Σχεδόν μεσάνυχτα στην Κυψέλη, γράφω αυτό το κείμενο ακούγοντας σε λούπα το «Les Proies» του Γουόρεν Έλις, από την ταινία Mustang της Ντενίζ Γκάμζε Έργκιουβεν. Όσο το βιολί του Έλις με σακατεύει, στο μυαλό μου ξεφυτρώνει μια από τις Φωνές του Πόρτσια, σε μετάφραση βεβαίως του Ε.Χ. Γονατά, να λέει: «Όταν νομίζω πως ακούς τα λόγια μου, μου φαίνονται δικά σου τα λόγια μου κι ακούω τα λόγια μου» [1] και σκέφτομαι πως έτσι μάλλον μιλάει στους ανθρώπους που προσεύχονται βαθιά ο Θεός: με τη φωνή τους˙ έτσι μάλλον τούς μιλάει και ο χώρος, τις μικρές ώρες της μεγάλης τους μοναξιάς.
Πριν κάμποσο καιρό διάβασα τον συγκεντρωτικό τόμο του Θάνου Σταθόπουλου, Η διασκευή του εαυτού μου στις 06:30 (Ίκαρος, 2023), και είπα πως πρόκειται για μια ποιητική εγκατάσταση σε εξέλιξη, η οποία, σεβόμενη τον εαυτό της, δεν γεμίζει τις σελίδες που καταλαμβάνει, αλλά τις κενώνει˙ πάει να πει, υπονομεύει την εμπιστοσύνη στα δεδομένα των αισθήσεων και διαρρηγνύει την εντύπωση των υφών πάνω στα οποία αυτές εκδηλώνονται. Αν, λοιπόν, αυτό το βιβλίο αποτελεί, τρόπον τινά, το «μουσείο» της γραφής του Σταθόπουλου, τότε είναι αφιερωμένο σε διάφορα είδη κενού: ειδικότερα σε εκείνα που, λίγο πριν το ξημέρωμα, ελλοχεύει η απελπισία.
Όλα αυτά ήταν καλά, αλλά ένιωθα πως υπήρχε κάτι ακόμα που δεν είχα συλλάβει, λες κι αυτός ο ιδιότυπος μουσειακός χώρος να έκρυβε στην καρδιά τού κενού του μια ακόμα αίθουσα, μακριά από τα αδηφάγα μάτια του κοινού.
Ώσπου, στο έμπα του περασμένου Αυγούστου, διάβασα το Χωλ (Κείμενα, 2024) της Κατερίνας Χανδρινού κι εκεί εντόπισα έναν φασματικό χώρο υποδοχής, που προσομοιάζει στην ετεροτοπία του Φουκώ: έναν τόπο, δηλαδή, έξω από κάθε άλλο τόπο, αδύνατο να οριστεί με βεβαιότητα, όπου εντός του η αντίληψη για τον χρόνο διαρκώς μεταβάλλεται, γεγονός που τον κάνει να διαθέτει, πέρα από χωρικές, και χρονικές ποιότητες˙ ένα «βασίλειο» όπου ο χρόνος γίνεται χώρος («Zum Raum wird hier die Zeit»), όπως λέει ο Γκούρνεμαντς στον Πάρσιφαλ του Βάγκνερ.
Παρ’ όλα αυτά, καθώς ο Σταθόπουλος προτείνει μια αντιστροφή των ρόλων που βρίσκει σύμφωνη τη Χανδρινού –«είμαι ένα ίδρυμα και το σπίτι είναι ο μοναδικός τρόφιμος»–, αυτός ο φασματικός χώρος μπορεί να ιδωθεί και αλλιώς: ως μέλος φάντασμα του «ψυχικού σώματος» της γενιάς μας.
Ποια είναι όμως η γενιά μας;
Ο Γιόζεφ Ροτ, άθελά του, δίνει μια πιθανή απάντηση στο Εμβατήριο του Ραντέτσκυ: «Ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση, σφηνωμένοι ανάμεσα στη μέρα και στη νύχτα, κάτι σαν ζωντανά φαντάσματα και οι ίδιοι, παιδιά της νύχτας που τριγυρίζουν τη μέρα» [2].
Και ποιος είναι ο τόπος της;
«Το σπίτι όπου γεννήθηκε, αυτό με το χωλάκι, βρισκόταν στη θέση “Πηλός”, έτσι έγραφαν οι τίτλοι κτήσεως. Προφανώς το μέρος ήταν λασπώδες, λάσπη, πηλός», μας πληροφορεί, ελαφρώς αποπροσανατολισμένη, η Χανδρινού, σαν να μας παραπέμπει στη λασπουριά του βάλτου στην οποία βυθίστηκε κάποτε ο Φαλμεράγιερ καβάλα στο άλογό του.
Με άλλα λόγια:
«Αυτή η δύναμη αποπροσανατολισμού, απεδαφικοποίησης, κάνει να συνηχεί ο βάλτος, εκείνος που για τον Φαλμεράγιερ ορίζει το ίδιο το ιστορικοπολιτικό πεδίο και την πνευματική φυσιογνωμία της νεότερης Ελλάδας και όχι απλώς το γεωγραφικό της κατώφλι, με ό,τι συνιστά το βαλτώδες έδαφος (Moorboden) των υβριδικών πλασμάτων τού Κάφκα (Sumpfgeschöpfe, πλάσματα τού βάλτου), σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν» [3], γράφει ο Ηλίας Π., τον οποίο ο Σταθόπουλος συνάντησε ένα απόγευμα στην Εισαγωγή στη μέρα.
Κάνω ένα μικρό διάλειμμα, καθότι η μελαγχολία της μουσικής ολοένα και πήζει γύρω μου˙ κάπως με βαραίνει, πέφτω. Αν ήταν εδώ ο Σταθόπουλος, θα διόρθωνε: «Κατέρχεσαι, δεν πέφτεις. Οι συγκυρίες πέφτουν: πάνω σου». Αν ήταν εδώ, πιθανώς θα παρηγορούσε: «Οι νύχτες υπάρχουν: αυτοί που έφυγαν είναι εδώ˙ αυτοί που λείπουν λείπουν. Ο χρόνος ρέει λεπτός ώς το ξημέρωμα. Η μουσική δεν υπολείπεται, ούτε κανοναρχεί».
Όμως, δεν είναι εδώ. Ούτε η Χανδρινού είναι. Εκείνη ακόμη ξεμπερδεύει σγουρά καλώδια σταθερών τηλεφώνων του ΟΤΕ˙ προσπαθεί –στανικά– να αποκωδικοποιήσει τα αφηρημένα σχέδια που χάραζαν οι πεθαμένοι με στυλό πάνω σε μπλοκ από μιλιμετρέ χαρτί, στη διάρκεια πολύωρων τηλεφωνημάτων˙ ψάχνει, περασμένα μεσάνυχτα, τα κουδούνια των πολυκατοικιών, και χτυπάει όσα έχουν γραμμένα διπλά ονόματα, δεόμενη «Υπέρ Υγείας» και όχι «Αναπαύσεως» των «κεκοιμημένων»˙ ύστερα διασχίζει ξυπόλητη τη Συγγρού και πάει και κρύβεται μέσα σε εγκοπές ροζ χαπιών αγκαλιά με την αϋπνία.
Έχω μια ειδοποίηση στο κινητό από το facebook: σ’ ένα σχόλιό μου, ότι στο δοκίμιο του Γουάλας για τον Φέντερερ αξίζει να προσεχθεί η αντίστιξη ομορφιάς και ανταγωνισμού, ως σχέση περίπου ίδια με αυτή του θάρρους με τον πόλεμο, καθώς και ότι η «κινητική ομορφιά» των μεγάλων αθλητών συμφιλιώνει τα ανθρώπινα όντα με το γεγονός ότι έχουν σώμα [4], ο Τάσος Τ. μού απαντά: «Ακριβώς το αντίθετο νομίζω, κι ας λέει ο Γ., το σώμα ξέρει και υποδύεται», παραθέτοντας, προς επίρρωση του ισχυρισμού του, κι έναν σύνδεσμο που οδηγεί στην αφιερωματική εκπομπή του «Μονογράμματος» στη μνήμη της Ελένης Βακαλό [5], με τη σύσταση να ακούσω τι λέει εκείνη για το θέμα στο δέκατο τρίτο λεπτό.
Το ακούω, κι έχει δίκιο: Το σώμα ξέρει και υποδύεται.
Επανέρχομαι. Νέο-ρωμαϊκοί καιροί δώδεκα στιγμών, διάστιχο ενάμισι, λέξεις προσώρας 869: τι ακριβώς, όμως, είναι αυτό που γράφω; Πώς συνδέεται το «μουσείο κενού» του Σταθόπουλου με αυτόν τον μη-χώρο υποδοχής της Χανδρινού; Νιώθω σαν να συντάσσω μια συμβολαιογραφική πράξη τακτοποίησης κυριότητος, πράγμα ζόρικο όταν έχουμε να κάνουμε με δύο συμβαλλόμενα μέρη τα οποία δεν δίνουν δεκάρα να ενταχθούν σε κανέναν «ιεραρχημένο τόπο της εξουσίας», όπως τον ορίζει ο Μαλρώ στο Φανταστικό Μουσείο του («μη με αριθμείτε στους τρόπους σας», τονίζει ο Σταθόπουλος), και, επιπροσθέτως, κατάγονται –το ένα εξ αίματος και το άλλο εξ αγχιστείας– από τον πεθαμένο αρχιτέκτονα.
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο όταν αντιλαμβάνομαι ότι, ως εάν να υπόκεινται στο αφηρημένο πλαίσιο μιας ιδιότυπης «κβαντικής» υπέρθεσης, το εγκατεστημένο κενό του Σταθόπουλου και ο μυστηριώδης φασματικός χώρος της Χανδρινού προστίθενται μεταξύ τους με τρόπο που τους επιτρέπει ταυτόχρονα να συνυπάρχουν.
Ιδού λοιπόν οι δυο τους, καθισμένοι πρόσωπο με πρόσωπο, θραύσματα ολόκληρα που υπακούν στον κανόνα μιας αρχιτεκτονικής που είναι γεωγραφική «και φυτρώνει στον κάθε τόπο όπως τα δέντρα, οι θάμνοι και τα λουλούδια» [6]. Εν προκειμένω, βέβαια, φύτρωσαν ως σπαράγματα και συντρίμμια, τα οποία όμως γνωρίζουν όσα ο ακρωτηριασμένος κόσμος γύρω τους αγνοεί.
Γνωρίζουν, ας πούμε, ότι η ευλογία τού να έχεις υπάρξει ερωτικά και αγαπητικά με ανθρώπους που έχουν πάψει πια να αποτελούν μέρος της ζωής σου συνοδεύεται από την κατάρα να αμφιβάλλεις διαρκώς για το ειλικρινές των συναισθημάτων σου, γιατί ξέρεις καλά ότι σε κάποιους από τους απόντες είχες κάποτε ορκιστεί πως δεν υπάρχει ζωή χωρίς αυτούς˙ να όμως που υπήρξε, όπως υπήρξαν κι άλλοι πολλοί στη συνέχεια. «Η ευλογία όταν έχεις καταπιεί την κατάρα», που λέει κι ο Σταθόπουλος.
Γνωρίζουν ότι η φωνή της Κυριακής που ξημερώνει είναι Φωνή Κυρίου˙ μόνο που στα αυτιά της Χανδρινού ο Κύριος είναι γύφτος παλιατζής: «Ό,τι έχετε για πέταμα παίρνω», λέει με φωνή ηχογραφημένη, όπως ηχογραφημένες είναι πια και οι καμπάνες που στις επτά το πρωί θα σημάνουν για τον Όρθρο.
Γνωρίζουν επίσης ότι ασφαλώς και δεν πρέπει να τους δούνε παρέα, όπως ακούγεται τραγουδιστά, στο πλαίσιο μάλλον μιας «χρονόλυσης του χώρου», από κάποια κουζίνα αλλοτινή –«γιατί μόνο σε κουζίνα μπορείς να ακούσεις Άκη Πάνου και μόνο από τρανζίστορ», βεβαιώνει η Χανδρινού–, διότι αν τους δουν, αυτή η νοητική υπέρθεση θα καταρρεύσει, και μαζί της θα καταρρεύσει κι αυτό το γέλασμα που μας αποσπά για λίγο από τον οντολογικό πανικό, αποκαλύπτοντας κάτω από τα πόδια μας ένα πάτωμα τρεμάμενο και θολό, όπως αποτυπωνόταν στις δυο-τρεις τελευταίες φωτογραφίες που τραβούσαμε κάποτε για να τελειώσει το φιλμ των διακοπών και να το δώσουμε προς εμφάνιση: πάει να πει, θα αποκαλυφθεί ο καταπιόνας της καταγωγικής μας λάσπης.
Η ώρα πέρασε: πρέπει να ολοκληρώσω αυτό το κείμενο, γιατί η καθημερινότητα με απειλεί. Σαν άλλος Σολάρις, το δικό μας πτολίεθρον περικλείει εντός του έναν ανεξερεύνητο, θολό ωκεανό που κοχλάζει, καλεί σε Επαφή. Σε αντίθεση, όμως, με τους «σολαρολόγους» του Στάνισλαβ Λεμ, τα σπαράγματα Σταθόπουλος και Χανδρινού, ακριβώς επειδή εντάσσονται στη σφαίρα της ποίησης παρά της επιστήμης, μέσα από πλούσια κοιτάσματα λογοτεχνικών, εικαστικών και κινηματογραφικών αναφορών, προσπαθούν να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στον αλλόκοτο νεοελληνικό πλανήτη και στη Γη. Εξακολουθούν, φαίνεται, να πιστεύουν ότι κάτι έχει να ελπίζει η ανθρωπότητα από μια «συγχώνευση πληροφοριών» με αυτόν τον αινιγματικό οργανικό σχηματισμό, στις αδιόρατες ρυτιδώσεις της επιφάνειας του οποίου διαγράφεται ένας πολύτιμος «κατάλογος με τις αντιξοότητες και τα σκαμπανεβάσματα της μοίρας μιας ύπαρξης με τόσο τεράστια ζωή που πιθανότατα δεν έχει καμία ανάμνηση της αφετηρίας της».[7]
Παραμένει άγνωστο αν αυτή η προσπάθεια ερμηνείας τής Επαφής είναι δυνατό να οδηγήσει στην απόκατάστασή της˙ «γιατί, με το πέρασμα των χρόνων, η Επαφή αγιοποιήθηκε, έγινε ο παράδεισος της αιωνιότητας» [8], από τον οποίο έχουμε από καιρό εκδιωχθεί.
Υποσημειώσεις
1. Antonio Porchia, Επιλογή από τις Voces (Στιγμή, 2007, μτφρ. Ε.Χ. Γονατάς), σελ. 61.
2. Joseph Roth, Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ (Άγρα, 2011, μτφρ. Μαρία Αγγελίδου), σελ. 186.
3. Ηλίας Παπαγιαννόπουλος, Ο Φρόυντ στην Ακρόπολη – Μια ατοπογραφία (Περισπωμένη, 2019) σελ. 139.
4. David Foster Wallace, Ο Ρότζερ Φέντερερ ως θρησκευτική εμπειρία (Πλήθος, 2022, μτφρ. Κώστας Καλτσάς), σελ. 191.
5. https://youtu.be/lqxKh_DWYfE?t=754
6. Άρης Κωνσταντινίδης, Για την Αρχιτεκτονική, (ΠΕΚ, 2011), σελ. 199.
7. Stanislaw Lem, Σολάρις, (Ποταμός, 2003, μτφρ. Γιώργος Τσακνιάς), σελ. 171.
8. Ό.π., σελ. 172.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η φωτογραφία είναι από την ταινία Με κομμένη την ανάσα (Ζαν Λυκ Γκοντάρ, 1960). Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]