frear

Βουβόκυμα – της Ναρίνας Σουβατζίδου

Τον τελευταίο καιρό μπαινόβγαινε κόσμος πολύς στο σπίτι τους. Οι θειές του κάνανε δουλειές, οι γειτόνισσες έφερναν φαγητό και η παπαδιά πέρναγε κάθε απόγευμα να δει τη μάνα του που ήτανε στο κρεβάτι. Εκείνος τριγύριζε αμήχανος μην ξέροντας που να σταθεί. Καμώνονταν πως έπαιζε, μα το μυαλό του ήταν εκεί, στην κάμαρά της. Ένα πρωί ξύπνησε και την άκουσε να βογκάει. Έτρεξε αμέσως κι ειδοποίησε την ξαδέρφη της που έμενε δίπλα. Μέσα σε λίγη ώρα μαζευτήκαν οι γυναίκες απ’ το σόι της, μπήκανε στο δωμάτιο και κλείσανε πόρτα. Εκείνος κάθισε πλάι στο τζάκι κι έπιασε να σκαλίζει νευρικά ένα κομμάτι ξύλο με τον σουγιά του. Ο πατέρας του έλειπε απ’ το πρωί. Ήτανε Κυριακή και είχε πάει από νωρίς στον καφενέ. Πέρασαν ώρες πολλές. Κάθε τόσο η μεγάλη του η θειά έβγαινε και ξανάμπαινε κρατώντας κι από κάτι. Μια πετσέτα, ένα σεντόνι, μια κανάτα νερό. Κατά το μεσημέρι άκουσε κραυγές κι έκλεισε με τα χέρια του τ’ αυτιά του. Ύστερα οι φωνές σταμάτησαν κι έπεσε ησυχία. Η θειά του έφυγε απ’ το σπίτι αλαφιασμένη και γύρισε πίσω τρέχοντας μαζί με τον γιατρό. Μετά από ʼκανα δεκάλεπτο βγήκε απ’ την κάμαρα η ξαδέρφη του και τον πλησίασε. Του χάιδεψε τα μαλλιά και του είπε μαλακά να φύγει απ’ το σπίτι, να πάει να βρει τους φίλους του να παίξουνε. Αυτός στεκόταν μουτρωμένος και δεν έκανε βήμα. Εκείνη επέμεινε, τον έσπρωξε μέχρι το πλατύσκαλο και του άνοιξε την πόρτα. Τότε εκείνος βγήκε από το σπίτι και κοντοστάθηκε για λίγο στα σκαλιά μην ξέροντας τι να κάνει. Έπειτα νευρίασε, βρόντηξε πίσω του την πόρτα και τράβηξε σκυθρωπός για το λιμάνι.

Κατέβηκε στον μώλο και είδε σε μιαν άκρη μαζεμένους τους ψαράδες. Δυο-τρεις τον αναγνώρισαν και του ʼγνεψαν να πάει κατά κει. Πήρε ένα κασόνι, το έσυρε και έκατσε μαζί τους. Λέγανε ιστορίες για τη θάλασσα. Μέσα στη συζήτηση κάποιος μίλησε για βουβόκυμα. Δεν την είχε ξανακούσει αυτή τη λέξη. Τον ρώτησε τι σήμαινε. «Είναι ένα κύμα που ξεκινάει από μακριά και φτάνει εδώ μετά από μέρες» του είπε εκείνος. «Και ξάφνου, ενώ έχει άπνοια, η θάλασσα φουσκώνει σα βουνό. Σαν μια δίνη αόρατη ν’ ανακατεύει το βυθό και να την ανταριάζει. Είναι ύπουλο κύμα, δύσκολο, γιατί δεν φαίνεται καθόλου η κορυφή του, δεν αφρίζει. Έχει βουβή τη δύναμη και αν σε πετύχει στα βαθιά σείεται το καΐκι. Μια στο σηκώνει στα ψηλά, μια στο βυθίζει. Κι εσύ δε γίνεται να στρίψεις, να αποφύγεις. Κάνεις μονάχα υπομονή και πας μαζί με τα νερά μέχρι να τους περάσει. Άμα ποτέ το ακούσεις στον ασύρματο, μη βγεις. Κάλλιο να χάσεις μια ψάρια πάρα να το πετύχεις. Κι αν ποτέ σε πιάσει στο κολύμπι, κάτσε ανάσκελα κι ακίνητος σα ξύλο που επιπλέει. Μην κολυμπάς, θα κουραστείς και θα σε καταπιεί», είπε ο ψαράς και συνέχισε το κουβεντολόι με τους άλλους. Πέρασε η ώρα και σηκώθηκαν να φύγουνε, μα αυτός δεν ακολούθησε. Καθώς ξεμάκραιναν, ένας ψαράς τον είδε που ʼχε ξεμείνει μοναχός του στον σκοτεινιασμένο μώλο. Γύρισε πίσω, στάθηκε από πάνω του και του χτύπησε την πλάτη «Άντε λοιπόν, σήκω κι εσύ σιγά-σιγά» του είπε, «τράβα να πας στο σπίτι… θα σε ψάχνουνε… Είναι ετοιμόγεννη κι η μάνα σου, να μην την λαχταράς κι εσύ… Άντε σήκω! Και να σας πάνε όλα καλά…» του ευχήθηκε.

Πέρασαν χρόνια κι έγινε ψαράς. Στην προκυμαία τον είχανε σε εκτίμηση. Τον λέγανε γουρλή γιατί έτυχε ένα καλοκαίρι να βγάλει δύο τεράστιους τόνους. Ο ένας ζύγιζε είκοσι κιλά, ο άλλος τριανταπέντε. Μαζεύτηκε όλο το χωριό και οι τουρίστες και τον φωτογραφίζανε. Τον γράψανε κι οι εφημερίδες. Μέσα στα χρόνια του είχαν τύχει τρικυμίες, μπουρίνια γρήγορα κι απότομα μποφόρ κι αμέσως τράβαγε καρφί για έναν μικρό όρμο, που ξέρανε όλοι στο νησί πως ο άνεμος κοπάζει. Μια δυο φορές στα χρόνια μέσα είχε μόνο φοβηθεί κι έτυχε και τις δυο φορές να είναι στ’ ανοιχτά και να σηκωθεί νοτιάς. Κι ενώ ο αέρας λυσσομανούσε ζεστός σαν τη φωτιά, η θάλασσα έμοιαζε πιο κρύα από ποτέ. Άφριζε και αγρίευε σαν γάτα και το ένα κύμα το θολό κατάπινε το άλλο. Και αν και τα πιο πολλά ναυάγια στο νησί είχανε γίνει με βοριά, αυτός μόνο την όστρια και το σουέλ υπολόγιζε ικανά για το κακό. Όποτε λέγαν για βουβόκυμα, άναβε στο κατάστρωμα τη λάμπα του κι έκανε δουλειές. Μπαλώματα, καρφώματα, δολώματα κι άμα περίσσευε ψωμί έριχνε δίπλα στα ρηχά και κανέναν κιούρτο, μην πάει τελείως χαμένη η βραδιά δίχως να βγάλει κάτι.

Το καλοκαίρι που ʼχε πρωτοπάρει το καΐκι του, ανήμερα της Παναγιάς σήκωσε ξαφνικά καιρό. Τους ειδοποίησαν απ’ στον ασύρματο να τρέξουν να βοηθήσουν, γιατί ήρθε σήμα ότι βυθίζεται το σκάφος που έκανε τον γύρο του νησιού με τους τουρίστες. Έφτασε μέσα στο κακό κι έσωσε μια οικογένεια απ’ τη Λάρισα. Τους τράβηξε απάνω στο καΐκι του, τους έμπασε στην καμπίνα. Τον ευχαρίστησαν φιλώντας του τα χέρια, μα αυτός τους έγνεψε ότι δε χρειάζεται και σήκωσε στην αγκαλιά του το παιδί τους που είχε τρομάξει κι έτρεμε, για να το ησυχάσει. Δεν ήξερε πολλά από μωρά, μα έπεσε απάνω του να το φροντίσει. Του ʼδωσε πρώτα δύο γουλιές κρασί να ζεσταθεί κι ύστερα του έδωσε να πιπιλίσει μέλι. Το τύλιξε με μια στεγνή πετσέτα και του έτριψε την πλάτη για να ζεσταθεί. Του στέγνωσε τα μαλλιά του μ’ ένα πανί και το παιδάκι ήρθε κ’ ηρέμησε και σιγά σιγα σταμάτησε να τρέμει. Τους έβγαλε έξω στο λιμάνι και οι γονείς δεν ήξεραν πώς να τον ευχαριστήσουν. Έκτοτε ερχόντουσαν κάθε χρόνο στο νησί. Του φέρνανε καλούδια απ’ τον τόπο τους και πάντα μαζί ένα γράμμα. Τα γράμματα του τα έστελνε η γιαγιά του αγοριού για να τον ευχαριστήσει που της το έσωσε. Εκείνος έπαιρνε τα γράμματα, μα δεν τα διάβαζε.

Εκείνη τη χρονιά σαν έφτασε ο Αύγουστος ήρθανε πάλι στο νησί οι Λαρισαίοι. Ο μικρός είχε μεγαλώσει, είχε πατήσει πια σχεδόν τα δεκατέσσερα. Πήγε στο καΐκι, τον χαιρέτησε και του έδωσε το γράμμα. Εκείνος τον ευχαρίστησε, το πήρε και το ʼβαλε μαζί με τ’ άλλα στο συρτάρι. Έπειτα έκατσε στο μώλο κι άπλωσε το δίχτυ του κατάχαμα. Ο πιτσιρικάς έκατσε δίπλα του και τον κοίταζε να μπαλώνει. Ο ψαράς κατάλαβε ότι λαχταρούσε τη δουλειά. Ανέβηκε στο καΐκι, του έφερε πετονιές, αγκίστρια και βαρίδια και του ʼδειξε πώς να τα ετοιμάζει. Ο μικρός έπεσε με τα μούτρα και δούλευε ασταμάτητα. Κάθε τόσο κοίταγε με την άκρη του ματιού πρός τον ψαρά να δει άμα τον βλέπει. Μόλις τελείωσε του τα ʼδειξε περήφανος. «Μπράβο σου! Είσαι γρήγορος, τα πιάνεις με τη μία!» του είπε γελώντας ο ψαράς και του ανακάτεψε τα μαλλιά. Τότε ο μικρός ξεθάρρεψε και τον παρακάλεσε να τον πάρει μαζί του με το καΐκι. Ήθελε να δει πώς γίνεται το ψάρεμα τις νύχτες και να τον βοηθήσει όπως μπορεί. Εκείνος δίστασε και του είπε πρώτα να ρωτήσει τους γονείς του. Ο πιτσιρικάς του ʼπε ότι τους το ʼχε ήδη συζητήσει και ότι στην αρχή φοβόντουσαν, αλλά λέγε-λέγε στο τέλος συμφώνησαν. Με τα πολλά ο ψαράς υποχώρησε και του ʼπε να πάει την άλλη μέρα κατά το σούρουπο και να ʼχει μαζί του κάτι για το κρύο. Εκείνος τον χαιρέτησε χαρούμενος και έφυγε τρεχάτος.

Ο ψαράς έμεινε να τον κοιτά να απομακρύνεται. Ξαφνικά σαν κάτι να είχε στριμωχτεί μέσα του. Χωρίς να ξέρει το γιατί άρχισε όλο και περισσότερο να δυσανασχετεί και να θυμώνει. Νευρίασε πρώτα με τον μικρό. «Όρεξη έχω να τον φορτωθώ και να τόνε προσέχω όλο το βράδυ» σκεφτότανε. «Κι άμα αρρωστήσει, αν χτυπήσει, αν κάτι τύχει τι θα γίνει;», ανησύχησε. Ύστερα τα ʼβαλε με τους γονείς του που τον άφησαν να πάει μαζί του. «Άμυαλοι άνθρωποι όμως, τι περιμένεις… Εδώ είχανε μικρό παιδί και το τραβολογούσανε σαν τους τρελούς μες στα καΐκια και τις θάλασσες. Δεν κοίταγαν να κάτσουνε σαν άνθρωποι στο σπίτι τους, θέλανε τουρισμό. Αλλά έτσι είναι, έρχονται απ’ τα μέρη τους για διακοπές και καλοπέραση κι άμα τυχόν γίνει κάνα κακό, ο ντόπιος τρέχει κι αγωνιά κι ο ντόπιος τους ξεμπλέκει». Νευριασμένος και κακόκεφος, φόρτωσε ο ψαράς όλα τα πράγματα, πήρε μαζί του και μερικές μπύρες κι ανοίχτηκε στη θάλασσα.

Εκείνο το βράδυ είχε ξαστεριά και άπνοια. Μόλις έριξε το παραγάδι, άνοιξε ένα μπουκάλι μπύρα κι άρχισε να πίνει κοιτάζοντας τα μακρυσμένα φώτα στο λιμάνι. Ξάφνου, όπως καθότανε, του φάνηκε σαν να κουνήθηκε παράξενα το καΐκι του. Ενώ η θάλασσα ήταν λεία σα γυαλί, ολόκληρο το σκαρί άρχισε ν’ ανεβαίνει σταθερά, χωρίς να ακούγεται ο αέρας ή το κύμα κι έπειτα να βυθίζεται αργά δίχως να κλυδωνίζεται και να ταρακουνιέται. Η επόμενη ανεβασιά τον πήγε ακόμα πιο ψηλά κι ύστερα τον τράβηξε πάλι κάτω η θάλασσα σαν μια βουβή τραμπάλα. «Βουβόκυμα», κατάλαβε, κι ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Έσφιξε μες στο χέρι το μπουκάλι, κάρφωσε τα μάτια του στο πάτωμα και κόλλησε την πλάτη του στον τοίχο της καμπίνας. Στάλες ιδρώτα φάνηκαν ψηλά στο μέτωπό του. Εκείνο που τον τάραξε περισσότερο ήτανε η ησυχία. Άλλες φορές στον κίνδυνο, λυσσομανούσε η θάλασσα κι ο αέρας. Τα πάλευε στα ίσια. Έβλεπε μες στην καταχνιά πόσο τον παίρνει και υπολόγιζε για πού έπρεπε να στρίψει το τιμόνι του ώστε να καβαλάει το κύμα. Όμως αυτό ήτανε αλλιώτικο. Ύπουλο πράγμα κι άσχημο που δεν υπολογίζεται, όπως του τα ʼχαν πει. Τα δάχτυλα απ’ τη δύναμη που σφίγγανε τη μπύρα είχαν ασπρίσει. Ένιωσε κάτι αβάσταχτο, λες και βρέθηκε ξαφνικά ολομόναχος στον κόσμο. Η αίσθηση αυτή έπεσε πάνω του σαν σκιά κι ένιωσε να τον σβήνει.

Έμεινε έτσι παγωμένος κάνα τέταρτο. Μετά σηκώθηκε τρεκλίζοντας. Βαριανασαίνοντας πήγε δίπλα στο τιμόνι κι άνοιξε το συρτάρι. Πέταξε γρήγορα έξω τα πράματα και βρήκε τα γράμματα που έστελνε η γιαγιά του αγοριού. Τα πήρε, έκατσε κάτω απότομα, τα έσκισε όπως όπως κι άρχισε με τρεμάμενη φωνή να τα διαβάζει. Ταραγμένος καθώς ήτανε, δεν έβγαζε τις λέξεις. Σιγά-σιγά η αναπνοή του ησύχασε, πέσανε οι παλμοί του κι άρχισε να διαβάζει καθαρά τι του έγραφε η γυναίκα. Του έλεγε πως δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτό που έκανε, που έσωσε το παιδί τους. Του έγραφε ευχές, να του ανταποδώσει ο Θεός το καλό, και να ʼρθουνε όλα δεξιά μες στη ζωή του. Διαβάζοντας τα καλά της λόγια συγκινήθηκε. Θυμήθηκε το ναυάγιο που ʼσωσε το παιδάκι. Του ʼρθαν στον νου του τα μάτια του μικρού αγοριού όταν το τράβηξε και το ʼβγαλε απ’ τα κύματα. Ήτανε καστανά ανοιχτά, σχεδόν μελιά κι έτσι όπως τον κοιτούσαν δακρυσμένα μοιάζανε σαν μικρές κηρήθρες που έσταζαν γλυκό. Θυμήθηκε ύστερα τη μάνα του να κλαίει απαρηγόρητη σαν πέθανε, εκείνο το απαίσιο απόγευμα, το παιδί που είχε γεννήσει. Κι ύστερα να κάθεται για μήνες στο παράθυρο και να κοιτάζει έξω αμίλητη τη θάλασσα μέχρι να πέσει η νύχτα. Σκέφτηκε τον πατέρα του που έλειπε όλη μέρα στη δουλειά και τα βράδια έμενε μέχρι αργά στον καφενέ και γύρναγε πιωμένος. Θυμήθηκε τον εαυτό του παιδί, να προσπαθεί να ʼναι καλός, σχεδόν αόρατος, να βοηθάει με τις δουλειές όπου μπορεί και να προσέχει να μη στενοχωρεί τη μάνα του. Τις νύχτες να ξαπλώνει στο κρεβάτι του και να τον βασανίζει η σκέψη πως αν είχε μείνει σπίτι εκείνο το απόγευμα ίσως να είχε κάνει κάτι και το παιδί να ζούσε. Και να αισθάνεται ανήμπορος και μόνος. Μόνος. Μόνος… Άρχισε να κλαίει. Είχε να κλάψει από παιδί, κοντά τριάντα χρόνια. Καθώς τρέχαν τα δάκρυα χάθηκε από μέσα του ο φόβος και ο θυμός και τον πλημύρισε πόνος βουβός κι ένα παράπονο βαθύτατο.

Σιγά σιγά πήρε και χάραξε. Έπεσε το βουβόκυμα κι η θάλασσα στάθηκε ακίνητη. Σκούπισε σιγά σιγά τα μάτια του, έβαλε μπρος τη μηχανή κι έστριψε κατά τη στεριά. Σαν έφτασε στο λιμάνι δίπλωσε στους φακέλους τους τα γράμματα και τα έβαλε πίσω στο συρτάρι. Κάθισε ύστερα στο μικρό τραπέζι της καμπίνας του, πήρε μολύβι και χαρτί κι έγραψε στη γιαγια του αγοριού. Της είπε για το πένθος τους, για τον χαμένο του αδελφό και για τη μάνα του, για την απελπισία του πατέρα του και για τη μοναξιά του. Για τους ψαράδες που, από τα γεγονότα κι ύστερα, τον έπαιρναν μαζί για να ξεχνιέται κι έτσι έγινε ψαράς. Της έγραψε πως τα λόγια της τον έσωσαν στο βουβόκυμα κι ότι του είχε πει το μόνο μπράβο κι ευχαριστώ που είχε ακούσει στη ζωή του. Της είπε πως δεν χρειάζεται να του στέλνει πια ευχαριστίες, αν ήθελε όμως ας του έγραφε τα νέα της κι εκείνος να της στέλνει τα δικά του.

Το σούρουπο σαν έφτασε ο πιτσιρικάς του έδωσε το γράμμα και του είπε να το δώσει στη γιαγιά του και να την ευχαριστήσει για όσα του έγραψε μέσα σ’ αυτά τα χρόνια. Έλυσε το καΐκι του κι έβαλε πλώρη για τ ανοιχτά. «Ξέρεις είχα έναν μικρότερο αδερφό. Αλλά τύχανε πράματα πολλά και δεν κατάφερα ποτέ να τον πάρω μαζί μου στο καΐκι μου ούτε να του μάθω ψάρεμα», είπε διστακτικά στον πιτσιρικά καθώς ξεμάκραιναν από το λιμάνι. Εκείνος τον περιεργάστηκε για λίγο αμίλητος και σα να κατάλαβε την πίκρα του. «Ε, τότε θα ʼρχομαι εγώ θείο!», του είπε. «Θα τα μάθεις σε μένα και στο τέλος θα σου πάρω και τη δουλειά!» είπε το παλληκαράκι, παρηγορώντας τον με το πείραγμά του. «Χαλάλι σου!» είπε ο ψαράς χαμογελώντας κι έβαλε πλώρη για την άκρη του νησιού που είχε τα βαθιά νερά και βγαίναν οι καλές ψαριές. Καθώς το καΐκι έπλεε στο ήσυχο νερό του ʼρθε στον νου του νέα η μάνα του, που όταν είχε μπουνάτσα χαμογελούσε και του ʼλεγε πως η θάλασσα έμοιαζε με γιαούρτη. Αυτός γελούσε και φανταζότανε το πέλαγο σαν να ʼτανε κεσές. Κι αυτόν να πέφτει μέσα και μια να τρώει, μια να κολυμπάει.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Bacho Bagishvili. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη