frear

Christmas cake – της Μαρίας Τζιαούρη Χίλμερ

«Να πάρεις τούτα τα γλυκά του κουταλιού στην θεία την Μάρω. Εν τζαιρός που κάμνει το Christmas cake», μου είπε η μάνα μου ένα βροχερό απόγευμα πέρσι τον Δεκέμβριο.

Άλλο που δεν ήθελα να πεταχτώ δυο δρόμους παρακάτω από το πατρικό και να δω την θεία. Ήταν «τσαρλού»* και εγώ χαιρόμουν κάθε φορά που την έβλεπα. Δεν ήταν πραγματική θεία, μακρινή ξαδέλφη της μητέρας μου ήταν. Ο πατέρας της Μάρως μετανάστευσε στην Αγγλία τη δεκαετία του ʼ50, παντρεύτηκε εκεί και έκανε τέσσερα παιδιά. Η Μάρω ήταν η μεγαλύτερη. Την έβγαλαν από το σχολείο πριν τελειώσει το Γυμνάσιο, την πάντρεψαν άρον-άρον με έναν χλωμό Λονδρέζο, δεν έκαναν παιδιά, και όταν αυτός πέθανε αφού το συκώτι του σάπισε, η θεία πήρε τα πράγματά της και επέστρεψε στο νησί. Ζούσε μόνη και φρόντιζε τουλάχιστον καμιά δεκαριά γατιά που εγκαταστάθηκαν στην αυλή της.

Κάθε φορά που πηγαίναμε επίσκεψη στο σπίτι της εγώ έπαιζα με τις γάτες και άκουγα πάντα με προσοχή τις ιστορίες από την ζωή της στην Αγγλία. «Εφκάλαν με που το σκολείον στα δεκατέσσερα τζαι έγινα μηχανικούδα*, διότι ο τζύρης μου ήθελεν να με παντρέψει μιτσιάν, αλλά πρώτα να κάμω την προίκαν μου με τα δικά μου σσιέρκα. Ίντα πελλάρες τότες. Ελάλουν του No Dad, θέλω να σπουδάσω, I want to be δασκάλα. Έβαλλεν που το έναν αφτίν τζαι έφκαλλεν που το άλλον. Επάντρεψεν με στα δεκαέξι μου με τον Τόνυ τζαι με χαΐριν είδα με τίποτες. Ο Τόνυς έφαεν μου κάμποσα χρόνια, έπρησεν το συκώτι του που το πολύν πιοτόν, τζαι μόλις επέτασεν ψηλά η ψυσσιή του ήρτα στην Κύπρον. Εν εμετάνιωσα που ήρτα ποδά, έχω τες κάττες μου, τον ήλιον μες τα σσιέρκα μου δέκα μήνες τον χρόνον τζαι όσον είμαι fit τζαι στέκουμαι στα πόδκια μου ούλλα φαίνουνται μου παράδεισος».

Πάντα όταν με έβλεπε να παίζω με τα γειτονόπουλα έξω στον δρόμο της με φώναζε: «Φροσούλα, έλα να πιείς ένα cup of tea, κορούδα μου πριν πάεις έσσω σου». Κι εγώ πήγαινα με χαρά, γιατί εκτός από το τσάι που το σιχαινόμουν, μου έδινε εκείνα τα νόστιμα και τραγανά μπισκότα βουτήρου. Η σπεσιαλιτέ της όμως ήταν το Christmas cake. «Τούντο κέικ εφέραν το οι Άγγλοι ποδά επί Αγγλοκρατίας κόρη μου, τζαι έμεινεν μας σαν έθιμο να το κάμνουν ούλλα τα σπίθκια τα Χριστούγγενα. Παλιά ήταν πουτίγκα, με τα χρόνια όμως εβάλαν της αλεύριν τζαι αφκά τζαι έγινεν κέικ. Να καλά η μάνα σου που μου στέλνει τα γλυκά του κουταλιού, γιατί εγώ εν κάμνω ποτούτα». Είχε μεγάλα πράσινα μάτια και κορμί καμπυλωτό, πρέπει να ήταν όμορφη στα νιάτα της, καλά κρατιόταν παρά τα εξήντα κάτι της χρόνια, τόσο την έκανα στα δικά μου μάτια και στο εφηβικό μυαλό μου.

Καθόμασταν στο τραπέζι της κουζίνας, εγώ έπινα τσάι και εκείνη ουίσκι σε χαμηλό ποτήρι. Δεν σταματούσε να μιλάει, να λέει ιστορίες από τα χρόνια στην Αγγλία και να γελάει με όλο της το σώμα. Έκοβε τα γλυκά του κουταλιού σε μικρά κομματάκια, τα έβαζε σ’ ένα βάζο με πώμα, τα πότιζε με λικέρ, έκλεινε το πώμα και το ανακινούσε με ρυθμό. «Πρέπει να ποτιστούν καλά, να βραχούν που ούλες τες μερκιές τους τζαι να μείνουν μες το ποτσούιν ούλλη νύχτα. Τζαι την επόμενην μέραν εν να ανακατωθούν με τα μπαχάρκα τζαι θα μοσκοβολύσει το kitchen ούλλον». Όταν την άκουγα χαμογελούσα με τα αγγλοελληνικά της, παρόλο που η μάνα μου νευρίαζε με το τρόπο που μιλούσε η θεία Μάρω. «Εν μιλά σωστά Φρόσουλα η θεία σου, σαντανώνει τες γλώσσες τζαι δεν θέλω να την ακούεις. Έννεν σωστή η τσαρλίστικη γλώσσα».

Δεν μιλούσε συχνά για τον άντρα της, τον Τόνυ. Εκείνη την μέρα που της πήγα τα γλυκά του κουταλιού για το Christmas cake μου είπε πως δεν τον ερωτεύτηκε ποτέ, αλλά του μαγείρευε νόστιμα, φρόντιζε να έχει πάντα καθαρά και σιδερωμένα ρούχα και ίσως αυτό να ήταν αγάπη. «Αφού βάλλεις ούλλα τα υλικά του κέικ τζαι ανακατωθούν καλά, μετά βάλλεις τα στο ταψί τζαι ψήνεις το κέικ κάμποσην ώραν. Θωρείς το όμως, dear, να μεν καεί. Μόλις ψηθεί αφήνεις το να κρυώσει καλά τζαι μετά βάλεις πουπάνω την ζαχαρόπασταν. Τούτα ούλλα τα υλικά που έσσιει το Christmas cake Φροσούλα μου, έν όπως τα κόλλυφα για μένα. Ο Τόνυς μου επέθανεν μες στα Χριστούγεννα, you know. So, θυμούμαι τον όταν το κάμνω. Τζαι πας τα στολίσματα της ζαχαρόπαστας κάμνω τζαι έναν ανθρωπούιν. Εν ο Τόνυς μου», είπε και το πρόσωπο της ξαφνικά φωτίστηκε.

Την ημέρα των Χριστουγέννων, μετά την εκκλησία η μάνα μου επέμενε να περάσουμε από το σπίτι της θείας Μάρως, γιατί δεν την είδε στη λειτουργία και ανησύχησε. Κτυπήσαμε το κουδούνι αρκετές φορές, μα τίποτα. Πήγαμε στην πίσω αυλή, εκεί που ήταν η πόρτα της κουζίνας. Ήταν ξεκλείδωτη. Μπήκα πρώτη εγώ και η μάνα μου ακολούθησε. Η θεία Μάρω καθόταν σε μια κουνιστή καρέκλα στο σαλόνι με το πρόσωπο της γυρτό προς τα πίσω και τα μάτια της ορθάνοιχτα. Στο τραπέζι δίπλα της ήταν ένα πιατάκι μ΄ ένα κομμάτι Christmas cake.

***

Γλωσσάρι

-τσιαρλού, τσάρλης: από το αγγλικό όνομα Charlie, απαξιωτικός χαρακτηρισμός για τους Κύπριους της Αγγλίας δεύτερης και τρίτης γενιάς.

-μηχανικούδα: χειρίστρια ραπτομηχανής, κοπτοράπτρια

-πελλάρες: βλακείες, τρέλες

-χαΐριν: προκοπή

-έσσω: σπίτι

-ποδά: εδώ

-ποτσούιν: μικρό βάζο

-σαντανώνω: μπερδεύω

-θωρώ: βλέπω

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Maciej Pawelec. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη