Αχαρτογράφητα νερά
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Νώε, Κίχλη, Αθήνα 2024.
Ο Frank Herbert στο Dune φτιάχνει ένα δυστοπικό περιβάλλον όπου η επιστημονική φαντασία και οι πολλαπλοί φανταστικοί κόσμοι έχουν τον πρώτο λόγο. Στη νουβέλα Νώε, με το πολύ ωραίο εξώφυλλο, έργο της Χριστίνας Καραντώνη, ο «αφηγητής-ιστορητής» του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, άλλοτε ως πρωταγωνιστής και άλλοτε ως πανόπτης, δημιουργεί έναν νέο κόσμο ή καλύτερα μη-κόσμο φτιάγμενο από άχρονη ουσία και απουσία τόπου.
Ο καμβάς του είναι ο δικός μας κόσμος, ο κόσμος που ξέρουμε. Ο Χατζημωυσιάδης, όμως, επιχειρεί μια μυθολογική «απο-εδαφοποίηση» [1] του γνώριμου και του χαρτογραφημένου χώρου. Έτσι αρχίζει να κινείται στα αχαρτογράφητα νερά ενός δυστοπικού κόσμου, τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να προκαλέσει ως απόρροια των άλογων πράξεών του.
Όταν γραφόταν ο Νώε δεν είχαν ακόμη σημειωθεί οι καταστροφικές πλημμύρες της Θεσσαλίας, η κλιματική αλλαγή, όμως, ήδη είχε χτυπήσει το καμπανάκι. Έτσι ο Nώε του κοινωνικά ευαισθητοποιημένου συγγραφέα κωπηλατεί προς τη συλλογική και οικολογική αφύπνιση.
Ο ήρωας της νουβέλας θα μπορούσε να είναι ίσως κι ο καθένας από εμάς, και γι’ αυτό δεν έχει δικό του όνομα, αλλά φοράει συνεχώς τον μανδύα μίας μετωνυμίας, κυρίως «Νώε» και στο τέλος της νουβέλας, μετά από μια αγωνιώδη πορεία προς την αυτοσυνείδηση, ονομάζεται «Ούτις» δηλαδή ο «Κανένας». Ο ήρωας καλείται να επιβιώσει σε μια υδάτινη έρημο, όπου η στάθμη της θάλασσας έχει ανέβει κι έχει καταπιεί σχεδόν τα πάντα. Το μυαλό μας πάει απευθείας στην ταινία Waterworld του 1995 με τον Κevin Costner. Όμως, ο Νώε αγωνίζεται να μείνει ζωντανός σε έναν ακόμη πιο μοναχικό κόσμο, πλέοντας μέσα σε μια μικρή βάρκα με μόνη συντροφιά έναν σκύλο, τον Παρασκευά –ευθεία αναφορά στον Ροβινσώνα Κρούσο του Daniel Defoe. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά με τον βιβλικό Νώε. Ο σκύλος, ως εκπρόσωπος των ζώων, που συμπορεύεται με τον ήρωα, σηματοδοτεί την απομάκρυνση από τον άκρατο ανθρωποκεντρισμό και την ευαισθητοποίηση απέναντι στα δικαιώματα των ζώων. Επίσης, γνωρίζουμε ότι ο σκύλος συμβολίζει την πίστη. Ας μην ξεχνάμε, η πίστη είναι μουγκή.
Ο Νώε, ο «ιδιαίτερος» και γραφικός, αυτός που γίνεται αντικείμενο ειρωνείας και χλευασμού επειδή μόνος του κατασκευάζει μια βάρκα στην ταράτσα, αυτός μόνο ψυχανεμίζεται τον επερχόμενο κατακλυσμό και αποδεικνύεται εν τέλει σοφός και διορατικός. Αντίθετα με τους γύρω του, τους αποχαυνωμένους, που ούτε πήραν χαμπάρι τι συνέβαινε, ο Νώε στη βάρκα αυτή καταφέρνει να επιβιώσει, και όχι μόνο: τρώει, πίνει, κοιμάται, κολυμπάει στη θάλασσα, αγορεύει, φιλοσοφεί, θυμώνει, αδιαφορεί, φοβάται, λυπάται, απελπίζεται, θρηνεί, αναθαρρεί, γεύεται την ομορφιά με μια ερωτική εμπειρία σαν όνειρο, στο μεταίχμιο πραγματικότητας και φαντασίωσης. Όλους αυτούς που τον έχουν διδάξει, τους Σοφούς της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού, της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και τους λαϊκούς θρύλους τους έχει πάρει μαζί του στην «κιβωτό». Θέλει να διασώσει τα μιμίδια (με την επιστημονική σημασία του όρου) και όχι τα γονίδια των ανθρώπων. Απόδειξη ότι το ένα και μοναδικό μωρό της νουβέλας, που συμβολίζει τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους, πεθαίνει.
(Θα κάνω μια παρένθεση για να εξηγήσω ότι το μιμίδιο στην Κοινωνιοβιολογία ορίζεται ως μονάδα πολιτισμικής μεταβίβασης. Αποτελεί υβρίδιο των λέξεων «μίμηση» και «γονίδιο», που συναντάμε πρώτη φορά στο βιβλίο Το εγωιστικό γονίδιο του εξελικτικού βιολόγου Richard Dawkins. Όπως το γονίδιο, έτσι και το μιμίδιο διαβιβάζεται, μεταλλάσσεται, αντέχει στον χρόνο και υπόκειται σε επιλογή. Τα πιο επιτυχημένα μιμίδια ευνοούν αυτόν που τα μεταφέρει και αποδεικνύουν την επιτυχία τους με τον αριθμό των εγκεφάλων στους οποίους μετοικούν).
Όντας αυτός και οι σκέψεις του, οι οποίες είναι οι μόνες που ακούγονται σε αυτόν τον σιωπηλό κόσμο, εξαιρετικό αφηγηματικό εύρημα του Χατζημωυσιάδη, κι εμείς να παρακολουθούμε το μυαλό του Νώε να βαδίζει σε ασυνήθιστα μονοπάτια. Συχνά ανατρέχει στο παρελθόν, μην έχοντας άλλο καταφύγιο σε μια Νέα Γη που θα έλεγε κανείς ότι προσπαθεί να τον ξεφορτωθεί ή το αντίστροφο, εκείνος κάνει ότι περισσότερο μπορεί για να αυτοκαταστραφεί, καταστρέφοντάς την: […] Ήρθε στον νου μου ο Οιδίποδας, ο ήρωας του Σοφοκλή, που σκότωσε τον πατέρα του, έσμιξε με τη μητέρα του και έκανε τέσσερα παιδιά μαζί της. […] Τον φαντάζομαι μετά την τελευταία λέξη να κατεβαίνει από τη σκηνή και να βγαίνει από το κείμενο· τυφλός, ρακένδυτος και μόνος να περιφέρεται ανά τους αιώνες από ήπειρο σε ήπειρο και από χώρα σε χώρα, για να δείξει στην ανθρωπότητα τις συνέπειες της ύβρεως. […]
Παρουσιάζει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς την εσωτερική πάλη ανάμεσα στη δράση με στόχο την επιβίωση και την παλινδρόμηση στην ασφάλεια ενός κόσμου που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πια. Είναι χαρακτηριστική η αφήγηση στις πρώτες σελίδες της νουβέλας, όπου ο Νώε έχει την επιλογή να στρέψει τη βάρκα του προς τον βορρά και να κωπηλατήσει προς βουνοκορφές όπου ίσως έχουν επιβιώσει κοινωνίες ανθρώπων, ωστόσο αρνείται να σώσει ανθρώπους που αγωνίζονται να μείνουν στην επιφάνεια του νερού. Εδώ, όμως, πρέπει να θυμηθούμε ότι η ιστορία εκτυλίσσεται στο τέλος του κόσμου. Η νιτσεϊκή βούληση για δύναμη κυριαρχεί και οι άνθρωποι κινούνται πέρα από το καλό και το κακό.
Φυσικά και όλοι μας θέλουμε να βοηθούμε ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη, όμως ο Νώε ζει πλέον σε μια μικρή βάρκα, όπου μια μισοφαγωμένη κονσέρβα μπορεί να κάνει τη διαφορά ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Βρισκόμαστε, όπως είπαμε παραπάνω, σε αχαρτογράφητα νερά σε ό,τι έχει να κάνει με την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Σε έναν κόσμο χωρίς εγγενές νόημα, το παράλογο της ανθρώπινης ανάγκης που συνεχίζει να αναζητά νόημα μοιάζει με έναν φάρο που το αχνό φως του τρεμοπαίζει στα σκοτάδια του κόσμου μας, σημαίνοντας και, ίσως, ανυψώνοντας, το μόνο ζωντανό είδος που παλεύει με αυτή την παραδοξότητα: τον άνθρωπο. Δηλαδή, παρόλο που στο σύμπαν του Νώε η σημασιοδότηση είναι αδύνατη, ο ήρωας, ελεύθερος βαρών και υποχρεώσεων, αλλά υπό το βάρος της δικής του ύπαρξης προσπαθεί να δώσει νόημα. Είναι πασιφανές πως πραγματώνει το υπαρξιστικό πρόταγμα – η ύπαρξη προηγείται της ουσίας- δηλαδή συνεχίζω να ζω, είμαι ταγμένος να ζω, κι αν δεν ξέρω τον λόγο, θα τον επινοήσω.
Έτσι, στις ατελείωτες ώρες της μοναξιάς του, καταφεύγει συχνά σε αμφισβήτηση καθιερωμένων αξιών και παραδόσεων. Τον παρακολουθούμε να απορρίπτει το από χώμα είμαστε και στο χώμα επιστρέφουμε αντικαθιστώντας το με το απ’ το νερό προήλθαμε και στο νερό επιστρέφουμε. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του «Πιστεύω εις έναν Θεό… », το οποίο ο Νώε ξαναγράφει αντικαθιστώντας τον Θεό με τον άνθρωπο, έναν άνθρωπο που πιστεύει στον άνθρωπο, έναν άνθρωπο που λέει στο τέλος προσδοκώ ανάστασιν ζωντανών, έναν άνθρωπο που δεν περιμένει από τον Θεό να τον σώσει.
Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας, ο συγγραφέας έχει σκιαγραφήσει έναν ήρωα που χαρακτηρίζεται από ένα λίγο-πολύ σταθερό συναίσθημα, με λίγες, αλλά πολύ ενδιαφέρουσες, εξάρσεις. Δημιουργείται, έτσι, η αίσθηση ότι η αφήγηση οδεύει προς ένα μάλλον σκοτεινό τέλος, πιστό στα όσα έχουν προηγηθεί. Εδώ, όμως, ο συγγραφέας μάς επιφυλάσσει μια έκπληξη. Και δεν είναι τόσο τα γεγονότα –για τα οποία δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε spoiler– όσο το συναισθηματικό αποτύπωμα που αφήνουν στο τέλος ενός συναισθηματικού roller coaster.
Ο Νώε είναι μια ολιγοσέλιδη αλλά πολυεπίπεδη νουβέλα. Στον κάθε αναγνώστη επιτρέπεται να κάνει κουπί στα δικά του ερμηνευτικά νερά. Οι αδηφάγοι θα την ολοκληρώσουν σε λίγες ώρες. Ο δυναμικός αυτοδιηγητικός ήρωας, η πυκνή, κυρίως, πρωτοπρόσωπη αφήγηση, οι λιτοί εκφραστικοί τρόποι, η αφαιρετικότητα, ο ήπιος λυρικός τόνος, η απουσία μελοδραματισμών, η αποβολή του «λίπους» όπως θα ’λεγε ο Jorge Luis Borges γιγαντώνουν την ένταση σε αυτό το άξιο έργο που κατέθεσε ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης.
Σημείωση
1. Όρος των Deleuze – Guattari.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Winslow Homer. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]