frear

Αφόρετα – της Σοφίας Βασιλειάδου

Η τραπεζαρία στο πατρικό μου έκλεινε με μια συρόμενη ημιδιάφανη πόρτα από το υπόλοιπο σπίτι. Από μικρή με εντυπωσίαζε αυτή η απομόνωση. Δεν ήξερα αν το θέλαμε ή όχι εκείνο το δωμάτιο. Οι προθέσεις της μητέρας ήταν αγνές, για να μη λερωθεί και το ρημάξετε κι αυτό, το μόνο δωμάτιο που μπορεί ένας καλεσμένος να κάτσει σαν άνθρωπος. Κι εγώ που νόμιζα ότι εμείς δε θέλαμε να ζούμε στην τραπεζαρία και περιμέναμε εκείνους τους καλεσμένους σαν επιθεωρητές στα σχολεία τα παλιά τα χρόνια, όταν ο δάσκαλος κόμπιαζε να πει δυο λόγια περισπούδαστα και τα παιδιά στα θρανία, άλλα να τον λυπούνται κι άλλα να χαίρονται που μάλλον δεν θα έπαιρνε καλό βαθμό.

Όμως εγώ την ένιωθα τη μοναξιά της τραπεζαρίας μας. Κάθε που τολμούσα να ανοίξω τη συρόμενη πόρτα για να πω ένα γεια στα κρυφά, από μέσα ακουγόταν η φωνή της μάνας μου· τι κάνεις εκεί, δεν είπαμε; Εξωπραγματική ακοή πρέπει να είχε· σαν εκείνη την τηλεοπτική σειρά που βλέπαμε στη μικρή οθόνη της εποχής με τη βιονική γυναίκα σε ρόλο σούπερ ηρωίδας.

Η μάνα, από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, απομόνωνε κι άλλα πράγματα από τη ζωή μας. Όπως τα καλά μας ρούχα κρεμασμένα σε ειδικό χώρο της ντουλάπας μέσα σε νάιλον σακούλες για μια επίσημη στιγμή. Απαγορευόταν δια ροπάλου να φορεθεί το βαθυκόκκινο βελούδινο φόρεμα των γιορτών αν το ημερολόγιο δεν έδειχνε Χριστούγεννα, τα δερμάτινα λευκά παπούτσια με τις μπαρέτες αν δεν ήταν Πάσχα. Τα λυπόμουνα τα ρούχα μας αυτά, ένιωθα να πνίγονται περιμένοντας τις ελάχιστες φορές της συνύπαρξης με εμάς. Έτσι αφόρετα και θλιμμένα συνήθως τα χάριζε η μάνα σε κάποιο γειτονόπουλο θριαμβολογώντας – είναι αφόρετα σχεδόν – κι εγώ πάντα απορούσα: μήπως αυτός ήταν τελικά ο σκοπός; Να τα δώσει άθικτα, ατσαλάκωτα, μάρτυρες της νοικοκυροσύνης της;

Από τότε θέλω πάντοτε να ανοίγω τις κλειστές πόρτες, την αποθήκη συχνά να αεριστεί, τα παράθυρα το πρώτο πράγμα κάθε πρωί, το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο, την πόρτα του γραφείου μου, τους διακόπτες, τη βεντάλια μου το καλοκαίρι.

Και να στολίζομαι κάθε μέρα, να φορώ τα καλά φορέματα, τα χρυσά μου κοσμήματα, τα μεταξωτά μαντίλια, τα βελούδινα γάντια, τις δαντελένιες μπλούζες ακόμη κι αν μπορεί να παρεξηγηθώ για υπερβολή.

Αντίδραση στην απαγόρευση των παιδικών χρόνων. Νίκη της καθημερινής χαράς. Προσπάθεια να διαχειριστώ και την τελευταία της εντολή – στο πατάρι σε μια κούτα να μου φορέσετε το καλό μου μαύρο φόρεμα – υποσχέσου μου, καινούργιο είναι, αφόρετο.

Από όταν τη χάσαμε τη μάνα, τίποτα δεν άφησα ποτέ μου σε κλειστό δωμάτιο, ντουλάπα, συρτάρι, κουτί, ψυχή. Κι όταν συμβαίνουν γύρω μου πράγματα κεκλεισμένων των θυρών, λυπάμαι, γιατί πάντα θυμάμαι την αβάσταχτη και καλογυαλισμένη μοναξιά του αφόρετου. Κι αφήνω έξω από αυτές τις πόρτες το βαθυκόκκινο βελούδινο φόρεμα των παιδικών μου Χριστουγέννων.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Tomislav Tomić. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη