frear

Για τις Δοκιμασίες και δοκιμές του Σωτήρη Σαράκη – γράφει ο Νίκος Ορφανίδης

 

Σωτήρης Σαράκης, Δοκιμασίες καί δοκιμές. Ποιήματα 1971-1998, Ἐκδόσεις Κουκκίδα, Ἀθήνα 2011.

Ψηλαφῶ ξανὰ τὰ ποιήματα τοῦ Σωτήρη Σαράκη, αὐτὴ τὴ φορὰ σὲ μιὰ πρώτη, μερική, συγκεντρωτικὴ μορφή, μὲ τὸν τίτλο Δοκιμασίες καὶ Δοκιμές, Κουκκίδα, Ἀθήνα 2011, καὶ σκέφτομαι πόσο σφράγισε τὸν ποιητικό του τρόπο ἢ πόσο τὸν συνοδεύει ἡ λιτὴ καὶ ταπεινή μορφή του, ὁ ἴδιος ὁ τρόπος τῆς παρουσίας του, ἔτσι ὅπως ἀνεπαίσθητα ὁ ἴδιος κινεῖται ἀνάμεσά μας. Γιατὶ ὁ Σωτήρης Σαράκης, ὅπως διακριτικὰ καὶ ταπεινὰ μᾶς συναντᾶ, ἔτσι ἀνεπαίσθητα καὶ διακριτικὰ καὶ ταπεινὰ γράφει. Ἔτσι κι ὁ ποιητικός του λόγος εἶναι λόγος ἁπαλός. Σχεδὸν ἀδιόρατος. «Ὑποτονικός». Σὰν ψίθυρος. Σὰν ἄχνα. Σὰν «φωνὴ αὔρας λεπτῆς». Ἔτσι, ὅπως κι ὁ ἴδιος, μὲ ταπεινότητα καὶ σχεδὸν ψιθυριστά, πολλὲς φορές, μᾶς ὁμιλεῖ ἢ μᾶς πλησιάζει.

Κι ὅμως πρόκειται γιὰ λόγο στιβαρὸ τῆς λυρικότητος. Λόγο, θὰ ἔλεγα, ἑνὸς ὑπόγειου, «ὑπαρξιακοῦ» σπαραγμοῦ. Ρωμαλέο. Πρόκειται γιὰ ἕνα λόγο ἐξομολογητικό, μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀναδύεται ἕνας ὁλόκληρος κόσμος, σὰν τοπίο στὴν ὁμίχλη. Εἶναι ἕνας κόσμος, ποὺ ἔχει ἀποδημήσει, ποὺ βρίσκεται ἐδῶ καὶ πολὺ καιρὸ ἀλλοῦ. Στὸν ἄλλο τόπο. Ἕνας κόσμος, ποὺ μᾶς ἐπισκέπτεται, ὅμως, ἢ ἐπιστρέφει ἀπὸ τὸ βυθισμένο ἢ λησμονημένο τόπο μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς. Ἕνας λόγος μιᾶς, μεταθανάτιας σχεδόν, γαλήνης. Αἰσθάνομαι, πὼς ἔχουμε μιὰ ποίηση, ποὺ τὴ χαρακτηρίζει τὸ ὑπόγειο πένθος ἡ λανθάνουσα θλίψη, ἀλλὰ καὶ ἡ ἁπαλότητα καὶ ἡ νηφαλιότητα. Τὸ «νηπενθὲς τῆς αἰωνιότητος», γιὰ νὰ θυμηθοῦμε παλαιότερους ποιητικοὺς τρόπους.

Διαβάζω έκεῖνο τὸ λιτὸ βιογραφικό του, μὲ τὴν κατάληξη «ἐργάστηκε ὡς δημόσιος ὑπάλληλος μέχρι τὸ 2010», ―τριάντα ἕξι τόσα χρόνια ὑπολογίζω, καθὼς εἴμαστε συνομήλικοι― καὶ πάω ἀμέσως συνειρμικὰ στὸν Καρυωτάκη καὶ στὸ ποίημα του ἐκεῖνο μὲ τὸν τίτλο «Δημόσιοι ὑπάλληλοι», ― Οἱ υπάλληλοι ὅλοι λιώνουν καὶ τελειώνουν
/ σὰν στῆλες δύο δύο μὲς στὰ γραφεῖα./
(Ἠλεκτρολόγοι θά ’ναι ἡ Πολιτεία
κι ὁ Θάνατος, ποὺ τοὺς ἀνανεώνουν.)/Κάθονται στὶς καρέκλες,/ μουτζουρώνουν/
Ἀθῶα λευκὰ χαρτιά, χωρὶς αἰτία.
«Σὺν τῇ παρούσῃ ἀλληλογραφίᾳ/
ἔχομεν τὴν τιμήν»/διαβεβαιώνουν./ Καὶ μοναχά ἡ τιμή τοὺς ἀπομένει,
ὅταν ἀνηφορίζουνε τοὺς δρόμους,/
τὸ βράδυ στὶς οχτώ, σὰν κουρντισμένοι./ Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τοὺς νόμους,
/ σκέπτονται τὸ συνάλλαγμα, τοὺς ὤμους 
σηκώνοντας / οἱ ὑπάλληλοι οἱ καημένοι»― ἀλλὰ καὶ στὰ Νηπενθῆ του. Ἔτσι φαντάζομαι καὶ τὸν Σωτήρη Σαράκη στὸ γραφεῖο του στὴν Ἀθήνα. Μπορεῖ νὰ βρεθήκαμε πολλὲς φορὲς ἀλλοῦ, στὸ ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν, σὲ τόπους φωτεινοὺς ἢ κλειστούς, στὸν τόπο τῆς δουλειᾶς του, ὅμως, ποτέ. Τὸν ὑποπτεύομαι, ὅμως, πίσω ἀπὸ τὸ γραφεῖο του, μὲ τὴ θλίψη ποὺ ἀναδίδουν καὶ ἐκπέμπουν καὶ ἀποπνέουν τὰ κλειστὰ ἐκεῖνα δημόσια γραφεῖα, ἀπρόσωπα καὶ ἐχθρικά, ἐν πολλοῖς.

Στέκομαι στὶς πρῶτες ποιητικές του καταθέσεις, στὶς τρεῖς πρῶτες ποιητικὲς συλλογές του, ποὺ τὶς ψηλαφῶ γιὰ πρώτη φορὰ συγκεντρωμένες, ξεκινώντας ἀπὸ τὴ συλλογὴ Το δέρας, τοῦ 1994, πηγαίνοντας στὴ συλλογὴ Τὰ αἰφνίδια ἄστρα, τοῦ 1997 καὶ τἐλος στὴν Ἀγγειογραφία, τοῦ 2000. Μιὰ ποίηση ποὺ τὴν ὁρίζει ὁ ἴδιος χρονικὰ ἀπὸ τὸ 1971 ὥς τὸ 1998. Ἔμειναν ἔξω, γιὰ ἕνα δεύτερο, προφανῶς, συγκεντρωτικὸ τόμο, τὸ Ψηφιδωτὸ ἀπὸ ἄφαντες ψηφίδες, 2003, τὰ Πάθη τῶν φθόγγων, 2009, Ἡ τελετή, 2006, καὶ τὰ Νυχτερινὰ δρομολόγια, ποὺ ἐκδόθηκε ―παραδόξως― στὴ Λευκωσία, τὸ 2010, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Αἰγαῖον.

Σκέφτομαι τὸν τίτλο, ποὺ ἔδωσε ὁ ποιητής: Δοκιμασίες καὶ Δοκιμές. Δοκιμές, σκέφτομαι, καθὼς ὁ ποιητὴς μᾶς ὑποδεικνύει τὴν ἀναζήτηση μιᾶς ποιητικῆς τεχνικῆς. Ἔτσι, λοιπόν, δοκιμές, ὅπως τὰ σεφερικὰ «Τετράδια Γυμνασμάτων». Γι’ αὐτὸ καὶ ἔχουμε μιὰ σειρὰ ἀπὸ «ποιήματα ποιητικῆς», ὅπως γιὰ παράδειγμα «Οἱ λέξεις», «Συνειρμοί», «Διδαχὴ Κ. Π. Καβάφη, Ἀλεξανδρινοῦ», «Ἡ ἐξομολόγηση τοῦ αδελφοῦ Μελέτιου», «Τὸ συνέδριο», «Γένεσις», «Ἡ κάθοδος τῶν θηρίων», «Ποιητικὴ τέχνη» κ.ἄ. Ποιήματα, ποὺ ἀποκαλύπτουν ἢ καλύτερα δηλώνουν ἐμφανῶς τὶς ποιητικές του συναντήσεις. Τὶς ἀγάπες του.

Γι’ αὐτὸ καὶ πολλὰ ποιήματα, πολλὲς ποιητικὲς δοκιμές του, εἶναι σκοπίμως γραμμένες «μὲ τὸν τρόπο τοῦ…». Ἄλλοτε τοῦ Νίκου Καββαδία, ἄλλοτε τοῦ Καβάφη, ἄλλοτε τοῦ Σεφέρη. Εἶναι ἀκόμα ὁ Σικελιανός καὶ ἄλλοι πολλοί. Δοκιμὴ καὶ ποιητικὴ ἄσκηση καὶ δοκιμασία, γιὰ νὰ ἀναδείξουν ἕνα ποιητὴ μὲ ὕφος προσωπικό. Μέσα ἀπὸ τὴν εἰρωνεία καὶ τὴν ποιητικὴ «αὐτοϋπονόμευση», προβάλλει ἕα σφριγηλὸς λόγος, ποὺ καὶ πάλι, σκοπίμως ἢ φαινομενικῶς, δίνεται «ὑποτονικά» ἢ ταπεινά. Αὐτὰ σκέφτομαι, σημειώνοντας ὅλο αὐτὸ τὸν ποιητικὸ τρόπο ὡς ἄσκηση καὶ ὡς δοκιμή.

Ἀλλὰ εἶναι στὴν ποίησή του καὶ οἱ Δοκιμασίες, καθὼς ἡ ποίηση τοῦ Σαράκη εἶναι μιὰ ποίηση μιᾶς ὑπόγειας, ἀνθρώπινης περιπέτειας καὶ δοκιμασίας. Μιὰ ποίηση τῶν παθῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ποίηση τῆς θλίψεως. Τοῦ καημοῦ. Ποὺ αἰωρεῖται καὶ ποὺ τὴ διαπερνᾶ. Σὰν σὲ κιτρινισμένα ἀπὸ τὸν καιρὸ φύλλα ἡμερολογίου εἶναι γραμμένα τὰ ποιήματά του.

Στέκομαι σὲ ἕνα ποίημα ποιητικῆς, ποὺ παραπέμπει συγχρόνως στὰ τοπία τῆς θλίψεως, καθὼς καὶ στὴν εἰκόνα τοῦ ποιητῆ. Εἶναι τὸ «Ἡ ἐξομολόγηση τοῦ ἀδελφοῦ Μελέτιου (στὸ ἱερό κοινόβιο τοῦ ἁγίου Τρύφωνος).»

«Πάτερ Ἱλαρίων,
εἰς σὲ προσπίπτω, ἁμαρτωλός,
δέομαι ἐνώπιόν σου μὲ συντριβὴ καρδίας
ζητῶ ἀπ’ τὰ χείλη σου τὴ θεία συγγνώμη

μὴ μὲ κοιτάζεις ἀπαθῶς, ὦ πάτερ Ἱλαρίων,
δὲν εἶναι αὐτὰ σχήματα λόγου μήτε
ἐκφράσεις τῆς συνήθειας
δὲν εἶναι κἂν ὑπερβολὲς

ἀθῶο μὲ κρίνεις, ἅγιε πάτερ,
μαντεύω ποὺ γιὰ ἐνάρετο μὲ βλέπεις, προπάντων
ταπεινόφρονα
αὐτὴ τὴν ὄψη δείχνω, αὐτὸ πιστεύεις
μὰ ἂν γνώριζες, πνευματικέ μου, ἂν γνώριζες,
ποιά ἔπαρση, ποιός ἀχαλίνωτος
ἐγωισμὸς
φωλιάζει κάτω ἀπ’ τὸ τριμμένο ράσο

αὐτοὺς τοὺς ταπεινούς μου στίχους, πάτερ Ἱλαρίων,
αὐτὰ τ’ ἀθῶα ψελλίσματα ποὺ κάνουν τοὺς ἀδελφοὺς
νὰ μὲ κοιτοῦν μὲ κάποια συγκατάβαση
ἂν ἤξερες, ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ φανταστεῖς
γιὰ πόσες ὧρες θὰ μποροῦσα νὰ στοὺς ἐπαινῶ
τὸ ποιές μεγάλες χάρες καὶ μοναδικὲς τοὺς βρίσκω
πόσο ὑψηλὰ τοὺς ἔχω
πάτερ Ἱλαρίων,
αὐτὰ τ’ ἀθῶα ψελλίσματα ―κι ἂς λένε, ἂς μιλοῦν
γιὰ τὸ Χριστό μας, γιὰ τὴν Παναγιά, γιὰ τοὺς ὁσίους―
αὐτὰ εἶναι ποὺ θ’ ἀνάψουνε γιὰ μένα
τὶς ἀκοίμητες φλόγες τῆς θείας ὀργῆς.»
Τὰ αἰφνίδια ἄστρα, 1997

Μέσα ἀπὸ τὴν ποίηση τοῦ Σαρακη, ὅπως τώρα τὴν ψηλαφῶ ξανά, προβάλλει ἕνας κόσμος τρυφερός, ἀνθρώπινος, μὲ τὰ πάθη του καὶ τὴ σκηνοθεσία του, μὲ ἕνα τρόπο φωτογραφικό. Οἱ γέροντες, τὰ παλιὰ ἀναγνώσματα τῶν ἐφημερίδων, ἡ πόλη ποὺ ἀποσύρεται, οἱ λεῦκες, τὰ δέντρα, καὶ ἄλλα πολλά. Εἶναι ὁ κόσμος τοῦ ποιητῆ Κωνσταντίνου Π. Καβαφη στὰ «Ἱστορήματα», σκέφτομαι, ἀλλὰ καὶ σ’ ἐκεῖνο τὸ «Ἐπίγραμμα», κι ἀκόμα στὸν πληθυσμὸ τῶν μοναχῶν, ποὺ μᾶς πᾶνε στὸ Βυζάντιο. Εἶναι, ἀκόμα, ὁ διάλογος μὲ τοὺς νεκρούς, μιὰ ἄλλη «νέκυια», ὅπως θὰ συμβεῖ ἀργότερα στὸ Στέφανο ἢ τὴ Νῆσο τῶν Μακάρων τοῦ Νάσου Βαγενᾶ ἢ πιὸ παλιά, ὅπως στὸν Σικελιανό:

«Νύχτα
οἱ σκοτεινοὶ ποιητὲς
στὸν Ἄλλο Κόσμο τῆς βιβλιοθήκης μου
σηκώνονται, ἐπαναστατοῦν
ποιός Ὀδυσσέας πάλι τοὺς ξεσήκωσε
ποιός ἄθλιος ἀγύρτης ποντοπόρος

τάχα δὲ ζήσανε δῶ πέρα
κάνουν πὼς δὲν θυμοῦνται τίποτα
ὁ Καρυωτάκης τὸ χαμόγελό του
―ἀκόμα θέλει νὰ γελάει τελευταῖος―
πρῶτος στοὺς πρώτους ὁ Σινόπουλος
ποὺ βρῆκε, βέβαια, τὸ στοιχεῖο του

κι ἄλλλοι ἀμέτρητοι

κι ὁλοξοπίσω Αὐτὸς
αὐτὸς ὁπού ’κανε τὸν φωτεινὸ
λέει πὼς μιὰ σταγόνα αἷμα
δίνει ὅλο τὸ μελάνι τοῦ κόσμου.»
«Νέκυια»

Νά, λοιπόν, ὁ Σεφέρης καὶ πάλι, ὁ Σινόπουλος μὲ τὸ «Νεκρόδειπνό του», κι ὁ Καρυωτάκης. Κι ὁ Σικελιανός, ποὺ κρύβεται. Εἶναι στὴν ποίηση, στὴ σύναξη αὐτή, στὴ νέκυια, κι ἄλλοι πολλοί, ὅπως κι ὁ Νίκος Καββαδίας ποὺ ἀγαπήσαμε ἐκεῖνα τὰ χρόνια, κι ἐκείνη ἡ ἄσκηση ἡ ποιητική, μὲ τὸν μονοδικὸ ποιητικὸ τρόπο τοῦ Καββαδία, ἐκπληκτική. Κι ὄχι μόνο μιὰ φορά. Στέκομαι εἰδικὰ σ’ ἐκεῖνο τὸ ποίημα «Ἡ ρίμα, 11-2-1975»:

«Τὴν εὐχή μου! Βρέστε μου, παιδιά,
κάτι νὰ ριμάρει μὲ παιδεία.
Θέλει κουράγιο, καὶ καρδιά.
Ὅλοι μιὰ φωνή: -Ἕνα…δύο…
(Οἱ τελευταῖοι τυπωμένοι
στίχοι τοῦ Νίκου Καββαδία)

Ὅλη τὴ νύχτα παίδευα τὸ νοῦ
νὰ σοῦ βρω κάτι νὰ ριμάρει μὲ παιδεία
ὥσπου ἕνα ξεκομμένο μαραμποῦ
ἔκρωξε: χάσαμε τὸ Νίκο Καββαδία.

Καρδιὰ περίσσια μὰ κουράγιο ποῦ…
Δὲν μπόρεσα νὰ σοῦ ’ρθω στὴν κ η δ ε ί α
μὰ βρῆκα κ ά τα ι ποὺ ριμάρει μὲ παιδεία.»

Αὐτὲς οἱ σημειώσεις θὰ μὲ πήγαιναν, σκέφτομαι, σὲ μάκρος, καθὼς κάθομαι καὶ ἀντιγράφω ποιήματα, ἔτσι νὰ τὰ κρατήσω ὡς ἐνθυμήματα μιᾶς ποίησης τρυφερῆς καὶ συγχρόνως σπαρακτικῆς. Κλείνω, λοιπόν ἀντιγράφοντας τὸ ποίημα «Συνειρμοί», ἀπὸ τὴ συλλογὴ Τὰ αἰφνίδια ἄστρα, τοῦ 1997:

«Τί ἔχεις καημένε πλάτανε
τῆς ἄνυδρης πλατείας μας
καὶ στέκεις μαραμένος
τί ἔχω κι ἐγὼ
κι ὅλο γυρίζω πίσω
στὰ ἑφτά μου χρόνια, τότε
ποὺ ὁ ἀγράμματος παππούς μου
μοῦ ἐδίδασκε τὸν ὁρισμὸ τῆς ποίησης
ἀνυποψίαστος τραγουδώντας
τὸ πλάτανο καὶ τὸν Ἀλῆ πασᾶ.»

Νά, λοιπόν, ἡ φωτογραφικὴ μνήμη κι ὁ παλαιωμένος χρόνος. Ἡ λανθάνουσα «νέκυια». Κι ἡ διάχυτη θλίψη μιᾶς βαθύτατα λυρικῆς ποίησης, ποὺ τολμᾶ νὰ ἐπιστρέψει στὰ παλαιὰ ποιητικὰ πρότυπα μὲ ἕνα τρόπο μοντέρνο. Πατώντας στὰ ἴχνη ποὺ μᾶς ἄφησαν οἱ παλαιοί.

[Πρώτη δημοσίευση. Το έργο είναι του Aleksandr Deyneka.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη