Νεζ Σινό, Θλιβερός τίγρης, μετάφραση: Λίζυ Τσιριμώκου, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της «Εστίας», Αθήνα 2024.
Με το που κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 2023 το βιβλίο Θλιβερός τίγρης της Νεζ Σινό έγινε αμέσως το γεγονός της χρονιάς, αποσπώντας πλήθος λογοτεχνικών βραβείων, ανάμεσά τους το Prix litteraire Le Monde, το Prix Femina και το Prix Goncourt. Στην πορεία έγινε εκδοτικό φαινόμενο σε όποια χώρα κι αν μεταφράστηκε, γεγονός που σημαίνει πως υπάρχει πλέον το έδαφος για βιβλία που διαπραγματεύονται θέματα όπως η παιδική κακοποίηση και μάλιστα με τη διαύγεια, την οξύτητα και τον σπαραγμό που το κάνει η Σινό. Τώρα μεταφράστηκε εξαιρετικά από τη Λίζυ Τσιριμώκου και στα ελληνικά. Το βιβλίο είναι υβριδικό: μαρτυρία, αυτομυθοπλασία, δοκίμιο, αλλά με την δουλεμένη γλώσσα που απαιτεί η λογοτεχνία. Η Σινό, άλλοτε με αποστασιοποιημένο ύφος και άλλοτε με τον πόνο του θύματος που κουβαλά δια βίου το τραύμα, ανατέμνει τα όρια και τις όψεις του απόλυτου Κακού με το οποίο ήρθε αντιμέτωπη στην παιδική της ηλικία, πράγμα που την κατέστησε – αυτή και όλα τα θύματα όμοιων εγκλημάτων – «damaged for life», κατεστραμμένη για πάντα. «Έτσι και γίνεις θύμα μια φορά, είσαι πάντα θύμα. Και, κυρίως, είσαι θύμα για πάντα. Ακόμα κι όταν το ξεπερνάς, δεν το ξεπερνάς πραγματικά».
Η παιδική ηλικία της Σινό στιγματίστηκε από τον, κατ’ επανάληψη, βιασμό από τον πατριό της. Η μητέρα της με τα τρία αδέλφια της – τα δύο ετεροθαλή – και τον πατριό της ζούνε μια μποέμικη ζωή μέσα στη φύση στις Άλπεις. Ο πατριός της με μια διαστροφική διαστρέβλωση της έννοιας της αγάπης και της αποδοχής, επειδή νιώθει «προδομένος» που η μικρή δεν τον αγαπά, την βιάζει από την ηλικία των επτά χρόνων μέχρι και την εφηβεία της. «Έλεγε πως αν είχε αρχίσει να με πλησιάζει με αυτόν τον τρόπο, αγγίζοντάς με, χαϊδεύοντάς με, είναι γιατί είχε ανάγκη από μια στενότερη επαφή μαζί μου, γιατί εγώ αρνιόμουν να φανώ γλυκιά, γιατί δεν του έλεγα πως τον αγαπώ». Η Σινό όταν ενηλικιώνεται φεύγει για να σπουδάσει, όμως κάποια χρόνια μετά, με την προτροπή φίλων με τους οποίους έχει μοιραστεί το τραύμα, επιστρέφει και, μαζί με τη μητέρα της στην οποία ομολογεί τα πάντα, καταγγέλλουν τον πατριό της. Εκείνος αποδέχεται το έγκλημα, δικάζεται – και μάλιστα με δημόσια δίκη πολύ καιρό πριν την «υπόθεση Πελικό» που συντάραξε πρόσφατα την κοινή γνώμη – καταδικάζεται, εκτίει την ποινή του και αποφυλακίζεται για να συνεχίσει τη ζωή του.
Χρόνια μετά τη δίκη η Σινό καταφεύγει στη γραφή – αμφισβητώντας ωστόσο τον θεραπευτικό χαρακτήρα της – για να εξερευνήσει τη «χώρα» του απόλυτου Κακού. Το Κακό με το οποίο η ίδια βρέθηκε αντιμέτωπη: τα πάντα πάνω της έχουν καθοριστεί και, εν πολλοίς, συνεχίζουν να καθορίζονται από τον εξακολουθητικό βιασμό της. Μαθαίνεις να ζεις με αυτό, να διαχειρίζεσαι το τραύμα αλλά ποτέ δεν το ξεπερνάς. Ο βιαστής ασκεί πάνω σου την εξουσία του για πάντα.
Το βιβλίο δεν ακολουθεί γραμμική αφήγηση, προσεγγίζει το θέμα από διάφορες πλευρές, τις σοκαριστικές ωμές – ωμή όμως είναι η πράξη όχι η περιγραφή – σεξουαλικές αναφορές διαδέχονται κομμάτια που παραπέμπουν σε μελέτη, με την ψυχρή αποστασιοποιημένη οπτική τους, ενώ δεν λείπουν και οι αναφορές σε άλλους συγγραφείς. Η Σινό συνομιλεί με λογοτεχνικά κείμενα και, κυρίως, με τη Λολίτα του Ναμπόκοφ. Άλλωστε η εναρκτήρια φράση του βιβλίου είναι η εξής: «Διότι, κατά βάθος, και σ’ εμένα εκείνο που φαίνεται το πιο ενδιαφέρον είναι το τι συμβαίνει μες στο κεφάλι του δήμιου». Αυτή ακριβώς είναι και η οπτική του Ναμπόκοφ: η Λολίτα δεν έχει φωνή. Τη βλέπουμε μόνο μέσα από τα μάτια του κακοποιητή της.
Η Σινό θέλει να καταλάβει. Αγωνιά να καταλάβει. Λες και εξαρτάται η ζωή της από αυτό. Ανατέμνει τα γεγονότα για να καταλάβει τις αιτίες και να μπορέσει να διαχειριστεί τις συνέπειες. Άλλωστε δεν είναι μια ιδιωτική ιστορία, είναι ένα συλλογικό έγκλημα που περιβάλλεται από σιωπή: σιωπούν τα θύματα, σιωπούν οι θύτες, σιωπά το περιβάλλον. Ιδίως το περιβάλλον. «Στην κουλτούρα μας, το ταμπού δεν είναι ο βιασμός καθαυτός που τελείται παντού, αλλά το να μιλάμε γι’ αυτόν, να τον κοιτάμε κατάμουτρα, να τον αναλύουμε».
Η Σινό κάνει αναφορές στις συνθήκες της δουλείας, των στρατοπέδων συγκέντρωσης, των βασανιστηρίων: όλα μορφές εξουσίας, μορφές της βίας. «Σολτζενίτσιν, Πρίμο Λέβι, Ίμρε Κέρτες, Αντρέ Μπρινκ, Τόνι Μόρισον. Τα κείμενα για το στρατοπεδικό σύμπαν, το Απαρτχάιντ, τη δουλεία, μου επέτρεψαν να προσεγγίσω μιαν ιδέα για το τι είναι η ενοχή των επιζώντων, να ψηλαφήσω τα όρια της προσαρμοστικότητας». Η Σινό ψηλαφίζει επίσης τα όρια της γλώσσας, τα όρια της λογοτεχνίας. Το ερώτημα άλλωστε είναι διαρκές: μπορεί η λογοτεχνία να μιλήσει για την πραγματικότητα;
Οι θύτες μπαίνουν φυλακή και βγαίνουν αναμορφωμένοι για να συνεχίσουν τη ζωή τους, ενώ το μόνο που θα άρμοζε είναι «να πεθάνουν από ντροπή»: η Σινό, πληγωμένη δια βίου, «κατεστραμμένη δια βίου», καταφεύγει στην αγκαλιά της γλώσσας όχι για να παρηγορηθεί αλλά για να βρει απαντήσεις.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]