Απόδοση: Βασίλης Χουλιαράς
Κάποιος από την Τσουτσένγκ
Ένας δάσκαλος ονόματι Σεν Τζι-Σία από την Τσουτσένγκ, μου διηγήθηκε πως στην πόλη του ήταν κάποιος ο οποίος δολοφονήθηκε σε μια επιδρομή ληστών και το κεφάλι έμεινε κρεμασμένο στο στήθος του. Όταν οι ληστές έφυγαν, οι συγγενείς του βρήκαν το σώμα και ξεκίνησαν τις ετοιμασίες για την ταφή. Ωστόσο ακούγοντας έναν αμυδρό ήχο αναπνοής, τον εξέτασαν πιο προσεκτικά και διαπίστωσαν πως η τραχεία δεν ήταν εντελώς κομμένη —ένα μικρό της τμήμα είχε παραμείνει ενωμένο— και, στερεώνοντας το κεφάλι στη σωστή του θέση, τον μετέφεραν σπίτι του. Μετά από μια μέρα και μια νύχτα ακούστηκε να στενάζει και χάρη στο προσεκτικό του τάισμα, με κουτάλι και ξυλάκια, εντός εξαμήνου είχε αναρρώσει εντελώς.
Περίπου μια δεκαετία αργότερα, ενώ κουβέντιαζε με μερικούς φίλους, ένας από αυτούς έκανε ένα αστείο το οποίο προκάλεσε δυνατά χειροκροτήματα σε όλους. Καθώς όμως και αυτός χτυπούσε τα χέρια του και από τα γέλια ταλαντευόταν έντονα, μία μπρος και μία πίσω, η παλιά πληγή στο λαιμό του άνοιξε απότομα και το κεφάλι του έπεσε κάτω, ενώ αίμα ανάβλυζε από το σημείο εκείνο, με τους φίλους του να διαπιστώνουν πως πια ήταν νεκρός. Ο πατέρας του κατέθεσε αμέσως αγωγή εναντίον εκείνου που έκανε το αστείο, ωστόσο όσοι ήταν παρόντες μάζεψαν ένα χρηματικό ποσό και το έδωσαν στον πατέρα, ο οποίος, μετά από αυτό, έθαψε τον γιο του και σταμάτησε κάθε περαιτέρω διαδικασία.
❧
Σου Μπι-Τζέν
Ένας άντρας ονόματι Σου Μπι-Τζέν διέσχιζε το ποτάμι όταν ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα, με δυνατό άνεμο και βροντές, η οποία έκανε το πλοίο να κλυδωνίζεται τόσο έντονα που έμοιαζε πως κάθε στιγμή θα μπορούσε να βουλιάξει, σκορπίζοντας τον τρόμο ανάμεσα στους επιβάτες. Τότε μια θεϊκή μορφή, ντυμένη με χρυσή πανοπλία, εμφανίστηκε ψηλά στον ουρανό, ακριβώς από πάνω τους, κρατώντας στο χέρι της μια χρυσή πλάκα στην οποία ήταν χαραγμένα τρία μόνο ιδεογράμματα, που οι άνθρωποι στο πλοίο εύκολα διέκριναν ότι όλα μαζί συνέθεταν ένα και μόνο όνομα: Σου Μπι-Τζέν. Έτσι στράφηκαν κατευθείαν προς τον συνταξιδιώτη τους και του είπαν: «Μιας και δίχως αμφιβολία έχεις προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του Ουρανού, μπες από μόνος σου σε μια βάρκα και μη μας εμπλέκεις στην τιμωρία σου». Ωστόσο την ίδια στιγμή, χωρίς να του δοθεί χρόνος να απαντήσει αν θα το έπραττε ή όχι, τον άρπαξαν και τον πέταξαν βιαστικά σε μια μικρή βάρκα, την οποία άφησαν κατόπιν ελεύθερη να την παρασύρει το ρεύμα. Μα σαν ο Σου Μπι-Τζέν κοίταξε πίσω να δει το πλοίο, αυτό είχε ανατραπεί.
❧
Τσου Κετσάνγκ
Στο Χουάι, ζούσε ένας μορφωμένος άνθρωπος ονόματι Τσου Τιεν-ι, ο οποίος, αν και πενήντα ετών, είχε μόνο έναν γιο, ονόματι Κετσάνγκ, τον οποίο αγαπούσε και φρόντιζε πάρα πολύ. Ο Κετσάνγκ, στα δεκατρία με δεκατέσσερά του έτη, ήταν ένα όμορφο και χαριτωμένο αγόρι, δίχως ωστόσο καμιά κλίση αλλά ούτε και έγνοια για μάθηση. Προτιμούσε να παίζει με τα άλλα παιδιά της ηλικίας του και απουσίαζε επανειλημμένως από το σχολείο, ενώ κάποιες φορές έλειπε και όλη τη μέρα, εν γνώσει του πατέρα του, ο οποίος όμως ποτέ δεν τον μάλωνε. Ώσπου μια μέρα έφυγε από το σπίτι του το πρωί, το βράδυ έφτασε, και εκείνος δεν έλεγε να φανεί, και παρά το ότι τον αναζήτησαν παντού, δεν κατάφεραν να εντοπίσουν οποιοδήποτε ίχνος του πουθενά.
Από τη μέρα εκείνη οι γονείς του έκλαιγαν απαρηγόρητα και παραλίγο να πεθάνουν από τη στενοχώρια, μέχρι που, μετά από έναν χρόνο και περισσότερο, ο Κετσάνγκ, που θεωρούνταν πλέον πεθαμένος, επέστρεψε. Τους είπε ότι ένας Ταοϊστής ιερέας, ο οποίος δεν του είχε κάνει άλλο κακό, τον είχε απαγάγει, αλλά εκείνος μπόρεσε και δραπέτευσε κάποια στιγμή που ο ιερέας απουσίαζε και εν συνεχεία κατάφερε να βρει τον δρόμο να επιστρέψει στο σπίτι τους. Ο πατέρας του χάρηκε πολύ και δεν έκανε άλλες ερωτήσεις, μόνο προσπάθησε να τον εκπαιδεύσει.
Ο Κετσάνγκ αμέσως έδειξε πως πια κατανοούσε πιο εύκολα και πιο γρήγορα από παλιότερα, και πολύ σύντομα οι γνώσεις του αυξήθηκαν κατά πολύ. Μέχρι την επόμενη χρονιά είχε βελτιωθεί τόσο, που έφτασε μάλιστα να πετύχει στις εισαγωγικές εξετάσεις της περιοχής του, με αποτέλεσμα το όνομά του να γίνει αρκετά γνωστό.
Αμέσως σημαντικές οικογένειες θέλησαν να τον κάνουν γαμπρό τους, αλλά ο Κετσάνγκ δίσταζε. Ανάμεσα στις μέλλουσες συζύγους ήταν και μια εξαιρετικά όμορφη κοπέλα, κόρη του κυρίου Τσάο Τιν-Σι, και ο πατέρας του Κετσάνγκ, μετά από πίεση, τον κατάφερε να την παντρευτεί. Μετά την τελετή οι νεόνυμφοι έμοιαζαν χαρούμενοι και αγαπημένοι, ωστόσο ο Κετσάνγκ κοιμόταν πάντα μόνος του και ήταν φανερό πως δεν είχε υπάρξει καμιά οικειότητα με τη σύζυγό του.
Μετά από έναν χρόνο, και συγκεκριμένα το φθινόπωρο, ο Κετσάνγκ πέτυχε ξανά στις νέες εξετάσεις του και αποφοίτησε, και ο πατέρα του ανακουφίστηκε μιας και ένιωσε πως αυτός ο αγώνας του είχε κερδηθεί. Ωστόσο καθώς ο καιρός περνούσε και ο Τσου Τιεν-ι, λαχταρούσε να αποκτήσει ένα εγγόνι, άρχισε να αφήνει κάθε τόσο υπαινιγμούς στον Κετσάνγκ γι’ αυτό, αλλά ο Κετσάνγκ παρέμενε αδιάφορος. Η μητέρα του όμως καθώς δεν το άντεχε, ξεκίνησε να του γκρινιάζει μέρα νύχτα, ώσπου μια μέρα ο Κετσάνγκ, έξω φρενών, βγήκε έξω από το σπίτι λέγοντας: «Ήθελα εδώ και πολύ καιρό να φύγω και δεν το έκανα μόνο λόγω της υποχρέωσης που έχω απέναντί σας. Όμως το να συζητήσω τι γίνεται πίσω από τις κουρτίνες της κρεβατοκάμαράς μου για να σας παρηγορήσω δεν πρόκειται να το κάνω. Έτσι τώρα θα σας αποχαιρετήσω και όποιος είναι να έρθει να ικανοποιήσει τις επιθυμίες σας, ας έρθει». Η μητέρα του προσπάθησε να τον συγκρατήσει, αλλά καθώς πήγε να τον πιάσει εκείνος σωριάστηκε στο έδαφος, και την επόμενη στιγμή δεν είχε απομείνει από τον Κετσάνγκ, τίποτε άλλο εκτός από το καπέλο και τα ρούχα του. Με τρόμο συνειδητοποίησαν ότι όλο αυτό το διάστημα, αυτό που τελικά ήταν μαζί τους ήταν μόνο το φάντασμα του Κετσάνγκ, οπότε παραδόθηκαν ξανά σε κλάματα και θρήνους.
Την επόμενη όμως κιόλας μέρα είδαν τον Κετσάνγκ να επιστρέφει καβάλα σε άλογο και όλη η οικογένεια πανικοβλήθηκε. Όταν όμως στάθηκε μπροστά τους και τον ρώτησαν να τους εξηγήσει τι είχε συμβεί, εκείνος είπε ότι είχε απαχθεί από κάποιον κακό άνθρωπο που τον πούλησε σε έναν πλούσιο έμπορο, ο οποίος, καθώς ήταν άτεκνος, τον υιοθέτησε, αλλά σαν απέκτησε έναν γιο από τη σύζυγό του, και καθώς ο Κετσάνγκ συνέχιζε να νοσταλγεί το παλιό του σπίτι, τον άφησε να φύγει. Και μόλις ο πατέρας του άρχισε να τον ρωτάει για τις σπουδές του, η απόλυτη νωθρότητα και η έλλειψη γνώσεων κατέστησαν σαφές ότι αυτός ήταν όντως ο πραγματικός Κετσάνγκ. Όμως μιας και ήταν ήδη γνωστός ως άνθρωπος που είχε πετύχει στις αυτοκρατορικές εξετάσεις, και μιας αυτό ήταν κάτι που είχε καταφέρει το φάντασμά του, αποφασίστηκε από την οικογένεια, όλη αυτή η υπόθεση να κρατηθεί μυστική.
Όσο για το όταν εισήλθε στο δωμάτιό του με τη γυναίκα του, αυτή ήταν πολύ οικεία μαζί του, παρόλο που ο Κετσάνγκ ήταν ντροπαλός και αμήχανος, σαν νιόπαντρος. Ωστόσο στο χρόνο επάνω η σύζυγός του είχε ήδη χαρίσει στους ηλικιωμένους γονείς του Κετσάνγκ, το πολυπόθητο εγγονάκι.
❧
Ένα ανθρωπάκι
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κανγκ-Σι, ένας μάγος κουβαλούσε μαζί του πάντα ένα κουτί, μέσα στο οποίο βρισκόταν ένα ανθρωπάκι με ύψος όχι πιο πάνω από τριάντα εκατοστά. Αν έδιναν χρήματα στον μάγο, εκείνος άνοιγε το κουτί και διέτασσε το μικρό πλάσμα να βγει. Το ανθρωπάκι τραγουδούσε ένα τραγούδι και εν συνεχεία επέστρεφε πάλι στο κουτί. Φτάνοντας μια μέρα στο Γέι, ο εκεί δικαστής κατάσχεσε το κουτί και, στο γραφείο του πλέον, ρώτησε το ανθρωπάκι από πού ήταν. Στην αρχή, αψηφώντας τον, εκείνος δεν απαντούσε, μα υπό την πίεση του δικαστή είπε τα πάντα. Είπε ότι καταγόταν από αξιοσέβαστη οικογένεια, αλλά επιστρέφοντας κάποια μέρα στο σπίτι του από το σχολείο, ο μάγος τον νάρκωσε και του έδωσε κάποια μαντζούνια που έκαναν τα άκρα του να συρρικνωθούν, και μετά, παίρνοντάς τον μαζί του, τον επιδείκνυε στους άλλους ανθρώπους. Ο δικαστής, πολύ θυμωμένος, διέταξε τον ραβδισμό μέχρι θανάτου του μάγου και πήρε υπό την προστασία του το ανθρωπάκι. Ακολούθως με ανυπομονησία προσπάθησε να τον θεραπεύσει, ωστόσο δεν κατάφερε να ανακαλύψει την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.
⸙⸙⸙
[Απόδοση τεσσάρων ιστοριών από το βιβλίο του Που Σονγκλίνγκ Παράξενες ιστορίες από το κινέζικο σπουδαστήριο, από την αγγλική του μετάφραση. Πρώτη δημοσίευση των μεταφράσεων στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]







