frear

Σχόλια για την παράσταση της Ζωής Χατζηαντωνίου «Η μέρα της Φούστας» – γράφει ο Δ.Π. Κάβουρας

Λόγος περί βίας και εξουσίας

Παράσταση βασισμένη στο ομότιτλο έργο του Ζ.Π. Λίλιενφελντ. Η Σόνια, καθηγήτρια λογοτεχνίας σε ένα δημόσιο λύκειο με παραβατικούς μαθητές, στοχοποιείται γιατί δε συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του Διευθυντή προς τις καθηγήτριες και τις μαθήτριες να μην προσέρχονται στο σχολείο φορώντας φούστα. Ένα πρωί κατά τη διάρκεια του μαθήματος ένα τυχαίο συμβάν θέτει σε κίνηση μια χιονοστιβάδα απρόβλεπτων εξελίξεων. Η Σόνια, σε κατάσταση ακραίας σύγχυσης – ή ακραίας διαύγειας του μυαλού –, κρατά ομήρους τους μαθητές της τάξης και τους κάνει μάθημα θεάτρου διά της βίας. Η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχό της καταλήγοντας σε ένα μεταδραματικό φινάλε. (Από το δελτίο τύπου της παράστασης)

Αυτή η μόνιμη αγωνία αν υπάρχει καλή και κακή βία, σωστή βία ή λαθεμένη βία. Η βία βρίσκεται, εμφύεται σε κάθε περίσταση είτε συνειδητοποιημένα είτε ασυνείδητα. Το ίδιο ισχύει και με την εξουσία είτε ως έννοια είτε ως αυθύπαρκτη πράξη. Σαν οι λέξεις βία και εξουσία να είναι συνώνυμες, να εννοούν και οι δύο το ίδιο πράγμα. Βία είναι η εξομοίωση των προσώπων, βία είναι η διαφοροποίηση των ατόμων όταν επιβάλλονται. Διάκριση καλής και κακής βίας καθορίζεται ασφαλώς από τη σκοπιά που το βλέπει κανείς. Κάθε δράση για να γίνει πράξη χειρίζεται μια δύναμη βούλησης. Η πραγματοποιημένη βούληση κατορθώνεται με τον τρόπο της εξουσίας. Καλή ή κακή εξουσία κρίνεται πάλι απ’ το σημείο εστίασης. Αν ένα πρόσωπο δυσφορεί, το πρόσωπο αυτό αισθάνεται θύμα και βιώνει την εξουσία ως θύτη. Για ο,τιδήποτε συμβαίνει, ασκείται βία.

Στη «Μέρα της Φούστας» η βία φανερώνεται μέσα στην ωμότητά της. Η βία στο έργο αυτό παρουσιάζεται με την όψη της βαρβαρότητας. Εδώ δεν υφέρπει η βία, δεν βρισκόμαστε μπροστά σε επιφάνειες ψυχολογικά αδιαπέραστες. Φανερώνεται μπροστά μας ως βασικό ένστικτο και η απόκτηση εξουσίας είναι ένα μέσο της. Ένα όπλο περιπλέκει τους πάντες στη δίνη μιας αναμέτρησης. Η δύναμη της επιβολής είναι το πιστόλι που όσο κι αν αλλάζει χέρια, έχει πάντα την ίδια ικανότητα. Την ικανότητα να μετατρέψει το θύμα σε θύτη. Η μεταμόρφωση του θύματος σε θύτη μοιάζει με ορμέμφυτο. Αυτός που έχει υποστεί βία την ανταποδίδει όταν αποκτήσει τη δυνατότητα. Δεν υπάρχει εξισορρόπηση αλλά εκδίκηση. Το ένστικτο αυτό παραπέμπει στην ψυχολογία της αγέλης και η καθαρή βία είναι αποτέλεσμα μιας καταπιεσμένης μάζας που επαναστατεί. Δεν έχουμε πρόσωπα, έχουμε άτομα που θέλουν να γίνουν πρόσωπα και αποτυγχάνουν στην άσκηση της εξουσίας.

Η σκηνοθέτις μάς δείχνει με τρόπο κυνικό ότι δεν είναι κόντρα ρόλοι οι φαινομενικά αντίθετες θέσεις. Η παράσταση ξεκινά με την καθηγήτρια, σύμβολο της καθιερωμένης εξουσίας, που αδυνατεί να επιβληθεί. Οι μαθητές (ομάδα-μάζα), που βρίσκονται υπό την «εξουσία» της, λειτουργούν με τη χυδαιότητα της αγέλης. Δεν υπάρχει πίστη σε καμία ιδεολογία που να τους συνέχει, παρά στέκονται σε αυτό που πραγματικά είναι, αδιαμόρφωτοι από κάθε πρόταγμα του «υψηλού» πολιτισμικού πλαισίου που η κοινωνία στην οποία ζουν τούς περιβάλλει. Σαν άνθρωποι που βρίσκονται στη φυσική τους κατάσταση. Εκλείπει ο Λόγος, ο Διαφωτισμός δεν είναι πια στα χέρια ενός Βολταίρου. Ο Διαφωτισμός επιβάλλεται ως ανώτατη δύναμη του εξορθολογισμένου ανθρώπου, μακριά από κάθε υπερβατική ηθική ενός ανώτατου Όντος. Με την υπεροψία ενός ανώτερου πολιτισμικού επιπέδου πιστεύει ότι θα εξαλείψει την αρχέγονη ροπή του ανθρώπου προς τη βία με μόνο όπλο την ανώτερη μόρφωση. Πιστεύει ότι η πραγματικά ανθρώπινη συνθήκη μπορεί να επιτευχθεί με την εκμηδένιση των ανθρώπινων παθών και έτσι να απελευθερωθεί ο άνθρωπος από την ζωική του προέλευση. Η εμπειρία το διαψεύδει παταγωδώς. Η βία με όλες τις μορφές υφίσταται και θα υφίσταται σε οποιοδήποτε είδος πολιτισμού. Οι πολιτισμοί είναι ένα είδος αντιλήψεων και δεν διακρίνονται σε μεγέθη. Υπάρχουν άλλοι πολιτισμοί που θεωρούν εμάς του Δυτικούς άγριους όπως εμείς αυτούς αντίστοιχα. Ο Levi-Strauss αναφέρει περιπτώσεις «άγριων» φυλών που διαθέτουν θαυμαστούς κώδικες επικοινωνίας, εξουσίας και ηθικής κοινωνικής διαβίωσης με τον σεβασμό της Φύσης που τις περιβάλλει. Ή σωστότερα, σε όλες τις περιπτώσεις που συνάντησε βρήκε κάτι το αξιοθαύμαστο.

Το πρόβλημα της βίας και η άσκηση της εξουσίας λοιπόν, δεν είναι ζητήματα που άπτονται αποκλειστικά των αλύτων προβλημάτων που μόνο οι δυτικές κοινωνίες αντιμετωπίζουν και εκεί κρίνεται το βάθος της πολυεπίπεδης αυτής παράστασης. Η φυσική ανθρώπινη κατάσταση παρουσιάζεται τεχνηέντως ως υπόδειγμα σύγχρονης σημερινής περίστασης. Δεν είναι όμως μια μόνο περίπτωση, το ευρωπαϊκό πλαίσιο είναι απλώς ένα δείγμα προσιτό και ένα οικείο για μας μέσο για να αναδειχθεί. Η συνειδητοποίηση αυτής της καθολικότητας είναι που προξενεί την υψηλή συγκίνηση στον επαρκή αποδέκτη αυτής της παράστασης.

Θίγεται η αλαζονεία όλων μας όσοι πιστεύουμε ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την βία με ένα άυλο όπλο, αυτό της υπέρτερης οικονομικής ανάπτυξης που μας προσδίδει κύρος και επιβάλλει τις απόψεις μας για το τι είναι ορθό και τι όχι. Αυτή είναι η αυταπάτη μας και ο βαυκαλισμός μας. Οι οικονομικοί μετανάστες δεν κατέφτασαν στην Ευρώπη για να λάβουν τα φώτα της, αλλά για να λάβουν τροφή με την ελπίδα πρώτα της επιβίωσης. Και αν το επιτύχουν αυτό, ίσως αργότερα, ζήσουν κι αυτοί «ελεύθεροι» ζωτικών αναγκών, φτωχοί μεν αλλά επιδεκτικοί πλέον κάποιας δυτικής πολιτισμικής επίδρασης ίσως και διαμόρφωσης. Όσοι ενταχθούν στο σύστημα κάποια στιγμή θα πάρουν κι αυτοί ρόλο εξουσιαστή σε κάποιους άλλους συγκυριακά ανήμπορους. Θύματα που γίνονται θύτες και οι θύτες θύματα και πάλι εναλλάξ και πάλι εναλλάξ.

Μήπως είναι αυτή η ανθρώπινη συνθήκη; «Όχι!», αρνούμαστε να το δεχτούμε αυτό και γι’ αυτό κάνουμε Τέχνη. Στην περίπτωσή μας κάνουμε Θέατρο. Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε; Ποιον άλλο εξορκισμό διαθέτουμε; Ποιαν άλλη διδαχή; Και με το έργο του Σίλερ που επιλέγει η καθηγήτρια και με το οποίο προσπαθεί να νουθετήσει με το ζόρι, δεν αποφεύγεται το μοιραίο της βίας. Η Τέχνη ασκείται και αυτή κάτω από την ίδια συνθήκη εξουσίας-βίας, επιβολής-υπακοής.

Η παράσταση ξεκινά με τη γνωστή σχολική ατμόσφαιρα του διαλείμματος: βοή, θόρυβος, χάβρα, φτυσίματα, βωμολοχία, κινήσεις νευρικές σωματικού μπούλινγκ, στόματα γεμάτα σάλια, μάτια να γυαλίζουν, σαν λύκοι έτοιμοι να καταβροχθίσουν το θύμα τους. Οι άγριοι όμως μαθητές δεν εξεγείρονται αλλά εξεγείρεται η καθηγήτρια τους προσπαθώντας να τους επιβληθεί. Η βωμολοχία που ακούγεται συνίσταται στη συνηθισμένη χρήση σεξιστικών σχολίων και υπαινιγμών, όπως σημειολογικά ταυτίζεται με τη βία. Η βία ξεκινά λοιπόν με τη γλωσσική της έκφραση, σεξιστικά. Κατόπιν παρουσιάζεται με πιο ενοχλητικό τρόπο, με το ξεβράκωμα ενός μαθητή. Αυτό μπορείς να το επιβάλλεις εύκολα με ένα πιστόλι στα χέρια και μάλιστα αν είσαι «δασκάλα»!

Το ζήτημα του ντυσίματος συνδηλώνει (για μας τους δυτικοθρεμμένους) αποτρόπαιους ψυχολογικούς βιασμούς: το γδύσιμο ως ταπείνωση, ως ντροπή, ως απώλεια μιας αξιοπρέπειας, όπως επίσης και ως προτροπή σεξουαλικής ενόρμησης. Ακόμη και η φούστα της δασκάλας για ένα γδύσιμο λογίζεται από έναν αραβικής αντίληψης μαθητή, που αφηνιασμένος την αποκαλεί «πόρνη».

Οι μαθητές από φόβο-τρόμο ή κι από «αναλφαβητισμό» αδυνατούν να διαβάσουν το επιβληθέν κείμενο και συλλαβίζουν. Η καθηγήτρια-εξουσία λόγω του πιστολιού κατορθώνει επιτέλους να επικρατήσει. Η βία εναντίον του κακού θεωρείται καλή από αυτήν που εξουσιάζει. Το θεατρικό κείμενο που σκοπεύει να τους διδάξει με την βία είναι «Οι Ληστές» του Σίλερ, κείμενο σύμβολο του Ρομαντισμού. Η καθηγήτρια θέτει τους ρόλους ως σκηνοθέτης-δικτάτορας, όπως κάνει κάποιος όταν είναι μέρος ενός ολοκληρωτισμού και ασκεί τη διδασκαλία ως απεχθή ανάκριση. Σκηνοθετείται μέσα στην τάξη όπως μια πρόβα θεατρική. Παίζεται στα σοβαρά ως μια πραγματικότητα. Η πραγματικότητα περιγράφεται ωμά, ρεαλιστικά μέσα από μια πράξη θεατρική. Σαν μια ανώφελη σύμπτωση πραγματικής ζωής και έργου τέχνης. Δεν αλλάζει τίποτα ούτε στο ένα ούτε στο άλλο, μας επισημαίνει η σκηνοθέτις, όταν προς το τέλος της παράστασης ακούμε την πρωταγωνίστρια να αγανακτεί για την περούκα της και για τα στενά της παπούτσια.

Γίνεται αναφορά στους εμβληματικούς ποιητές του Ρομαντισμού Γκαίτε, Σίλερ και Σολωμό. Και εκεί υπαινίσσεται το αδιέξοδο κάποιας συνύπαρξης, κι εκεί υπάρχουν αντιφάσεις και συγκρούσεις. Η «Ωδή στην Χαρά» είναι ένα τραγούδι γιορτής, ένα τραγούδι αδελφοσύνης, ενώ ο «Ύμνος στην Ελευθερία» είναι ένα τραγούδι πολέμου, βίαιης επανάστασης για τις καταπιεσμένες δυνάμεις που μοιραία θα ξεσπάσουν. Ο ποιητής Γκαίτε που υμνεί την ρομαντική ιδέα της ομορφιάς και της ποίησης κατάφερε να γεράσει με αυτό το ιδανικό. Αντιθέτως ο ρομαντικός ποιητής που ονειρεύτηκε την ομορφιά κάτω από μια φλαμουριά στο ληντ του Σούμπερτ, ο Βίλχελμ Μύλλερ (Μιλλέρος) απέδρασε νικημένος από την ματαιότητα όπως και ο φιλέλληνας Τάιχμαν, έτερος Βίλχελμ, θυσιάστηκε κι αυτός, στην πρώτη του νιότη, για μια ρομαντική ιδέα, την ιδέα της ελευθερίας.

Είτε με την επιβολή του συναισθηματισμού είτε με την επιβολή του ορθολογισμού, η ανθρώπινη συνθήκη δεν εξελίσσεται θεαματικά. Ανήμπορος και ο Ρομαντισμός να επιδράσει συμπορευτικά με τις μέρες μας. Έχει αφεθεί στην Ιστορία, παρωχημένος κι αυτός όπως και ο Διαφωτισμός. Παραμένουν αντιμέτωπες η τυραννία με την ελευθερία, η εξουσία με την δικαιοσύνη.

Το έργο του Σίλερ είναι μια πρώτη αντίδραση στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού και στον ατομικισμό που αυτός πρότεινε. Στους «Ληστές», που στα γερμανικά η λέξη έχει την έννοια των Εξεγερμένων, περιγράφεται η βία και η αναποτελεσματικότητά της να επιφέρει δικαιοσύνη. Όταν ο κεντρικός ήρωας συνειδητοποιεί πως η βία είναι ατελέσφορη, παραιτείται και παραδίνεται. Αντίστοιχο παράδειγμα με άλλη τροπή και θέση έχουμε στο έργο «Οι Δίκαιοι» του Καμύ. Το κακό και το άδικο «προτρέπουν» τους ήρωες στη βία για την απόκτηση της εξουσίας. Ο αγώνας και η επανάσταση είναι ο μόνος δρόμος για να αντιμετωπιστούν αυτά και κατ’ επέκταση το παράλογο της ύπαρξης. Στο έργο του Λίλιενφελντ αντιθέτως το παράλογο επικρατεί. Η βία οδηγεί σε αδιέξοδο και το αδιέξοδο αυτό καταλήγει στον μηδενισμό. Ο θάνατος είναι προϊόν αυτοκτονίας, παραίτησης και όχι θάνατος για κάποιο πιστεύω, έστω διαμαρτυρίας αλλά απελπισίας. Καμία υψηλή ιδέα, καμία πίστη και συνεπώς καμία ελπίδα δεν μπορεί να σώσει, να αντιμετωπίσει την πανταχόθεν βία που έχει υποστεί ο νεαρός αυτόχειρας. Οι ιδέες δεν πυροβολούν ούτε όμως καταφέρνουν να απελευθερώσουν ουσιαστικά από τον παραλογισμό της βίας. Στο πηλίκο μηδέν.

Η απελευθέρωση παραμένει ζητούμενο, δεν επιτυγχάνεται από κανένα κείμενο, όσο σπουδαίο κι αν είναι, ούτε η απελευθέρωση από ένα ιερό σύμβολο όπως η ισλαμική μαντίλα μπορεί να επιτευχθεί ουσιαστικά. Κανένα σύμβολο δεν συμβάλλει αποτελεσματικά είτε στην εξωτερική είτε στην εσωτερική ελευθερία ενός ατόμου στον αγώνα του να γίνει πρόσωπο. Ακόμη και η δημοκρατία ως «επιβαλλόμενη» άσκηση ελευθερίας που αντιμάχεται με την εξουσία της το «άδικο» γίνεται τυραννία. Ο θυμός δεν διακρίνεται από το μίσος. Αφού πρώτα θέσει εσφαλμένο ερώτημα λέει: «Ψηφίστε». Αυτό το «ψηφίστε» θέτει το ζήτημα στην ουσία των ψευδαισθήσεων κάθε φιλοσοφικού συστήματος, που είναι πάντα με κάποια προϋπόθεση: «εφόσον αυτό, τότε εκείνο». Η δικαιοσύνη δεν είναι έννοια καθολική και η δημοκρατία δεν μπορεί να αντεπεξέλθει οριστικά και απόλυτα. Στο έργο μας σώζεται ο αποτρόπαιος εγκληματίας έφηβος ορθά και προς έκπληξη της καθηγήτριας-εξουσίας. Αλλά σε κάθε δίκη, σε κάθε ψηφοφορία είναι αδύνατον να μη μας περάσει από το μυαλό η καταδίκη του Σωκράτη από τη δημοκρατία της Αθήνας.

Οι μαθητές στο τέλος διδάσκουν την δασκάλα τους, που ο εκνευρισμός της υπερισχύει του οίκτου. Για να οδηγηθούμε κατόπιν στο τραγικό (αναπόφευκτο) φινάλε του έργου που μεθοδικά προοικονομείται. Σαν να παρακολουθούμε μια σπουδή για την «ελευθερία» διαπιστώνουμε το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούνται μαθητές και καθηγήτρια. Δεν αλλάζει τίποτα, δεν θα αλλάξει τίποτα. Ό,τι σου αρνούνται σε κάνει βίαιο, έχοντας εξουσία έχεις «ελευθερία», έχεις «ελευθερία» δεν ξέρεις πώς να την χρησιμοποιήσεις, ελευθερία να ασκήσεις βία; Όχι, ο πιο βάναυσα καταπιεσμένος απ’ όλους, παίρνοντας το όπλο της ελευθερίας για πρώτη φορά και τελευταία φορά στα χέρια του, δεν εκδικείται, το στρέφει στον εαυτό του και έχει το ίδιο ηθελημένο τέλος με την Έντα Γκάμπλερ.

Στη μονομαχία του Σεττεμπρίνι, πρεσβευτή του Διαφωτισμού με τον ηθικολόγο μιας βαθιάς πίστης Νάφτα δεν βγαίνει κανένας νικήτης. Είναι όμως και οι δυο χαμένοι στην άκρη ενός Μαγικού Βουνού, όπως είναι χαμένο και το «βασανοπαίδι» της ζωής που σαν άλλος Χανς Κάστορπ οδηγείται στην αυτοκτονία «γλιστρώντας».

Όλα αυτά τίθενται στην παράσταση της Χατζηαντωνίου με άκρως θεατρικό τρόπο. Η δραματουργία της καθιστά το θέμα του έργου σαν ένα φυσικό φαινόμενο. Η σκηνοθεσία δεν σοκάρει κι ας είναι ασύγγνωστες οι σκηνές βίας που βλέπουμε. Η ένταση παράγεται αδιάκοπα από μια ακατάπαυστη συρροή λόγου, κίνησης και εικόνων. Ακόμη και οι οποιεσδήποτε παύσεις δεν αποτελούν διακοπές, υπάρχουν για να συνδαυλίσουν την ένταση. Φτιάχνεται ένα θέατρο μέσα στο θέατρο διαμέσου του θεάτρου. Οι μαθητές είναι ένας θεατρικός ρόλος, όπως και η δασκάλα, όπως και το διδασκόμενο θεατρικό είναι ένας θεατρικός ρόλος της παράστασης αυτής. Η βία ρέει αβίαστα με τρόπο φυσικό χωρίς να ξενίζει σαν να παρακολουθείς κάτι αναμενόμενα οικείο. Συναρπαστικό επίτευγμα!

Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κανέναν ηθοποιό, όλοι ήταν κομμάτια ενός ενιαία δουλευμένου μηχανισμού που θα δυσλειτουργούσε αν κάποιος απ’ όλους ήταν καλύτερος ή λιγότερο καλός. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους συντελεστές της παράστασης που δεν πλαισιώνουν αλλά συμμετέχουν στην συνολική ενέργεια. Εύγε σε όλους τους συντελεστές που κατάφεραν να «συμβεί» θέατρο, τω όντι, πάνω στην λιτή στα όρια του μινιμαλισμού σκηνή. Εύγε!

Δεν θα γράψω περισσότερα, αφού δεν μπορώ να επαναφέρω στη μνήμη μου περισσότερες λεπτομέρειες έχοντας τον φόβο μήπως περιπέσω σε κάποια παραποίηση. Ίσως να έχω περιπέσει ήδη. Αυτές είναι οι εντυπώσεις μου από τη μία και μοναδική φορά που παρακολούθησα την παράσταση.

Είναι έκδηλο στην εποχή μας, μια συνήθεια που σχεδόν κανένας δεν την μέμφεται, αυτό που συμβαίνει με τα έργα τέχνης με εξαίρεση την κατεξοχήν τέχνη της μουσικής: την αδιαφορία για την επανάληψη μιας «καλλιτεχνικής» συγκίνησης. Λέμε «όχι, όχι, την έχω ξαναδεί αυτήν την ταινία», «την είδα αυτήν την παράσταση». Είναι σαν να μην υπάρχει συναίσθηση της έννοιας του «είδα». «Δεν θα πάω στον Λούβρο, είχα πάει παλιότερα». Όπως συμβαίνει και στη γλώσσα του συρμού: «στο ίδιο έργο θεατές…», υπονοείται, ασχέτως διάκρισης καλού ή μόνο κακού έργου, ότι η παρακολούθηση ενός έργου εκ νέου είναι κάτι που προκαλεί δυσθυμία. Θα πρότεινα στους θεατρώνηδες, σκηνοθέτες ή λοιπούς παραγωγούς να προσφέρουν δωρεάν το έργο τους έστω σε μια τρίτη παρακολούθηση από κάποιον, αν δεν τους φαίνεται σωστό να προσφέρουν τη δεύτερη. «Δυστυχώς» δεν πρόκειται να βγουν χαμένοι…

______________________

Η ταυτότητα της παράστασης

Συγγραφέας: Ζ.Π. Λίλιενφελντ
Μετάφραση: Τα αποσπάσματα των έργων που χρησιμοποιούνται στην παράσταση βασίζονται στις μεταφράσεις του Γιώργου Δεπάστα.
Σκηνοθεσία: Ζωή Χατζηαντωνίου
Σκηνικά: Ελίνα Λούκου
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Γιώργος Μιζήθρας
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Παίζουν: Θεοδώρα Τζήμου, Μαρία Αρζόγλου, Νατάσα Βλυσίδου, Βαγγέλης Παπαγιαννόπουλος, Θάνος Κόνιαρης, Στέργιος Μικρούτσικος, Τίτος Πινακάς, Γιάννης Σανιδάς, Πάνος Χατσατριάν.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη