Με το ένα, με το δύο, με το τρία… για πάμε απ’ την αρχή.
Καλησπερίζω φέρνοντας αγέρα μυρωμένο,
απ’ τ’ αφρισμένα κύματα χιλιοτραγουδισμένο.
«Με ρυθμό, με πάθος, Γιωργάκη», «δεν έμαθες καλά τα λόγια, Ελενίτσα, έχεις αρκετό χρόνο μέχρι την παραμονή Πρωτοχρονιάς, θα τα μάθεις», δίνει τις οδηγίες της η Θεανώ. Όλον τον χρόνο με τις παραδόσεις και τα έθιμα του τόπου της ασχολείται. Μα τα αγαπημένα της είναι τα κάλαντα του Αγίου Βασιλείου. Σαν μπει ο Δεκέμβρης, μαζεύει όλα τα παιδιά του χωριού, και μεγάλους, δεν κάνει εξαιρέσεις, για να αρχίσουν τις πρόβες για τα κάλαντα. Θέλει, όταν έρθει η παραμονή Πρωτοχρονιάς, να είναι όλα έτοιμα, να ξεχυθεί στους δρόμους μαζί με τα παιδιά, σαν χαρούμενο μελίσσι, ν’ ακουστούν τα κάλαντα απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλο το χωριό.
Φέτος όμως κάτι άλλαξε. Αρχές Σεπτέμβρη μάζεψε η Θεανώ τα παιδιά για να κάνουν πρόβες για τα κάλαντα του Αγίου Βασιλείου. «Κυρία Θεανώ, από τώρα πρόβες για τα κάλαντα», διαμαρτυρήθηκαν τα παιδιά. «Ναι βρε, από τώρα θα τα μάθετε για να είμαστε έτοιμοι την Πρωτοχρονιά», και ένα χαμόγελο αχνοσκάει στα χείλη της. Μόνο αυτή ξέρει για το υπερατλαντικό ταξίδι που ετοιμάζεται να κάνει. Όμως παραμονές Χριστουγέννων θα είναι πίσω, στο χωριό της, δεν θέλει να τους απογοητεύσει, πρέπει και φέτος, και για όσα χρόνια μπορεί, να λένε όλοι μαζί τα κάλαντα.
Είχε την τύχη να γεννηθεί και να μεγαλώσει σε ευλογημένο τόπο η Θεανώ, και το ζούσε όπως μόνο αυτή ήξερε, με τα παιχνίδια, με τα πουλιά και τα ζώα στα ολάνθιστα χωράφια, με τα κύματα της θάλασσας που αγαπούσε να κάθεται απόμερα και ν’ αγναντεύει. Ούτε δεύτερη σκέψη να φύγει από το χωριό όταν τελείωσε το Λύκειο κι ας είχε προοπτικές για σπουδές, όπως έλεγαν οι δάσκαλοί της. «Πήγαινε στην Αθήνα να σπουδάσεις», την παρότρυνε ο πατέρας της. «Δεν βλέπεις τ’ αδέλφια σου που έφυγαν, σπούδασαν κι έγιναν επιστήμονες πετυχημένοι;» Ανένδοτη η Θεανώ. «Εγώ δεν μπορώ να ζήσω στην πόλη, δεν μπορώ να ζήσω μακριά από τη θάλασσα, αυτή με ηρεμεί, πατέρα, το νησί μας έχει τα πάντα και εδώ θα φτιάξω τη ζωή μου». Έβαλε τα μεγάλα μέσα η μάνα της, που κι αυτή την ήθελε σπουδαγμένη, να της αλλάξουν τα μυαλά τα αδέλφια της. Τίποτα δεν κατάφεραν. Τελευταία τους ελπίδα ο Φώτης, το γειτονόπουλο, που όλοι τούς έβλεπαν να κρυφομιλάνε. «Θεανώ, εγώ θα φύγω να σπουδάσω στην Αμερική, έχω έναν θείο εκεί», της είπε ένα βράδυ ο Φώτης, ενώ κάθονταν αγκαλιασμένοι στην ακροθαλασσιά και κοίταζαν τα αστέρια. «Έλα και εσύ να σπουδάσεις και να είμαστε μαζί», την παρακάλεσε. Έχασε τον κόσμο της η Θεανώ. Έφυγαν μακριά τα αδέλφια της, θα φύγει και ο Φώτης; Και αυτή να μείνει μόνη στο χωριό;
Ατελείωτες ώρες πέρασε ατενίζοντας τη θάλασσα προσπαθώντας να βρει απαντήσεις στα ερωτήματά της. Τα βράδια μάτι δεν έκλεινε σκεπτόμενη αν έπρεπε να φύγει με τον Φώτη ή να μείνει στο νησί της. Μέρες ζύγιζε τα υπέρ και τα κατά, μέχρι που το αποφάσισε. Θα έμενε στον τόπο της, κοντά στη θάλασσά της, και θα προσπαθούσε να κάνει πράγματα για αυτόν. Γράμματα ήξερε, τα Αγγλικά τα μιλούσε καλά, τις παραδόσεις του τόπου τις γνώριζε. Ο Φώτης όχι, δεν θα ’ταν εμπόδιο στα σχέδιά της. Ας πήγαινε να σπουδάσει, κατέληξε – όταν γυρνούσε με το καλό και εφόσον η σπίθα υπήρχε ακόμα, θα αποφάσιζαν για τη ζωή τους.
Με κατανόηση δέχτηκαν την απόφαση οι γονείς της, μόνο του Φώτη του κακοφάνηκε, αλλά γρήγορα το αποδέχτηκε. «Λίγα χρόνια, Φώτη μου, θα είμαστε μακριά, μέχρι να τελειώσεις τις σπουδές σου και να γυρίσεις», του είπε εκείνο το πρωί του Σεπτέμβρη η Θεανώ.
Το πρώτο μαγαζί παραδοσιακών προϊόντων άνοιξε στο χωριό της η Θεανώ. Τα φρούτα, που υπήρχαν σε αφθονία στο νησί, έγιναν γλυκά και μαρμελάδες και γέμισαν τα ράφια του μαγαζιού. Φορτωμένο σαν το ρόδι ήταν το μαγαζί της. Πήρε κοντά της και άλλες γυναίκες του χωριού και σύντομα άνοιξε και δεύτερο μαγαζί στην πρωτεύουσα του νησιού. Δεν ήταν όμως ευχαριστημένη έτσι, μόνο με τα μαγαζιά, κάτι άλλο λαχταρούσε η ψυχούλα της, ήθελε να κάνει κάτι ακόμα για τον τόπο της. Ένα πρωί, μόλις είχε μπει ο Οκτώβρης και οι τουρίστες είχαν γυρίσει στις πατρίδες τους, εκεί που έλεγε τον καημό της στη θάλασσα και ο μπάτης ανέμιζε τα μαλλιά της, η Θεανώ βρήκε τη λύση. «Μα πώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα», μάλωσε τον εαυτό της. «Θα αναζωπυρώσω τις παραδόσεις του τόπου μου και θα τις μάθω στους νεότερους». Έτρεξε σπίτι κι έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Μερόνυχτα έψαχνε σε βιβλία και εγκυκλοπαίδειες, και ρώταγε τους γηραιότερους του χωριού για τα έθιμα του τόπου, μέχρι που τα κατάφερε. Αναβίωσε τα έθιμα της Αποκριάς, του Αϊ-Γιάννη του Φανιστή, τα λατρεμένα της παραδοσιακά πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, που όλοι πλέον στο χωριό περιμένουν με λαχτάρα.
Με όλες αυτές τις ασχολίες, αλλά και με τα ταξίδια της, τα χρόνια περνούσαν. Τον Φώτη δεν τον ξανάδε από τη μέρα που έφυγε, ούτε εκείνος επικοινώνησε ποτέ μαζί της. Όσο ζούσε η μάνα του, μάθαινε κάποια νέα του. Μεγάλος και τρανός επιχειρηματίας είχε γίνει στην Αμερική, της εξηγούσε. «Έχει πολλές δουλειές, μόνος του είναι, πού να βρει χρόνο να παντρευτεί». «Μα ούτε στην κηδεία της μάνας του βρήκε χρόνο να έρθει;», απόρησε τελικά η Θεανώ. Όσο για τα αδέλφια της, τη νοιάζονταν και τα καλοκαίρια τα πέρναγαν μαζί στο χωριό. «Όλον τον κόσμο γυρίσαμε», έλεγαν, «τέτοια θάλασσα δεν βρήκαμε», και φούσκωναν σαν διάνοι από περηφάνεια, και η Θεανώ συμφωνούσε, ευφραινόταν η ψυχή της που ζούσε σε τέτοιο ευλογημένο μέρος.
Φέτος όμως ήταν όλοι προβληματισμένοι. Διάβαζαν και ξαναδιάβαζαν το γράμμα που της έστειλε ο Φώτης. «Έλα στην Αμερική», της έγραφε. «Μόνος μου είμαι και ποτέ δεν έπαψα να σε σκέφτομαι. Έλα για λίγο και εάν δεν μπορείς να ζήσεις, ξαναγυρνάς στην πατρίδα». «Μετά από τριάντα χρόνια σε θυμήθηκε;», της είπε ο αδελφός της, «όχι, μην πας». «Πήγαινε, Θεανώ μου», της έλεγε η αδελφή της, «μόνη σου είσαι κι εσύ, πήγαινε για λίγο να ξεσκάσεις, να γνωρίσεις τον τόπο του, πού ξέρεις, μπορεί να σου αρέσει, αφού έχει και θάλασσα». Ήταν η μόνη που ήξερε ότι η Θεανώ ποτέ δεν ξέχασε τον Φώτη.
Στη θάλασσα κατέφυγε και πάλι η Θεανώ για να βρει τη λύση. «Πήγαινε», της ψιθύριζε στο αυτί το αεράκι, ώσπου το αποφάσισε. Θα πήγαινε για λίγο, να δει τον Φώτη και τον τόπο, να ξεκουραστεί – ένιωθε τόσο κουρασμένη τον τελευταίο καιρό. Θα έφευγε τον Οκτώβρη, μετά τους τελευταίους τουρίστες, και θα γύριζε παραμονές Χριστουγέννων, να είναι στο χωριό της για τα κάλαντα.
Με μεγάλη χαρά άρχισε να ετοιμάζεται για το ταξίδι, παρά την κούρασή της. «Δεν με κρατάνε τα πόδια μου», έλεγε τα βράδια στην αδελφή της. Κάνε υπομονή, θα ξεκουραστείς στο ταξίδι, της απαντούσε εκείνη.
«Έξω από την πύλη του αεροδρομίου θα σε περιμένω», της είχε γράψει ο Φώτης. Μάταια προσπαθούσε μέσα στο πλήθος να ξεχωρίσει το ψηλόλιγνο μελαχρινό γειτονόπουλο που της είχε κλέψει κάποτε την καρδιά, δεν τον έβλεπε πουθενά. Ξαφνικά, μέσα στο βουητό, ακούει τ’ όνομά της. «Τι, αυτός ο στρουμπουλός ασπρομάλλης κύριος με τα γυαλιά είναι ο Φώτης μου;», αναρωτιέται. Τον κοιτάζει καλά-καλά, ναι αυτός είναι… τα μάτια του είναι ίδια. Πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, με δάκρυα στα μάτια. «Φώτη, πώς άλλαξες», του ψιθυρίζει η Θεανώ, «εσύ είσαι ίδια», απαντά εκείνος και κανένας δεν χαλαρώνει το σφιχταγκάλιασμα.
Είχαν πολλά να πούνε τις επόμενες μέρες, τριάντα χρόνια αποχωρισμού δεν χωράνε σε λίγες μέρες. Αλλά ήταν πολυάσχολος ο Φώτης, δεν περίσσευε και πολύς χρόνος για συζητήσεις. Τρεις μέρες ολόκληρες ήταν μαζί και δεν έλεγαν να σταματήσουν να μιλάνε. Από την τέταρτη μέρα ο Φώτης έπρεπε να ασχοληθεί με τις μπίζνες του – έφευγε το πρωί, μετά το πρωινό τους, και επέστρεφε αργά το βράδυ. «Να κάνεις βόλτες, Θεανώ, να γνωρίσεις την πόλη», της έλεγε. «Να πηγαίνεις και στη θάλασσα που τόσο αγαπάς». Όλη μέρα στους δρόμους περιφερόταν η Θεανώ, και αργά το απόγευμα κατέληγε στη θάλασσα. Όχι, αυτή δεν ήταν η θάλασσά της, δεν μπορούσε να της πει τις σκέψεις της, και ήταν τόσο προβληματισμένη. Δεν ήταν η ζωή που ονειρευόταν να ζήσει, και ο Φώτης δεν ήταν πια το ντροπαλό γειτονόπουλο που της είχε κλέψει την καρδιά. Κάθε μέρα έβλεπε μπροστά της έναν σκληρό επιχειρηματία που είχε βάλει το χρήμα πάνω από τη ζωή του. «Γιατί δεν πηγαίνεις βόλτες;», τη ρώτησε ένα βράδυ ο Φώτης. «Δεν θέλω πια, Φώτη, τη γνώρισα την πόλη», και απέφευγε να του πει ότι κουραζόταν, και ότι ο πόνος της έσκιζε τα πνευμόνια. «Να το πεις στον Φώτη να σε πάει σε γιατρό», της έλεγε η αδελφή της κάθε βράδυ που μιλούσαν στο τηλέφωνο. «Δεν θέλω, αδελφή, σε λίγες μέρες επιστρέφω, θα πάω σε γιατρό στην πατρίδα μας», της απαντούσε αποφεύγοντας να πει τους φόβους της μήπως και την κρατήσουν εκεί. Μάταια προσπαθούσε ο Φώτης να της αλλάξει τα μυαλά, να μείνει στην Αμερική. Δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει στο χωριό της.
Αρχές Δεκέμβρη επέστρεψε η Θεανώ στην πατρίδα της. Πρέπει να πάω στον γιατρό είπε στην αδελφή της, με το που την είδε. «Είναι σοβαρή η κατάσταση της, πρέπει να νοσηλευτεί», είπαν οι γιατροί στην αδελφή της. «Θεανώ μου, κάνε λίγο υπομονή, θα γίνεις καλά και θα πας στο χωριό», της έλεγε η αδελφή της. «Δεν μπορώ, αδελφή, να είμαι μέσα στο νοσοκομείο, τα παιδιά με περιμένουν να κάνουμε πρόβες για τα κάλαντα». Η αδελφή της γύριζε το κεφάλι από την άλλη πλευρά, να μην δει τα δάκρυα που κυλούσαν, γιατί οι γιατροί τής το είπαν ξεκάθαρα. Λίγες μέρες της απέμεναν, το κακό είχε προχωρήσει. Και έφτασε η παραμονή Πρωτοχρονιάς και η Θεανώ για πρώτη φορά δεν ήταν στο χωριό της. Στα παραληρήματά της τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα άκουγε συνέχεια. Ακοίμητος φρουρός δίπλα η αδελφή της, προσπαθούσε να την ηρεμήσει. «Άκου, άκου τα κάλαντα», έλεγε μέσα στο παραμιλητό της η Θεανώ. «Ησύχασε, αδελφή μου, δεν είναι τα κάλαντα». «Μα όχι, ακούω τα κάλαντα», φώναζε με όσες δυνάμεις τής είχαν απομείνει η Θεανώ. «Να, να τα ακούω, είναι τα κάλαντα, τα δικά μας κάλαντα. Αυτές είναι οι φωνές του Γιωργάκη και της Ελενίτσας. Αδελφή μου, βοήθησέ με σε παρακαλώ, θέλω να δω τα παιδιά».
Καλησπερίζω φέρνοντας αγέρα μυρωμένο,
απ’ τ’ αφρισμένα κύματα χιλιοτραγουδισμένο.
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε…
Ψάλλοντας τα κάλαντα, με το χαμόγελο στα χείλη και χαιρετώντας τα παιδιά, έκλεισε τα μάτια της η Θεανώ.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Winslow Homer. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]