frear

Για το βιβλίο της Δήμητρας Κωτούλα «Λάμια» – γράφει Λίνα Φυτιλή

Κόντρα στη λήθη του χρόνου

Τον Δεκέμβριο του 2024 κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Πατάκη, το τέταρτο ελλαδικό ποιητικό βιβλίο (καθότι έχει εκδώσει και ένα στις ΗΠΑ) της Δήμητρας Κωτούλα με τον τίτλο Λάμια. Η συλλογή, χωρισμένη σε έξι ενότητες, αφουγκράζεται (εμμέσως) την εποχή και (άμεσα) τον ιδιωτικό χώρο, μέσα από την πολύπλοκη σχέση μητέρας-κόρης, ανάγοντας την παρατήρηση και τη λεπτομέρεια σε κυρίαρχο στοιχείο της ποιητικής της.

Η Κωτούλα, μέσα από την ενδελεχή παρατήρηση της κόρης της, μοιάζει σαν να ξαναμαθαίνει κι η ίδια τον κόσμο. Εστιάζει ευαίσθητα, με την αδιάλειπτη εγρήγορση της μάνας, στο μικρό στιγμιότυπο, στη λεπτομέρεια, σκιαγραφεί γεγονότα του οικιακού μικρόκοσμου και τα μεταφέρει, προσδίδοντάς τους ενίοτε συμβολική διάσταση, στο χαρτί. Ο μητρικός «έρωτας» φαίνεται πως κινεί αυτήν την ανάγκη έκφρασης, η μεταφυσική μιας σχέσης, της πιο στενής που υπάρχει, η οποία παρά τις δυσκολίες που κρύβει, διατηρεί αναλλοίωτη τη δυναμική της.

Παράλληλα, όμως, η σχέση μητέρας-κόρης λειτουργεί σαν αφορμή για να μιλήσει για όσα θεμελιώδη ζητήματα την απασχολούν: τον χρόνο, τη φθορά, τον θάνατο, τον έρωτα, την απώλεια, το σώμα με τους περιορισμούς του. Έτσι δημιουργεί σκηνές, όπου ένα απλό περιστατικό της καθημερινότητας αποκαλύπτει κάτι υπαρξιακό-ανθρωπολογικό και βαθύ.

(…) Δεν ξέρεις πώς
αλλά θα ’θελες να χαθείς
μες στο αριθμητικό περίγραμμα
που με τόση επιμέλεια
έχεις φτιάξει.
Να ξεκαρφιτσώσεις
στη σειρά τις τελείες.
Να ταράξεις τα σημεία
ώσπου η σχηματισμένη μορφή
να διαλυθεί πάλι.
Κάπως έτσι φαντάζεσαι τον θάνατο.
Μία μία οι δερμάτινες κουκίδες
εγκαταλείπουν τις συνδέσεις τους
σαν περίεργοι σπόροι
στο τυχαίο σκοτάδι.
Κι ύστερα
λες από κεκτημένη μνήμη
σχηματίζονται ξανά μία μία
μέσα σε χέρια που λάμπουν. («Έτσι είναι», σ.28/29)

Η ποιήτρια καταγράφει στιγμές σκληρές, μα τρυφερές, καθημερινές, με ποιήματα που θυμίζουν φωτογραφίες, σαν να θέλει να κρατήσει αυτά τα στιγμιότυπα ακέραια, να τα διατηρήσει ανέπαφα στη λήθη του χρόνου. Αποτυπώνει με χαρακτηριστική ακρίβεια και ευκρίνεια οτιδήποτε της τραβά την προσοχή, για να μην της διαφύγει και χαθεί, να μη σβηστεί από τη μνήμη, ζουμάροντας με τον φακό της ποίησης πάνω του. Παράλληλα, φωτίζει την αθέατη πλευρά αυτών των στοιχειωδών ανθρώπινων περιστατικών, μετακινούμενη από το προσωπικό της σύμπαν και ανοίγοντας τον φακό σε μια καθολική αποκάλυψη. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Κούκλες», ενώ ξεκινάει περιγράφοντας ένα παιδί, που τις ξεντύνει διαρκώς, γιατί δεν του αρέσουν ντυμένες, στο τέλος καταλήγει να μιλά για τις ανάγκες του σώματος.

(…) Ξέρεις καλά ότι η ανθρώπινη συνεύρεση
υπακούει σε νόμους έξω απ’ το σώμα.
Το ίδιο ελπίζεις και για τη νεκρή αυτή ύλη
που εκτίθεται γυμνή μπροστά σου.
Ελπίζεις ότι στην ασυνάρτητη αυτή συναρμογή
τ’ άψυχα μέλη θα ηχήσουν ξανά
ήχους εξαίσιους σαν οπώρες
βγαλμένους κατευθείαν
απ’ την καρδιά της άνοιξης
φέρνοντας σε αμηχανία
εκείνο πίσω τους που τα κινεί. («Κούκλες», σ.35)

Η γραφή της Δήμητρας Κωτούλα, χαμηλών τόνων, ώριμη και κατασταλαγμένη, διεισδύει βαθιά αναζητώντας το αυθεντικό συναίσθημα, χωρίς να κραυγάζει. Οδηγεί τον αναγνώστη στο κέντρο του ποιήματος και της υπαρξιακής του συνθήκης, «μες στην καρδιά της προσευχής, σε ό,τι δεν είναι πια χώρος ή χρόνος». Έτσι οι μικρές, προσωπικές της ιστορίες, θραύσματα των εν οίκω γεγονότων ή προσώπων, απλώνονται έξω από τον μικρόκοσμο και γίνονται σημεία, αλληγορίες και ανθρώπινες αναζητήσεις, με τις οποίες μπορεί κανείς να ταυτιστεί εύκολα.

(…) Γεμίζει κι αδειάζει γρήγορα
και στον ρυθμό αυτό
υπάρχει ένας κόσμος
και στον ρυθμό αυτό
αναβοσβήνει ένας κόσμος
ένα ηλιακό σύμπαν σίγουρο
πέρα απ’ το κακό και το καλό
όπου οι ζωντανοί υπάρχουν μαζί με τους νεκρούς
άγρυπνοι μ’ έναν τρόπο που και οι ίδιοι
μοιάζει ν’ αγνοούν. («Βουβό», σ.45)

Για ποιον λόγο, όμως, μια ποιήτρια τιτλοφορεί Λάμια μια συλλογή, όπου στα περισσότερα ποιήματα κυρίαρχο θέμα είναι η σχέση με την κόρη της; Η δυσκολία του μεγαλώματος ενός παιδιού σε μια εποχή με κινδύνους και προκλήσεις άπειρες, σαν το κεφάλι μιας Λάμιας, όπου κόβοντας το ένα απ’ τον λαιμό, ξεπετάγεται το επόμενο, είναι μία εκδοχή. Η ενέργεια που απαιτείται, η αγωνία και η ευθύνη, μια δεύτερη. Τον εντυπωσιακό τίτλο Λάμια, όμως, τον συναντάμε σε ποιήματα του Παλαμά και του Καβάφη, αλλά και σε δημοτικά τραγούδια, αποσπάσματα των οποίων παρατίθενται στη συλλογή.

Στο ποιητικό μέρος με τον τίτλο «Ύστερο θέρος», η Κωτούλα γίνεται πιο αφαιρετική, με ποιήματα ενίοτε παιγνιώδη, που ενέχουν μια αισθαντική διάθεση και κουβαλούν έναν αέρα ερωτισμού, μια καλοκαιρινή αύρα.

(…) Δεν έχουμε άλλη μουσική
από τις αυλακιές
που αφήνει ο ήλιος
στον καθρέφτη
του μάρμαρου
μέσα στην καλοκαιρινή
λιακάδα
σε κοιτώ
και το βλέμμα μου
σαν να βρίσκει τη θάλασσα. («Σαν να βρίσκει τη θάλασσα», σ.75)

Τελικά, η ποιήτρια κατανοεί και σπουδάζει τις διαφορετικές εκφάνσεις της ζωής, ανιχνεύει νοήματα πίσω από μικρά ενσταντανέ, μιλάει για την ύπαρξη και την ανάγκη του ανθρώπου να κρατηθεί στη ζωή και στην ανέμελη χαρά, μέσα απ’ όλα αυτά που μας πληγώνουν, μας βαθαίνουν και μας βαραίνουν παράλληλα. Καταγράφει και εξομολογείται ιστορίες σε πολύ προσωπικό ύφος, περιστατικά προορισμένα να βγάλουν στο φως την αγωνία, το αίνιγμα του χρόνου, την απώλεια, τον έρωτα στην καρδιά μας για τον άλλο κι όσα μας ξεπερνούν, μας προσπερνούν και μας διαλύουν, ακριβώς επειδή είμαστε φτιαγμένοι «απ’ την ύλη της φθοράς».

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Rowell Timoteo. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη