρειας είναι αυτή που ξεχωρίζει το κοφτερό μάτι, μα και την εσωτερική συγκίνηση της στιγμής, τότε ο Κακίσης πρέπει να θεωρείται μεγάλος τεχνίτης της γραφής. Απίστευτες λεπτομέρειες συγκεντρώνονται στα γραφτά του, κερδίζοντας την προσοχή μας, καθώς καταλαμβάνουν το κέντρο του κάθε κειμένου, παραγκωνίζοντας το αρχικά εμφανές. Μοιάζει ως προς αυτό με τον φωτογράφο που, ενώ όλοι νομίζουν πως έχει παγώσει τη στιγμή μέσα στον χρόνο, εκείνος την έχει απελευθερώσει σε μια διαρκή κίνηση, πέρα πολύ κι έξω από τη φωτογραφία [28]. Στο μικρό πεζό του «Ο έρωτας», σχολιάζει το απρόσμενο, να βγάζεις φωτογραφία νυχτερινή, κι ενώ:

Νομίζεις ότι φωτογραφίζεις έναν άδειο δρόμο και στο βάθος κάτι φώτα πολύχρωμα μιας ταβέρνας, όταν σου εμφανίζουν τη φωτογραφία, να βλέπεις έκπληκτος ένα τεράστιο τρακτέρ που έκλεινε τελείως το δρόμο προς την ταβέρνα, που ο φακός το έπιασε, που το μάτι δεν το είχε πιάσει. Είναι φοβερό να κρύβονται τέτοια πράγματα από τα μάτια μας. [29]

Αν αφήσουμε στην άκρη την αλληγορική εκδοχή, αν μείνουμε στο ξεκάθαρα δηλωμένο, ήδη το αφανές στο μάτι, ορατό ωστόσο στην κάμερα, έχει κυριαρχήσει στην αναγνωστική πρόσληψη. Ο Κακίσης προσέχει όσα οι άλλοι προσπερνούν αδιάφορα, κι έχει τον τρόπο (τον μοναδικά δικό του) να τα καταγράφει (ποιητικά ή όχι, δεν έχει σημασία, γιατί όλα ένα είναι τα γραπτά του) και να σου εντυπώνονται ανεξίτηλα. Όπως σχολιάζοντας το γνωστό τραγούδι του Τσιτσάνη «Τα καβουράκια», θα πάει το τραγούδι ακόμη πιο πέρα, πέρα από τους στίχους που έχουν, τάχα, ολοκληρωθεί, για να δει το «μετά»: […] Εκτός κι αν μετά το ρεφραίν που τελειώνει ο ρόλος τους τα καβουράκια μπορούν να ησυχάσουν κι αυτά και να ονειρευτούν ωραία πράγματα —μοτοσυκλέτες και διορθωτικό γραφομηχανής— σε μια γωνιά, πίσω απ’ το πάλκο της ταβέρνας και της Νίνου. Εκείνο που δεν λέει το τραγούδι κι ούτε η κινηματογραφική ταινία, είναι τι θέλει να πει. Θέλει να πει ότι είναι καλό να το σκας, θέλει να πει ότι είναι καλό να μην είσαι κάβουρας, θέλει να πει ότι τα καβουράκια βαράνε ενέσεις στις τουαλέτες; Ή και τα τρία μαζί; [30]

Αυτή η σοφά επιλεκτική όραση αποθηκεύει στιγμές πολύτιμες που, παρά το ελάχιστο της παρουσίας τους, εκβάλλουν ήρεμα σε ό,τι γράφει, αιφνιδιάζοντας με το ανατρεπόμενο τοπίο, μέχρι που κατανοείς τον ιδιαίτερο τρόπο του Κακίση: όλα τα βλέπει κι όλα τα εννοεί μέσα από τα δικά του φίλτρα, ίδια εδώ και περίπου σαράντα πέντε χρόνια, από τις πρώτες του γραφές, που αμέσως επισημάνθηκε η αξία τους από τους πιο ευαίσθητους δέκτες: «Τα ποιήματά του, ένα είδος μοντέρνων πεζοτράγουδων όπου δεν ακούμε τραγούδια αλλά την ψιθυριστή φωνή ενός αόρατου υποβολέα που παρατηρεί τον γύρω κόσμο και κάτι σημαντικό βλέπει κάθε τόσο, αφανέρωτο στο κοινό μάτι, είναι μια ανθοδέσμη στιγμών από ακαριαία σενάρια καθημερινής ζωής, γκρίζας, ταπεινής, μα πληγωμένης από οδύνη και μοναξιά» [31]. Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που οι λεπταίσθητες παρατηρήσεις του όχι απλώς εισχωρούν στα κείμενά του αλλά συγχρονίζονται με προσωπικές του στιγμές, δικά του βιώματα, δημιουργώντας μια «τοιχογραφία» προσώπων, γεγονότων και τοπίων· συνδετικός τους κρίκος αυτές οι λεπτομέρειες, όπως εδώ σε σκηνή από ταινία, που με τη βοήθεια του ανέμου που πνέει ανάποδα, αντιστρέφοντας και τον χρόνο, προσκαλεί μέσα της τα δικά του πρόσωπα, όχι ως θεατές αλλά ως συμπρωταγωνιστές, όλοι μαζί, στο σκηνικό της μνήμης, ένα:

σκέφτομαι πως όλη αυτή η προηγούμενη γενιά ήταν τόσο συγκινητική σαν εκείνο το περπάτημα του Ορέστη Μακρή στον Σχοινιά στην άμμο. με καλοκαίρι γύρω κι από κάτω τους και τη θάλασσα ατελείωτη όπως πάντα μπροστά τους, κι εκείνοι με ωραία λινά κουστούμια και καπέλα αντίπαλοί τους, ατσαλάκωτοι κι ευθυτενείς στο πολύ ήλιο μέσα, παππούδες ο Μακρής ιδανικοί, τα ίδια ρούχα, το ίδιο περπάτημα, η ίδια θωριά: κι εγώ έτσι με τον παππού μου τον Ξενοφώντα παιδάκι τότε στην Κυλλήνη, κι ο πατέρας μου μαζί, παιδί κι αυτός δίπλα μας. [32]

Ο ποιητής και το παίγνιον στον χώρο των θαυμάτων

Ο Κακίσης, πολυπράγμων τεχνίτης και στυλίστας της γραφής, προσέγγισε όλα τα κείμενα που δουλεύτηκαν με τη γλώσσα του (προσωπική, ιδιαίτερη, αναγνωρίσιμη ανάμεσα σε χιλιάδες) με μια αίσθηση δίκην παιδικής αθωότητας. Βλέπει τη ζωή παιχνίδι (ποιος είπε πως στο παιχνίδι δεν εμφωλεύει αθέατη η τραγικότητα;), αποτυπώνει με εγγενή θρασύτητα [33] (ευτυχώς η άγια θρασύτητα δεν τον εγκατέλειψε ποτέ) και όμορφα μπερδεύει μεταξύ τους όσα ασύνδετα φαίνονται να είναι, τεχνουργώντας τον προσωπικό του «καμβά ζωγραφικής», με ποίηση, εικόνες και λέξεις. Γιατί πάνω απ’ όλα ποιητής, ό,τι κι αν κάνει. Γιατί το παίγνιον, ιερό και απαραβίαστο από τη σοβαροφάνεια, με όση ειρωνεία, με όσο (κυρίως αυτό) χιούμορ, με όσο σαρκασμό και αυτοσαρκασμό τού αναλογεί (γενεσιουργά στοιχεία και αυτά της ποίησης) ας μένει στη βούληση του δημιουργού αφημένο. Είναι σε καλά χέρια. Δανείζομαι τα δικά του λόγια, κι ας αφορούν τον άλλο σπουδαίο, τον Χρήστο Βακαλόπουλο, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του: «[…] μουσική εξαίσια θα συνεχίζει ν’ ακούγεται, να διακρίνεται πάντα ανάμεσα στις τόσες, τόσο πια παράφωνες, φωνές γύρω μας. Ανάμεσα στις τόσες, τόσο άψυχες πια, ψυχές, του κόσμου ετούτου του άσωτου» [34]. Αλλά και ο Γιάννης Βαρβέρης εύστοχα περιγράφει αυτό το «οργίλα άχρονο, το κακό αυτό παιδί» και την ποιητική του: «Τα ποιήματα του Σωτήρη Κακίση, ευσύνοπτα, χυμώδη, ζαβολιάρικα, θεατρικά, δροσερά. ιπτάμενα, αγωνιστικά, παραιτημένα, στιλπνά και κάθιδρα, βολπονείως λάγνα και αειπάρθενα, καθημερινά και μεταφυσικά, παιγνιώδη και αυστηρά, τρυφερά και αδυσώπητα, συνιστούν έναν ολόκληρο σύγχρονο κόσμο που αγαπάει την παράδοση ελέγχοντάς την και που μελλοντολογεί μέσα στο όνειρο» [35].

Σημειώσεις

1. Μια δάφνη, Βακχικόν, Αθήνα 2023, σ. 27.

2. Τα σύρματα / Συσκευή του νεκρού ανθρώπου, Ερατώ, 1984 (β΄ έκδ.), σ. 39. (Τα σύρματα, Τραμ, 1978. Συσκευή του νεκρού ανθρώπου, Άκμων, 1979).

3. Ένα δείγμα εδώ: δέδυκε μεν ασέλαννα και Πληΐαδες, μέσαι δε / νύκτες, παρά δ’ έρχετ’ ώρα, έγω δε μόνα κατεύδω —το φεγγαράκι κρύφτηκε, κι η Πούλια· μεσονύχτι· / κι η ώρα φεύγει και περνά, κι εγώ μόνη ξαπλώνω. (Σαπφώ | τα ποιήματα, Ερατώ, 122002, σσ. 160-161, Κέδρος, 11978).

4. «Ο Κακίσης επιδιώκει να επιτύχει ολοκλήρωση απέναντι στην αποσπασματική φύση του σαπφικού έργου. Εμβαθύνει σε μια ποιητική αναστύλωσης, επινοώντας συνδέσεις, συσχετίζοντας αποσπάσματα, συναρμολογώντας λέξεις, δομώντας έτσι ένα μεταφραστικό πρωτότυπο. Συνδυάζει κάποιους στίχους που ανήκουν σε διαφορετικά πρωτότυπα ποιήματα σε ένα ενιαίο νέο κείμενο». Δημήτριος Καργιώτης, «Σαπφώ και σύγχρονη Ελλάδα», The Cambridge Companion to Sappho, Cambridge University Press, 2021.

5. Μάχη με τον χρόνο, Βακχικόν, Αθήνα 2021, σ. 23.

6. Ανάποδα ο άνεμος, Βακχικόν, Αθήνα 2023, σ. 18.

7. Πανσέληνος στο δάσος, Αιγαίον, Λευκωσία 2012, σ. 26.

8. Μια νύχτα τη μέρα, Ερατώ, Αθήνα 2017, σ. 29.

9. Το έχει επισημάνει και ο Τάσος Λειβαδίτης: «Απ’ όλες τις ιδιότητες της ποίησης εκείνο που απασχολεί περισσότερο τον ποιητή είναι η ατμόσφαιρα. Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται συχνά από παράταιρα (παράταιρα;) στοιχεία, από πολυσήμαντες ασημαντότητες, από φευγαλέα βλέμματα, από μισοϊδωμένες εικόνες», «Για τη Συσκευή του νεκρού ανθρώπου», Η Αυγή, 18.5.1980.

10. Ανάποδα ο άνεμος, ό. π., σ. 49. Αξίζει εδώ να παρατηρήσουμε την ενδιαφέρουσα αντίστιξη: όσο ο χώρος πλαταίνει, ανοίγει, σχεδόν καταργείται στα όριά του, τόσο περισσότερο γίνεται εμφανής η αγωνία του ποιητή για τον χρόνο που «στενεύει».

11. Πανσέληνος στο δάσος, ό.π., σ. 38.

12. Βλ. «Δέσπω Διαμαντίδου», Όλο αέρα! Αισθηματικά κείμενα, Βακχικόν, Αθήνα 2016, σσ. 125-127.

13. Μια νύχτα τη μέρα, ό.π., σ. 38.

14. Φοίβος Δεληβοριάς, «Ο Τζέρι Λούις της αρχαιότητας ή ο Κακίσης μετά το μεταμοντέρνο», «Αφιέρωμα στον Κακίση», περ. Βακχικόν, τχ. 26, Ιούνιος 2014.

15. Για μένα η Κάλλας, Ερατώ, Αθήνα 1997, σσ. 39-41.

16. Γιώργος Μαρκόπουλος, «Χαρταετοί στο σκοτάδι», Poetix, τχ. 7, άνοιξη-καλοκαίρι 2012. (αναδημοσίευση στο περ. Βακχικόν, «Αφιέρωμα στον Σωτήρη Κακίση», ό.π.).

17. «Ο μέσα κήπος», Χρειάζομαι μουσική (στίχοι και κείμενα), Ερατώ, Αθήνα 2021, σ. 243.

18. Να ’σαι γατούλα, Ερατώ, Αθήνα 1986, σ. 19. Και στο Ποιήματα Ι, Ερατώ, Αθήνα 1997, σ. 79.

19. Να ’χω το νου μου, Βακχικόν, Αθήνα 2018, σ. 15.

20. «Κι εγώ στη μέση του δρόμου να βρέχομαι», Μάχη με τον Χρόνο, Βακχικόν, Αθήνα 2021, σ. 9.

21. Μάχη με τον Χρόνο, ό.π., σ. 20.

22. Μάχη με τον Χρόνο, ό.π., σ. 23. Βλ. παραπάνω ολόκληρο το ποίημα.

23. Ό.π., σ. 52.

24. Βλ. παράδειγμα «συστέγασης» στο: Σωτήρης Κακίσης, Παραμύθια σαν αστεία άστρα, Χρήστος Βακαλόπουλος, Υπόθεση μπεστ-σέλλερ, Καστανιώτης, 1984.

25. «The leg room», Μια δάφνη, ό.π., σ. 42.

26. «Μπάτμαν», Μέρη που χάσανε τη μαγεία τους, στο: Παλιές ιστορίες, Κουκκίδα/Αιγαίον, 2019, σ. 66. (ά έκδ.: 1985, Ερατώ).

27. Ανάποδα ο άνεμος, ό.π., σ. 33.

28. Δες σχετικά: «Ο κόσμος δεν καταλαβαίνει τις φωτογραφίες. Νομίζει πως παγώνουν τη στιγμή μέσα στον χρόνο, όμως η αλήθεια είναι πως την απελευθερώνουν απ’ αυτόν, κι εκείνο που έχει αιχμαλωτίσει η κάμερα κάνει ένα βήμα έξω από τον συνεχή βηματισμό του χρόνου». (David Park, Ταξιδεύοντας σε ξένη γη, μτφρ. Νίκος Μάντης, Aldina/Gutenberg, Αθήνα 2020, σ. 215).

29. Παραμύθια σαν αστεία άστρα, α΄ έκδ.: 1984, Καστανιώτης (βλ. και σημ. 24), σ. 58, και στο Παλιές ιστορίες, ό.π., σ. 49.

30. «Ο κάβουρας κούτσα-κούτσα», Τρόμος στο κολλέγιο και άλλα αστυνομικά δοκίμια, Καστανιώτης, Αθήνα 1983, σσ. 104-105.

31. Ανδρέας Καραντώνης, «Τα σύρματα», Νέα Εστία, τχ. 1264/1980.

32. Ανάποδα ο άνεμος, ό.π., σ. 19.

33. Ο Ευγένιος Αρανίτσης επισημαίνει: «Και βέβαια ο καθένας θα ήταν πρόθυμος να πλησιάσει με δυσπιστία αυτή την προτίμηση προς τα τεχνάσματα του απλουστευμένου ύφους και τα πρώτα άνθη μιας καλομελετημένης αυθάδειας. […] Όμως, να που τα πράγματα διαψεύδουν αυτή την επισφαλή θεωρία, γιατί εδώ μια λεπτή και παράξενα πολύπλοκη τέχνη φτιαγμένη απ’ τις ιδέες και τις αποχρώσεις τους αποδεικνύεται το ίδιο πλούσια σε συγκίνηση μ’ ένα μελοδραματικό χείμαρρο λέξεων και, το σημαντικότερο: λιγότερο ψεύτικη». («Η ποίηση του Σωτήρη Κακίση», Ελευθεροτυπία, 4.3.1982). Καθόλου τυχαία, θα πρόσθετα, πως στη συζήτηση με τον ποιητή Γιάννη Βαρβέρη (Δεν συμφωνώ! – μια συνομιλία του Σωτήρη Κακίση με τον Γιάννη Βαρβέρη, Ερατώ 2018, σ. 11) ξεκινά η συνομιλία ως εξής: «ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΑΚΙΣΗΣ: Δεν συμφωνώ! Έτσι ν’ αρχίσουμε, λέω εγώ, αυτή τη συζήτηση, Γιάννη. ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ: Συμφωνώ. Γιατί το “Δεν συμφωνώ” είναι μια φράση κλειδί για όλη την Τέχνη βέβαια, αλλά στην ποίηση, που είναι ένα από τα πιο υποκειμενικά πράγματα, ταιριάζει απόλυτα». Αυτή ακριβώς η υποκειμενικότητα της Ποίησης (ακολουθώ κι εγώ τη γραφή με κεφαλαίο που επιλέγει και ο Κακίσης), με την αναμφισβήτητη αλήθεια που εμπεριέχει ως έννοια, είναι διάχυτη σε όλο το έργο του (ποιητικό και άλλο), γεγονός που συνάδει με το ιδιαίτερο ύφος, τη δημιουργική «αυθάδεια» και, φυσικά, την πάντοτε ευπρόσδεκτη «θρασύτητα».

34. Το κείμενο αυτό του Κακίση, «Μη λυπάσαι που φεύγω (για τον Χρήστο πάντα, τον Βακαλόπουλο, πέντε χρόνια μετά)» πρωτοδημοσιεύθηκε στη εφημερίδα Εξουσία, στις 7.2.1998, κι εν συνεχεία συμπεριλήφθηκε στο remake του βιβλίου του Βακαλόπουλου Ο Τζέρι Λιούις, Αιγόκερως, 2006. Το βρίσκουμε και στο Ο Χρήστος Βακαλόπουλος, Αιγαίον, Λευκωσία, 2012, σ. 69.

35. Γιάννης Βαρβέρης, «Πάνω στα Σύρματα του Σωτήρη Κακίση», Σωσίβια λέμβος, Καστανιώτης, 1999. Και στο περ. Βακχικόν, «Αφιέρωμα στον Σωτήρη Κακίση», ό. π.

⸙⸙⸙

[Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σταφυλή, τχ. 7 (Μάρτιος 2025) και αναδημοσιεύεται εδώ κατ’ εξαίρεσιν στην πάγια τακτική του περιοδικού. Ζωγραφική: ©Marek Machoń. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σωτήρης Κακίσης (Φωτογραφία: Φοίβος Δεληβοριάς)
Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη