Το τέλος του κόσμου όπως τον ξέραμε
It’s the end of the world as we know it λένε οι REM σε ένα τραγούδι τους και μάλλον είναι αλήθεια, αφού πληθαίνουν τα έργα, λογοτεχνικά και άλλα, με αναφορές σε έναν πλανήτη που αργοσβήνει.
Το τελευταίο βιβλίο της Χλόης Κουτσουμπέλη που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Θίνες έχει τίτλο Ταχυδρομική θυρίδα: Κιβωτός και είναι μια επιστολική νουβέλα. Αποτελείται από δώδεκα επιστολές και δύο μικρά αφηγηματικά μέρη. Η Κουτσουμπέλη, με μια αξιοθαύμαστα πυκνή και περιεκτική αφήγηση, απαρτιώνει μέσα σε μόλις 67 σελίδες τη σπαρακτική ιστορία της νεαρής Σιγκάλ που καλείται να πάρει θέση συζύγου στο πλευρό του ηλικιωμένου Νώε, καθώς η πρώτη του σύζυγος δεν μπορεί πια λόγω ηλικίας να τεκνοποιήσει. Ο Νώε εξοπλίζει και επανδρώνει την κιβωτό σύμφωνα με τις εντολές του Θεού: παίρνει μαζί τους τρεις γιους του και τις συζύγους τους, μαζί με 50.000 ζώα και ένα εκατομμύριο έντομα, τα οποία διατηρούνται ναρκωμένα με βοτάνια. Η πρώτη σύζυγος του Νώε, ονόματι Εμζάρα, εγκαταλείπεται σε ένα ξύλινο καταφύγιο στην κορυφή του πιο ψηλού δέντρου του δάσους, με την υπόσχεση, όταν η κιβωτός φτάσει ασφαλής στον προορισμό της, μια αποστολή να γυρίσει πίσω για να την παραλάβει. Οι επιστολές που απαρτίζουν τη νουβέλα είναι γραμμένες σε παπύρους. Πρόκειται για επτά επιστολές που απευθύνει η Σιγκάλ στην Εμζάρα με απροσμέτρητο σεβασμό, περιγράφοντας τη ζωή της στο πλευρό του Νώε, οι οποίες συχνά θυμίζουν απεύθυνση στη μητέρα, αφού η Εμζάρα ίσως λειτουργεί ως μητρικό υποκατάστατο για την ορφανή από μητέρα Σιγκάλ. Οι υπόλοιπες πέντε επιστολές είναι της Εμζάρα, η οποία απευθύνεται στον πιο αγαπημένο της γιο, τον Ιάφεθ. Διαπνέονται από βαθιά μητρική αγάπη, εμπιστευτικότητα και εξομολογητική διάθεση: η Εμζάρα, διασθανόμενη προφανώς το τέλος της, θέλει να αποκαλύψει στον αγαπημένο της γιο της άγνωστες πτυχές της ζωής της.
Με περισσή τόλμη η Κουτσουμπέλη ανασκευάζει, ή καλύτερα, ανατρέπει την ιστορία του Νώε. Ναι μεν παραμένει ο ευσεβής άνδρας και εκλεκτός του Θεού, που καλείται να διασώσει τα δημιουργήματα του Πλάστη, επανεκκινώντας τη ζωή στη γη πάνω σε νέα βάση. Όμως ο Νώε είναι άνδρας και έχει όλα τα χαρακτηριστικά που τροφοδοτούν και συντηρούν την πατριαρχική δομή της κοινωνίας. Εμφανίζεται απροειδοποίητα στον πατέρα της Σιγκάλ και έναντι χρημάτων παίρνει μαζί του τη νεαρή κοπέλα, σαν να αγόραζε ζώο. Στον δρόμο αυτός πηγαίνει μπροστά και το κορίτσι τον ακολουθεί. Την παραδίδει σε μια ηλικιωμένη υπηρέτρια με την εντολή να την πλύνει και να την ευπρεπίσει. Ήδη από την πρώτη αυτή σκηνή, ο Νώε αποκαθηλώνεται στα μάτια του αναγνώστη, χάνει τη βιβλική ιερότητα με την οποία έχει αποθηκευτεί στο συλλογικό ασυνείδητο του χριστιανικού κόσμου, εμφανίζεται τραχύς, ισοπεδωτικός, δεν αφήνει καμία ελευθερία βούλησης στο νεαρό κορίτσι, πάντα επικαλούμενος το θεϊκό πρόσταγμα.
Η αφήγηση είναι λιτή, δωρική, περιορίζεται στην παράθεση των γεγονότων, όπως μεταφέρονται από τις δυο κεντρικές ηρωίδες, τη Σιγκάλ και την Εμζάρα. Και στις δύο αυτές γυναίκες με τη μεγάλη διαφορά ηλικίας διακρίνουμε τα δεινά που συνοδεύουν τη θηλυκότητα. Η Εμζάρα συμμετείχε μαζί με γυναίκες συντρόφους σε μυστικές λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμήν της Μητέρας Θεάς, μέσα σε μια σπηλιά, προφυλαγμένες από τους αμύητους, με κίνδυνο θανάτωσης αν γίνονταν αντιληπτές. Η συντροφικότητα των γυναικών υπό τη σκέπη μιας γυναικείας θεότητας λειτουργεί υποστηρικτικά, τις οπλίζει με αντοχή, τις βοηθά να αντισταθούν στην καθημερινή καταπίεση που υφίστανται στις κανονικές τους ζωές. Μέσα στις επιστολές της Εμζάρα διαφαίνεται η συσσωρευμένη τραυματική καταπίεση όχι μόνο της ίδιας, αλλά όλων των γυναικών, από έναν αρσενικό Θεό, βλοσυρό και εκδικητικό, που δεν διστάζει να πνίξει τα δημιουργήματά του, να αναγκάσει τους ανθρώπους να απαρνηθούν την υλική τους υπόσταση, τα σώματά τους. Πόσο διαφορετικός από τη Μητέρα Θεά που ασπάζονται οι γυναίκες, μια θεά στρογγυλή, μαλακή και υπομονετική, που έχει τη «χθόνια δύναμη της γης και μάτια από ουρανό», όπως την περιγράφει θαυμάσια η Κουτσουμπέλη αξιοποιώντας την ποιητική της σκευή. Μέσα από τις επιστολές της Εμζάρα ξεχύνεται ένας ύμνος στη γυναίκα, μια ηχηρή καταγραφή των διαχρονικών αιτημάτων που συναρτώνται με τη θηλυκότητα, χωρίς καταγγελτική υπερβολή, αλλά ως βιωμένη αλήθεια σε τόνο εξομολογητικό, από μητέρα σε γιο. Γιατί ο Ιάφεθ είναι ο πιο εξελιγμένος τύπος άνδρα, ευαίσθητος, πνευματώδης. Η Εμζάρα τον αισθάνεται σαν φέτα από την ψυχή της. «Είμαστε πλασμένοι από το ίδιο γάλα που χύνεται τις νύχτες από τον ουρανό», λέει στην αρχή της πρώτης της επιστολής, καθιστώντας τον αναγνώστη άμεσο κοινωνό της ιερής μητρικής αγάπης που τρέφει για τον γιο της.
«Σου γράφω κρυφά από τον Νώε». Έτσι αρχίζει το βιβλίο και ήδη από την πρώτη φράση γίνεται αντιληπτό ότι η Σιγκάλ κρύβεται, κρύβει τις σκέψεις και τις επιθυμίες της από τον σύντροφό της, έναν σύντροφο αταίριαστο που της επιβλήθηκε άνωθεν ξαφνικά, σχεδόν βίαια. Τι κι αν αυτό ήταν θέλημα Θεού, δεν παύει να αποτελεί παραβίαση της ελευθερίας της νεαρής κοπέλας, που έχει ακόμα την ηλικία παιδιού και θα έπρεπε να συνεχίζει το σχολείο της και να παίζει με τις φίλες της. Όμως και η ζωή που αφήνει πίσω της για να ακολουθήσει τον Νώε δεν ήταν καλύτερη: «[…] Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, Εμζάρα, σαν χθες ήταν, θυμάμαι πως με βασάνιζαν πάλι τα αδέλφια μου, με πείραζαν, με τσιμπούσαν, με γέμιζαν μελανιές, όταν ξαφνικά ήρθε ο Νώε στο καλύβι μας». Και σε αυτή τη ζωή κρυβόταν η Σιγκάλ, παραφύλαγε το μάθημα των αγοριών στο διδασκαλείο, «γινόταν μια μικρή σκιά στο σκοτάδι που συσσωρευόταν πηχτό στις γωνιές της αίθουσας». Η Σιγκάλ είναι η εκπρόσωπος μιας ολόκληρης στρατιάς αδικημένων γυναικών που στερήθηκαν τις ευκαιρίες μιας ολοκληρωμένης ζωής, τη μόρφωση, τον έρωτα, την αυτοδιάθεση. Όσο κι αν μοιάζει κάπως δικαιολογημένη η συνθήκη περιορισμού της με τον θεόσταλτο ρόλο που καλείται να αναλάβει, καθώς προχωρά η αφήγηση, ο αναγνώστης αισθάνεται δυσφορία, πραγματικό θυμό για όσα υφίσταται η μικρή ηρωίδα. Προσωπικά ένιωσα τον ίδιο θυμό που μου προκαλεί η θυσία της Ιφιγένειας. Και, αλήθεια, είναι τραγική ηρωίδα η Σιγκάλ, καλείται να παίξει σημαντικό ρόλο στη διάσωση της ανθρωπότητας, στη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους θυσιάζοντας την αθωότητά της, πληγώνοντας το κορμί της για να ικανοποιήσει έναν υπερήλικα σύζυγο.
Στη νουβέλα ο Νώε εμφανίζεται ως ένας σοφός και θεοσεβής άνθρωπος, ευφυής και οργανωτικός, διαβάζει και γράφει με τις ώρες, κάνει υπολογισμούς για τη διαχείριση της Κιβωτού. Είναι ευγνώμων προς την πρώην σύζυγό του και αναγνωρίζει την αξία και τις ικανότητές της. Την αναφέρει με πολύ κολακευτικά λόγια. «[…] η Εμζάρα είναι αγία, έχει τόση κατανόηση, τόση μεγαλοσύνη, καταλαβαίνει ότι η ίδια δεν θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη στην Κιβωτό». Και στις δύο συζύγους του ο Νώε επικαλείται τη χρησιμότητα, οι γυναίκες του είναι “χρήσιμες”, κάνουν όλες τις δουλειές με επιδεξιότητα και επιπλέον χρησιμεύουν στην παραγωγή απογόνων, η Εμζάρα στο παρελθόν και η Σιγκάλ αποδώ και πέρα. Στη γυναίκα δεν τον αφορά η ψυχή και το πνεύμα, «[…] ο Θεός δεν την προόρισε ούτε να φαντάζεται ούτε να σκέφτεται πολύ, αυτό είναι δουλειά του άντρα, η γυναίκα είναι πλασμένη για να κυοφορήσει τη νέα ζωή, αυτό είναι το αξιοθαύμαστο έργο που έχει να επιτελέσει σ’ αυτή τη γη». Ένα δοχείο είναι η γυναίκα κατά τον Νώε, ένα σκεύος που θα φιλοξενήσει τους κυοφορούμενους απογόνους, αυτός είναι ο ρόλος των γυναικών σε αυτή τη ζωή. Διατυπώνει τις απόψεις του ξεκάθαρα, ανερυθρίαστα και δεν είναι μόνο οι απόψεις ενός μυθικού προσώπου της αρχαιότητας, αλλά ιδέες που έχουν διατηρηθεί σταθερές και ανεπηρέαστες ανά τους αιώνες και που τις συναντούμε σε πολλές σύγχρονες κοινωνίες. Ακόμα και ο ισχυρισμός του ότι του λείπει η Εμζάρα και γι’ αυτό συχνά πίνει πολύ μοιάζει ισχνός, καθώς μαθαίνουμε τις υπόλοιπες δηλώσεις του.
Ο άλλος πόλος του ανδρικού φύλου είναι ο Ιάφεθ, ευαίσθητος και τρυφερός, προικισμένος με ενσυναίσθηση, βιώνει βαθιά θλίψη και ενοχή για την εγκατάλειψη της μητέρας του. Οι τύψεις γίνονται πιο βασανιστικές από το γεγονός ότι η Εμζάρα δεν αντιστέκεται στη μοίρα της «[…] η σιωπή της ούρλιαζε πιο ηχηρά, γιατί ακούγαμε τις κραυγές που δεν άρθρωνε», λέει ο Ιάφεθ στη Σιγκάλ. Ο ίδιος, ανίκανος να αντιταχθεί στη βούληση του πατέρα του, κουβαλάει βουβός τον πόνο του και ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο μοιράζεται τις σκέψεις του σε αυτή την υπό περιορισμό διαβίωση, είναι η Σιγκάλ.
Η Εμζάρα, μέσα από τις επιστολές της προς τον Ιάφεθ, εμφανίζεται ως βαθιά σκεπτόμενη γυναίκα, με μια σκέψη ανώτερη και σύνθετη από αυτή του Νώε, ο οποίος αδυνατεί να την κατανοήσει, σχεδόν αγνοεί ένα μεγάλο της κομμάτι. Η διέξοδος της Εμζάρα από την ισοπεδωτική της γυναικεία μοίρα είναι οι συναντήσεις της με άλλες γυναίκες μέσα σε μια μυστική σπηλιά, όπου λαμβάνουν χώρα λατρευτικές τελετές της Μητέρας Θεάς. Η Εμζάρα αναπτύσσει με τις γυναίκες μια φιλία σταθερή και υποστηρικτική. Γράφει στον Ιάφεθ: «Με αυτές τις γυναίκες δεθήκαμε μέσα στα χρόνια. Περιπλανηθήκαμε στην απελπισία. Βιώσαμε εκστατική χαρά. Κουβαλήσαμε το βάρος του μυστικού μας. Δεν το αποκαλύψαμε ποτέ. Ήμασταν αναγκασμένες να κρυβόμαστε από όλους και από όλες. Η λατρεία της Θεάς ήταν απαγορευμένη. Έτσι και μας έπιαναν, μας περίμενε ο θάνατος». Διαχρονικά οι γυναίκες έβρισκαν υποστήριξη, ενδιαφέρον και ευχαρίστηση μεταξύ τους. Ίσως είναι κάπως δύσκολο για τους περισσότερους άνδρες να αντιληφθούν τον σύνθετο γυναικείο κώδικα.
Κατά τη γνώμη μου η νουβέλα της Χλόης Κουτσουμπέλη αποτελεί ένα ευσύνοπτο δείγμα φεμινιστικής λογοτεχνίας. Η συνθήκη αναγκαστικού εγκλεισμού της Σιγκάλ στην κιβωτό, στο πλευρό ενός αταίριαστου συζύγου, και η έμπλεη ερωτισμού φιλία που συνάπτει με τον Ιάφεθ ως διέξοδος από τη φυλακή της μας φέρνει στον νου άλλες θρυλικές ηρωίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, την Τζέιν Έιρ της Σαρλότ Μπροντέ, την Έμα Μποβαρί του Φλομπέρ, την Κονστάνς Τσάτερλι του Ντ. Χ. Λόρενς, που έζησαν σε συνθήκες περιορισμού με τις πραγματικές τους επιθυμίες έτοιμες να εκραγούν απελευθερωτικά και να τις λυτρώσουν. Στην ολιγοσέλιδη αλλά πυκνή και περιεκτική αφήγηση, η Κουτσουμπέλη πετυχαίνει να σκιαγραφήσει με λεπτομέρεια δύο εκπροσώπους της γυναικείας υπόστασης: τη νεαρή γυναίκα που τίθεται στην υπηρεσία του ανδρικού κατεστημένου, θεϊκού και ανθρώπινου, ως σκεύος υποδοχής σπέρματος και επώασης απογόνων, και την ώριμη γυναίκα, που λόγω ηλικίας εκπίπτει του ρόλου της και εγκαταλείπεται στην τύχη της. Η συνάντηση των δύο γυναικών μέσα από τις επιστολές της Σιγκάλ προς την Εμζάρα δεν είναι σίγουρο γεγονός, ο αναγνώστης δεν λαμβάνει την πληροφορία ότι οι επιστολές έφτασαν στην παραλήπτριά τους. Το ίδιο ισχύει και για τις επιστολές που απευθύνει η Εμζάρα στον Ιάφεθ. Η Κουτσουμπέλη χειρίζεται με επιδεξιότητα το τραγικό στοιχείο, προεκτείνοντάς το μέχρι το όριο της ειρωνείας. Γιατί, αλήθεια, με τις επιστολές διαμεσολαβείται στον αναγνώστη μια θαυμάσια λεπτοδουλεμένη τραγική ειρωνεία: εκείνος γνωρίζει μυστικά και γεγονότα για τις ηρωίδες, τα οποία οι παραλήπτες των επιστολών δεν είναι σίγουρο πως θα μάθουν.
Συνοψίζοντας, σε αυτό το μικρής έκτασης πεζογράφημα της Χλόης Κουτσουμπέλη, το σημαντικό, που συνιστά και την επιτυχία του εγχειρήματος, είναι ότι οι όποιες ιδεολογικές προεκτάσεις αναφύονται από τις διαφορετικές ερμηνείες δεν υπονομεύουν την ομορφιά και την ακεραιότητα της αφήγησης, δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για μεροληπτικό ή στρατευμένο λόγο, αντίθετα προκύπτουν αβίαστα από τη λιτή και παραστατική αφήγηση των γεγονότων. Σε μια εποχή εμφορούμενη από καταγγελτικότητα, αφορισμούς και συνθηματολογία, η χαμηλόφωνη πρόζα της Κουτσουμπέλη επιτυγχάνει τον στόχο της με χειρουργική ακρίβεια, με την απλή παράθεση σκηνών και γεγονότων μεγάλης ιδεολογικής βαρύτητας, σε ένα αριστουργηματικό show-don’t-tell μανιφέστο.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Στη φωτογραφία: εργάτριες βαμβακουργείου στη Τζόρτζια, ΗΠΑ, 1909. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]