Ανοίγω το τελευταίο συρτάρι του γραφείου. Εκεί όπου έχω τις φορολογικές δηλώσεις, τις βεβαιώσεις, τα συμβόλαια, τις αποδείξεις. Ξεφυλλίζω ένα απέραντο χαρτομάνι και βρίσκω την ατζέντα που χρησιμοποιούσα στα φοιτητικά μου χρόνια. Μια μπλε διαφημιστική ατζέντα. Πόσα χρόνια πέρασαν! Είχα να την κρατήσω στα χέρια μου από τότε. Εκεί, ανάμεσα στις τσαλακωμένες, λερωμένες σελίδες της, βρισκόταν ο αριθμός τηλεφώνου της.
«Δωσ’ τη μου» μου είχε πει εκείνο το πρώτο απόγευμα που γνωριστήκαμε, ένα χειμωνιάτικο απόγευμα Κυριακής, ενώ βρισκόμασταν σπίτι μου και της έδειχνα δικά μου αντικείμενα, λίγο από μένα. «Ωραία ατζέντα! Θέλω να της γράψω».
Την άνοιξε, πήγε στο Δέλτα, και μ’ ένα μπλε μαρκαδόρο άρχισε να γράφει το όνομά της και το τηλέφωνό της. Ένα ψηφίο του αριθμού τηλεφώνου της ήταν το μηδέν. Μου έκανε εντύπωση που στη θέση αυτού του ψηφίου σχεδίασε μια καρδιά. Μια σχεδόν πλάγια καρδιά στο ίδιο μέγεθος με τα υπόλοιπα ψηφία. Από μακριά έμοιαζε με μηδέν. Αν όμως πλησίαζες ήταν μια τέλεια καρδιά.
Ανοίγω την ατζέντα και φτάνω στο όνομά της: Δήμητρα. Ναι, βρίσκεται ακόμη εκεί! Με μπλε μαρκαδόρο. Το όνομά της και δίπλα το τηλέφωνό της. Να και η καρδιά! Μόνο που τώρα έχει χάσει το έντονο μπλε χρώμα της. Υπάρχει, αλλά εμφανώς θολή, σαν να την ακούμπησε κάποιο δάχτυλο με σκοπό να την σβήσει. Μοιάζει, θαρρώ, με καρδιά που στάζει δάκρυ, δάκρυ από μελάνι.
Η καρδιά, ο τηλεφωνικός αριθμός και το όνομά της μπροστά στα μάτια μου. Σφίγγω τα χείλη. Μπαίνω στον πειρασμό να πληκτρολογήσω τον αριθμό στο κινητό μου. «Είναι δυνατόν;», σκέφτομαι, «Ύστερα από τόσα χρόνια;».
Δεν χρειάστηκε να περάσουν παρά μόνο λίγα δευτερόλεπτα κι έχω ήδη πληκτρολογήσει τον δεκαψήφιο αριθμό και είμαι έτοιμος να πατήσω το κουμπί της κλήσης. Χωρίς σκέψη, χωρίς καμία λογική, σαν να υπακούει ο νους μου σε μια ξένη εντολή, σε μια μακρινή φωνή, πατάω με θάρρος το κουμπί! Καλεί!
Πρώτος, δεύτερος, τρίτος χτύπος. Τόσο δυνατοί στο άκουσμά τους όσο και οι χτύποι της καρδιάς μου. Μα πριν προλάβει το επόμενο χτύπημα πατάω αστραπιαία το κουμπί και τερματίζω την κλήση.