Στο δάσος έβγαλε ο δήμος ανακοινώσεις ότι έγινε ψεκασμός για κάποιο βάκιλο που καταστρέφει τα πεύκα. Γράφουν ότι, αν και βιολογικός, συνιστάται στους περιπατητές να αποφεύγουν τους περιπάτους εντός, για δύο εβδομάδες. Μόλις έφτασα στην είσοδο και είδα την ανακοίνωση πήρα επί τόπου στροφή εκατόν ογδόντα, μόνο εκατόν ογδόντα μπορείς, γιατί αν πάρεις λιγότερο πέφτεις στη θάλασσα, περισσότερο ζαλίζεσαι, ιδιαίτερα σ’ αυτές τις ηλικίες.
Άφησα πίσω μου το δάσος κι έφυγα προς τα δυτικά από την παραλιακή. Σ’ αυτό τον τόπο αν πεις ότι θα φύγεις, με οποιονδήποτε δυνατό τρόπο, ξηρά ή θάλασσα, όχι να φύγεις απλώς και να ξαναγυρίσεις, να φύγεις οριστικά, να εξαφανιστείς, αναγκαστικά θα πρέπει ν’ ακολουθήσεις την κατεύθυνση προς τη δύση. Το έχω μελετημένο, προς τη δύση δεν βρίσκεις εμπόδιο, ακολουθώντας αυτή την πορεία μπορείς ακόμα και το γύρο της γης να κάνεις, αν είσαι απερίσκεπτος, αλλιώς τι χρειάζεται τόσο μεγάλη προσπάθεια, αφού θα γυρίσεις στα ίδια.
Ακολούθησα την Αριστοναυτών (ωραίος δρομάκος, αλλά πιο εντυπωσιακή είναι η ονομασία από τον ίδιο το δρόμο), που σε βγάζει από την πόλη – αυτή νομίζω πως είναι η πιο χρήσιμη ιδιότητά του.
Πήρα μετά το δρόμο για τον σταθμό, που ανηφορίζει ελαφρά και περνά μέσα από περιβόλια και φυτώρια, πλησίασα στη νέα εθνική οδό. Παρασκευή απόγευμα, αυξημένη κίνηση προς τα δυτικά, αυτοκίνητα μικρά και μεγάλα περνούν με ταχύτητες μεγάλες, ακούγονται τα κύματα του αέρα που εκπέμπουν τα φορτηγά και τα λεωφορεία, σα να ξεφυσούν δράκοι. Κάνω τη σκέψη ότι ανάμεσα σ’ αυτούς που ταξιδεύουν, είναι και κάτι λίγοι που φεύγουν οριστικά.
Στην Πάτρα ίσως πάνε πολλοί, αλλά και στην Άρτα, γιατί όχι στην Πρέβεζα ορισμένοι, για τα Γιάννενα είμαι σίγουρος, είναι ωραίος προορισμός, αλλά και στο Αγρίνιο, λέω, προπαντός στο Αγρίνιο.
Νοέμβρης, τον έχω ακούσει και σαν Νιόβρη, αυτή την εποχή ξεκινούσαν οι βροχές. Τα καπνά ήταν κρεμασμένα στα ταβάνια από τα υπόγεια. Έρχονταν τα βράδια η ομίχλη από το ποτάμι σαν τεράστιες τουλούπες κι αντάριαζε ο τόπος. Έμπαινε μέσα στα σπίτια από τις χαραμάδες που άφηναν οι τσιατμάδες και τα σκεβρωμένα κουφώματα, μαλάκωνε ο καπνός. Ρουφούσαν τα ξεραμένα, από τον ήλιο του καλοκαιριού, καπνόφυλλα, την υγρασία και γίνονταν απαλά σαν μετάξι. Ήταν πια καιρός να δεθούν σε δέματα. Στήναμε τότε τα καλούπια και φτιάχναμε τα δέματα, που τα ντύναμε με τα καπνότσιολα, κάτι λωρίδες από λινό ύφασμα, λινάτσες, που είχαν απάνω διάφορα σημάδια και δυσερμήνευτα σύμβολα, γραμμένα μέσα στα καπνομάγαζα, με χοντρούς μαρκαδόρους, από προηγούμενες χρήσεις, ποιος ήξερε πόσες. Στοιβάζαμε τα δέματα και περιμέναμε τους εμπόρους. Μετά από ένα δύο μήνες θα φτάνανε τα τζιπ, θ’ άρχιζε το παιχνίδι με τις τιμές, οι γάτες με τα ποντίκια.
Πέρασα το σταθμό και πήρα το κατηφορικό δρομάκι της επιστροφής, άφησα πίσω την εθνική οδό. Προσπάθησα να θυμηθώ, αλλά δεν μπόρεσα, φόρεσα τ’ ακουστικά, έβγαλα από την τσέπη το κινητό και πληκτρολόγησα, «to harmani toy asotoy». Ήθελα ν’ ακούσω πως το είπε ο Γκόνης, ακριβώς: «στο Ηράκλειο στην Ξάνθη του καπνού μαζεύω τ’ άνθη, τα τσεμπέλια τ’ Αγρινίου απ’ την πρώτη γυμνασίου».
Έφτασα ξανά στην παραλιακή, τώρα το Νοέμβρη σκοτεινιάζει νωρίς, ήταν ώρα να επιστρέψω.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Gabrielle Duplantier. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]