frear

Η ιστορία του Άντρα και της Γυναίκας – της Ευλαμπίας Τσιρέλη

Κοιλάδα του Θανάτου, Έρημος Μοχάβι, 02:18 π.μ.

Σε αυτή την έρημο, ούτε ο άνεμος κυλούσε μπλεγμένες τούφες μαλλιών κάποιας γιγάντισσας ούτε τα όρνια θρηνούσαν πάνω από σάπια κουφάρια. Σε αυτή την έρημο μονάχα περπατούσαν όλη την ημέρα, πάνω στο ψημένο χώμα, ένας άντρας –που θα τον λέμε Άντρα–, και μια γυναίκα – που θα τη λέμε Γυναίκα.

Η Γυναίκα το είχε σκάσει από ένα τσίρκο. Δούλευε εκεί από τότε που είχε γεννηθεί, φυλακισμένη και ντροπιασμένη. Ο Άντρας είχε μπλέξει σε μια παρανομία για την οποία δεν έφταιγε, και τον κυνηγούσε η αστυνομία όλου του κόσμου. Θα γραφόταν κάποτε η ιστορία τους αλλά, μέχρι τότε, γραφτό δεν ήταν να βρουν μέσα στο σκοτάδι της ερήμου ένα λυόμενο εστιατόριο. Ήταν τυχαίο. Ο Άντρας και η Γυναίκα είχαν φτάσει από τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις ‒εκείνος από τον βορρά κι εκείνη από τον νότο‒, βλαστημώντας· εκείνη για τα σανδάλια της που διαλύθηκαν, και τώρα τα πόδια της είχαν ελαφρά εγκαύματα από το περπάτημα, κι εκείνος για το αυτοκίνητό του που πέθανε δώδεκα χιλιόμετρα μακριά.

Έξω από το λυόμενο υπήρχε ένα καμένο δέντρο. Ένα δέρμα φιδιού κρεμόταν από τα μαύρα κλαδιά και χόρευε, θλιβερό, σαν ζαρωμένη ζελατίνα πέρα δώθε στον άνεμο. Αν το φίδι είχε πεθάνει ή είχε αναγεννηθεί, κανείς δεν ήξερε. Μια πινακίδα νέον αναβόσβηνε: «Τ ΕΝΕΣΙΣ». Είχε σβήσει ένα γράμμα. Και από κάτω: «μ ύρα – χοτ ντογκ – κόλα».

Μπήκαν μέσα μαζί. Ο μπάρμαν είπε: Περάστε. Όμως δεν έχω τίποτα να σας δώσω να φάτε. Δεν περνάει από δω κανείς πια. Έχω μόνο λίγο ψωμί που φτιάχνει η γυναίκα μου, νερό, και λίγη σκόνη για χυμό σταφύλι.

Το δείπνο ήταν φτωχό, τα ρούχα τους βρώμικα και οι ζωές τους μπερδεμένες. Δεν ήξεραν ούτε τα ονόματά τους. Αλλά τα ονόματα δεν είχαν σημασία εκεί. Ο καθένας είχε τη δική του ιστορία. Έτσι, ο μπάρμαν είπε στον Άντρα: Εσύ θα είσαι «αυτός που έρχεται κουρασμένος». Κι έπειτα είπε στη Γυναίκα: Εσύ θα είσαι «αυτή που έρχεται πληγωμένη».

Ο Άντρας ζήτησε λίγο νερό και μια καθαρή πετσέτα. Έπλυνε τα πληγωμένα πόδια της Γυναίκας. Η Γυναίκα τού είπε: σε πιστεύω, ξεκουράσου.

Ξημέρωνε. Από το παράθυρο κοίταξαν μαζί ανατολικά.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη