Στην Ελισάβετ Παντζαρτζή
Μια έντονη μυρωδιά βασιλικού γέμισε τον αέρα και η Ελισάβετ άνοιξε τα μελιά της μάτια. Πάνω από το κεφάλι της απλωνόταν ένα κομμάτι από τον γαλανό ουρανό της Δράμας. Έκανε να σηκωθεί, μα ένα βάρος στα στήθια της την κράτησε κάτω. Δίπλα της έσκυψαν η κόρη της, η Αθηνά, και η Δέσποινα, η ξαδέλφη του αδικοχαμένου άντρα της.
«Είσαι καλά, μάνα;» άκουσε τη φωνή της κόρης της σα να ερχόταν από μακριά.
Θυμήθηκε. Το μνημόσυνο, τα κόλλυβα, η λιποθυμία. Τρία χρόνια από τότε που τον πήραν στα Αμελέ Ταμπουρού – τα Τάγματα Εργασίας – στα βάθη της Τουρκίας. Από τότε, λες και είχε ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Κανείς δεν είχε νέα του. Και πώς να είχε εκεί που βρέθηκαν; Μακρύς ο δρόμος της προσφυγιάς από την Αξό Καππαδοκίας. Μακρύς και πικρός. Η μάνα της είχε αφήσει την τελευταία της πνοή στα λοιμοκαθαρτήρια στη Θεσσαλονίκη. Πολλοί άλλοι δεν άντεξαν την πείνα, τις αρρώστιες και τις κακουχίες.
Καθώς τίναζε λίγα κόλλυβα από το σκούρο της φόρεμα, τον είδε. Στην άκρη της αυλής, ανάμεσα στα κυπαρίσσια, ένας άντρας την κοιτούσε. Ψηλός, μα ζαρωμένος· το πρόσωπό του σκαμμένο από τον χρόνο και τα βάσανα. Τα μάτια, όμως, αυτά τα μάτια…
Πάγωσε. Η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά.
Εκείνος πλησίασε αργά, σαν να μην ήθελε να την τρομάξει.
«Ελισάβετ», είπε σιγανά, η φωνή του να τρέμει από συγκίνηση.
Τον κοίταξε, με μάτια γεμάτα τρόμο και λαχτάρα. Ήταν δυνατόν; Η ανάμνηση των Τσετών ανταρτών ήρθε σα μαχαιριά: η πόρτα σπασμένη, τα χέρια του δεμένα πισθάγκωνα, τα χτυπήματα με την κάνη, οι κραυγές του. Κρυμμένη στο πατάρι, να κρατά το στόμα της κόρης της κλειστό να μην της φύγει άχνα.
Δεν μπορεί, σκέφτηκε. Βλέπω οράματα.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε ξέπνοα.
«Ο άντρας σου», αποκρίθηκε. «Ο Αναστάσης».
Το βλέμμα του – ίδιο. Όπως το θυμόταν όταν την πάντρεψαν μαζί του, δεκατριών χρονών παιδούλα. Τα χέρια του, αδύνατα μα ζωντανά. Την άγγιξε απαλά στο μπράτσο και η Ελισάβετ τινάχτηκε, αλλά δεν τραβήχτηκε. Το σώμα της έτρεμε, μα η καρδιά της, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, φτερούγισε.
Δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια της.
Έκανε ένα βήμα μπροστά, μα ένιωσε τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της. Δεν πρόλαβε να σωριαστεί· δύο χέρια την αγκάλιασαν σφιχτά.