ΠΟΙΗΣΗ Ι
(δημοσιεύσεις 1990-2011)
Εκδ. Σαιξπηρικόν, 2012
και
ΠΟΙΗΣΗ ΙΙ (γραφές 1984-2009)
Εκδ. Σαιξπηρικόν, 2013
Ο Γιώργος Αθανασόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα, σπούδασε στην Αθήνα, μετά στο Παρίσι, στο ΚΕΜΕΔΙ της Κέρκυρας και εργάστηκε στο Συμβούλιο της Ε.Ε. ως μεταφραστής στις Βρυξέλλες, όπου ζει μόνιμα. Άρθρα και μελέτες του δημοσιεύονται στην εφημερίδα των Βρυξελλών Ο απόδημος Έλληνας και στην επιθεώρηση Θέματα Επιστημών του Ανθρώπου που ο ίδιος ίδρυσε και συντονίζει.
Παράλληλα γράφει και μεταφράζει ποίηση. Έχει μεταφράσει γαλλόφωνους ποιητές με τον τίτλο Φωνές από μακρυά. Ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από τον βραβευμένο μουσικό Σωτήρη Σακελλαρόπουλο. Το συνολικό έργο του έχει συγκεντρωθεί σε δύο τόμους. Ο πρώτος – Ποίηση Ι –πέρυσι, 2012, περιλαμβάνει τις ποιητικές συλλογές, «Φευγαλέα» 1990, «Ερχομός» 1997, «Το σβησμένο τετράδιο» 2007, «Από ήλιο σε ήλιο» 2008 και «Στιγμές που προεκτάθηκαν» 2011. Ο τόμος κοσμείται από πορτρέτα, του Αθανασόπουλου που φιλοτέχνησε το πορτρέτο του Σακελλαρόπουλου, του Κώστα Αλεξιάδη που φιλοτέχνησε το πορτρέτο του ποιητή, το εξώφυλλο της συλλογής το σβησμένο τετράδιο είναι της Βάσως Γκέρτσου και του Ζώη Μπενάρδου και δύο έργα της Βιργινίας Καρανίκα βρίσκονται στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, οπότε στο τρίστρατο των τεχνών η Ποίηση συναντά τη Μουσική και τη Ζωγραφική, στηρίζοντας η μία την άλλη και συμβάλλοντας με τον τρόπο τους στην ανάδειξη η μια της άλλης.
Ο συγκεντρωτικός τόμος καλαίσθητος, και ο πρώτος και ο δεύτερος, μοιάζει σαν να ανανεώνει το περιεχόμενό του. Κι ενώ τίποτα επί της ουσίας δεν αλλάζει, έχει ένα πλεονέκτημα, πέραν του αισθητικού, πρακτικό. Παραδίδει στα χέρια του αναγνώστη ολόκληρο το ποιητικό κόρπους για να το απολαύσει, να το φυλλομετρήσει, να επανέλθει στις σελίδες, να τις περιδιαβάσει μπρος πίσω. Κι ακόμα του παρέχει την άνεση να συγκρίνει και να μελετήσει την εξέλιξη, να διασταυρώσει στίχους και να τους επανεξετάσει.
Μοιάζει η συγκέντρωση των πολλών συλλογών σε ένα σώμα σαν σύγκλιση ρυακιών σε ποτάμι, του οποίου η ορμή δείχνει καλύτερα τη δύναμη με την οποία εισβάλλει στο μεγάλο ποτάμι, τη Βίβλο της Ελληνικής Ποίησης.
Ο 2ος τόμος λοιπόν, Ποίηση ΙΙ, με γραφές 1984-2009, περιλαμβάνει έξι ανέκδοτες συλλογές: «γήινα και σιωπηλά», «και Νέα ποιήμ.», «ελευθερία ή ο υπαγορευμένος άνθρωπος», «υγρή ματιά », «το αντίξοο μίλημα », «λιγοστά ρήματα ».
Προμετωπίδα της πρώτης υποσυλλογής (γη) «με λέξεις Λόρκα, Κοκτώ, Ελυάρ, Λε Κλεζιό». Με όλων αυτών τις λέξεις σαν βούισμα στα αυτιά του, δημιουργεί το δικό του κόσμο, μικρά ποιηματάκια, σαν ιμπρεσιονιστικά στιγμιότυπα που χορεύουν, που κάνουν την ψυχή να χαμογελά χωρίς φανερή έγνοια, που δίνουν ώθηση στην ελπίδα. Το «ρυάκι του ήλιου», το «ρευστό το μέλι», οι «έφηβοι άνεμοι», η «ευλογία των δέντρων», ο «λαιμός της μέρας», το «κοριτσάκι χαλίκια», η «σιγή σταγόνα μετάξι» η «χαραμάδα έκπληξη ένα στόμα» και άλλα πολλά της ίδιας κατηγορίας τιμαλφή γεννούν τον κόσμο απ’ την αρχή ή δείχνουν τον κόσμο στην αρχή του• στην παραδείσια αρχή του. Αλλά, κι ενώ δεν έχει κάνει βήμα από τον παράδεισο, κάπου εκεί κάτι ελάχιστο παραφυλάει:
Ζωή / Η μέρα κοιτάζει πίσω της και φεύγει
Γλιστρώ/ λουλούδι γυμνό / σε νάρκη
Καλωσορίζεις τη μακρυνή σιωπή που επισκέπτεται τα φρύδια σου
Δεν χρειάζονται ίσως περισσότερα για να φανεί η μικρή ρυτίδα που πήρε τη μορφή της ροής, που φεύγει, που γλιστράει, που κάθεται στα φρύδια, που γονιμοποιεί τη σκέψη, την περίσκεψη. Αποσπασματικοί οι στίχοι, ανάλαφρα δουλεμένοι, με πνοή και άνεμο, με χρώμα και φως, αλλά με μια σταγόνα πίκρας στον ουρανίσκο. Κι επειδή από τεχνικής απόψεως δεν υπάρχει κάποια ιδιαιτερότητα ή πολυπλοκότητα, αυτή η διάχυση, η ευφρόσυνη διάθεση, η ηθελημένα παρακάμπτουσα την αδιόρατη θλίψη, που είναι εκεί παρούσα, υπαρκτή, αποτελεί και τη λαμπερή επιφάνεια. Μια επιφάνεια επιμελημένη τόσο έντεχνα για να καλύπτει τα κενά και τα ρήγματα στο χρόνο.
Η δεύτερη υποσυλλογή (της συλλογής «γήινα και σιωπηλά») με τον τίτλο «σιωπές» φέρει προμετωπίδα τη φράση «με λέξεις της σύγχρονης δανέζικης ποίησης». Τώρα η επιφάνεια μεσογειακού φωτός έχει χάσει την προτεραιότητά της. Ωστόσο, χωρίς ο ποιητής να απομακρύνεται πολύ από τις προηγούμενες φόρμες, το ασύνδετο και χαλαρό δέσιμο των στίχων συνεχίζεται, αλλά η θεματική έχει πάρει μια μικρή κλίση προς τα δυτικά και σημάδια με αρνητικά συμπαραδηλούμενα έχουν κάνει την εμφάνισή τους:
Φράσεις όπως «έξω χάσκει ο ουρανός », «μια ύποπτη άνοιξη », «ανόητο έγκλημα ονειρεύτηκα / ανοιχτά φτερά», «άλγος τ’ όραμα», «λεπρό χαμόγελο», «θυμήσου το θάνατο», «νεκρώσιμη ευδιαθεσία» σηματοδοτούν μια ανήσυχη διάθεση, που συνίσταται κυρίως στην ταυτόχρονη, στο ίδιο κάθε φορά ποίημα, συνύπαρξή τους με τις εκφράσεις θετικής και αισιόδοξης διάθεσης.
Ακολουθεί η ενότητα «επιφώνημα» της συλλογής «και Νέα ποιήμ.» . Τα ποιήματα της ενότητας έχουν πια αποκτήσει σχεδόν ενιαία μορφή, οι στίχοι έχουν συνταχθεί σε σώμα και το σώμα έχει πλέον μια σαφήνεια που πυκνώνει πάνω σε κατασταλάξεις και αποκρυσταλλώσεις νοητικές:
Ο σπόρος έπεσε στη γη / σκεπάστηκε απ’ το χώμα/ τη φωνή της φωτιάς έπνιξε η μπόρα.
Ο θάνατος και μια κλειστή πόρτα / πίσω από την πηγή ενός πόνου.
Μια άσπονδη καλημέρα εφιλοτέχνησα
Η ώρα δεν έρχεται/ έρχεται το αιώνιο /σμήνος σκέψεων
και στίχοι γαλλικοί:
Je me souviens de toi / … Je me souviens de toi, terre/ sangs funèbres de sons…
La nuit entière parler par la voix de l’ homme
Le jour entier voir par la vue des lèvres
L’ automne entier être soufflé par le vent
Le printemps tout entier allumer des salves de fleurs
En naviguant vers des rêves inconnus.
Το ποίημα καταλήγει με στίχο ανάλογο του Baudelaire : «Au fond de l’ Inconnu pour trouver du nouveau!» και συνεχίζει με τη «φωτεινή πληγή της παλάμης», «όλες οι μακρινές σκοτεινιές / σαν ωραίοι μαύροι καρποί της μούσας». Ακολουθούν η «μαύρη πίσσα της γαλήνης», από όπου και οι στίχοι «Θ’ ανοίξω νέες σελίδες… νέα πανιά… νέες πληγές… νέους λογαριασμούς… νέους ορίζοντες», «η μέρα … έχει εχθρικές ροπές» και άλλα, τα οποία συνθέτουν το όλο μιας ποιητικής διαδρομής η οποία, ενώ φαινομενικά παρακάμπτει την ιστορία και το κοινωνικό γίγνεσθαι, παραμένει πιστή στην εσωτερική ανάπτυξη των συναισθημάτων εκείνων που έχουν σχέση με τη ζωή του ανθρώπου στην ουσία της, υπηρετώντας ξεκάθαρα αξίες όπως η αγάπη και ο έρωτας, η ειρήνη, η αθανασία και έχοντας πάντοτε ως ισάξιο στόχο την ευμορφία.
Ο Αθανασόπουλος βλέπει καλά τη ζωή του, πλέκει με στίχους την διάθεσή του και, αν και ευρωπαίος πολλά χρόνια, παραμένει παιδί της ελληνικής γης που της ξενιτεύτηκε. Κι εκεί μακριά, πέρα από τον ελληνικό ουρανό άνθισε και αξιοποίησε τον παραδοσιακό στίχο που συχνά θα συναντήσουμε, με αρκετά σημάδια της παραδοσιακής ελληνικής ζωής. Κυρίως όμως χρησιμοποιεί τον ελεύθερο στίχο, που του δίνει ελευθερίες να κινηθεί. Αλλά δεν ξεχνά και τα παιδικά τραγούδια, αυτά που συνέθεσε στην πρώιμη εφηβεία του και με αυτά κλείνει τον δεύτερο τόμο της Ποίησής του. Τρυφερά, συναισθηματικά πρωτόλεια, είναι η πρωταρχή μιας μακράς σειράς ποιητικής παραγωγής και αντάξιά της.
Στον δεύτερο τόμο της Ποίησης του ο Αθανασόπουλος συγκεντρώνει ό,τι έγραψε ώριμος και ό,τι έγραψε έφηβος ολοκληρώνοντας τον κύκλο, σαν να υπακούει στον Έλιοτ, «το τέλος μου βρίσκεται στην αρχή μου». Το τέλος για την ώρα, γιατί η ποίηση είναι «έργον ατελεύτητον», λέει ο Εμπειρίκος, και ο Αθανασόπουλος ως γνήσιος ποιητής θα συνεχίσει να ποιεί.
[Πρώτη δημοσίευση.]