[…Δεν παίρνει παράδειγμα απ’ αυτόν, και από τον φίλον του τον Γιάννην της Κ’σάφους; Ενώ άλλοι φανατίζονται και «χαλούν την ζαχαρένια τους» και χολοσκάνουν, αυτοί οι δυο «ζευγαράκι ταιριαστό», παράδειγμα υγιούς εκλογικής φιλοσοφίας εις όλον το χωρίον, ανήκοντες εις δύο αντίπαλα και μέχρι καταστροφής πολεμούντα άλληλα κόμματα, περνούν με γέλια και με χαρές, τρώγοντες, πίνοντες, ευωχούμενοι, εις υγείαν όλων των υποψηφίων, ευλόγως θέτοντες την φιλίαν των υπεράνω των κομμάτων. Και με τοιούτον τρόπον «το έχουν δίπορτο». Με όποιον κόμμα νικήσει, θα είναι φίλοι και οι δύο, αφού είναι ο εις. «Όποιος γάιδαρος, κι αυτοί σαμάρι».
Αλ. Παπαδιαμάντης, Οι χαλασοχώρηδες]
*
Βαρύς κάθισε ο Μαθιός, στην καρέκλα στη μέσα άκρη του καφενείου, έπιασε δυνατά με το ζερβό χέρι το αντίστοιχο γόνατο και ανασήκωσε το κορμί βγάζοντας συγχρόνως ένα πονεμένο, βαθύ, μακρόσυρτο «ωωω», όπως βογκά άνθρωπος κατάκοπος που δυσκολεύεται στην κίνηση, και με το άλλο, το δεξί, σαν αντιστύλι επάνω στο τραπέζι, ίσιωσε το κεφάλι του. Ανέβλεψε. Γάζωσε με το βλέμμα ένα γύρω, κινηματογραφικά, τον χώρο και ύστερα, φέρνοντας τώρα το αριστερό στο μακρύ ψαρό μουστάκι του, ξεκίνησε να το στρίβει διατάζοντας συνάμα και τον καφετζή να τον κεράσει: «Κέρασε τον, μωρέ ό,τι πίνει!». Εννοούσε τον Γιάγκο του Τζανή, που καθόταν ακριβώς απέναντι, δίπλα στην είσοδο.
Ο κοινοτικός δρόμος και οι αυλόγυροι χώριζαν τα σπίτια τους. Οι δυο τους, όμως, είχαν, και άλλες διαφορές, αγεφύρωτες, πέρα από τη μεγάλη της ηλικίας. Δεκαπέντε χρόνια τουλάχιστον νεότερος ο Γιάγκος, ξεπετάχτηκε πάνω που έπεφτε η χούντα. Μειράκιο με τα όλα του, επιπόλαιος, ριψοκίνδυνος, αντιδραστικός. Δήλωνε ανοιχτά νέος κομμουνιστής και οι συχωριανοί –ντοπαρισμένοι τόσα χρόνια στη νομιμοφροσύνη– θα προτιμούσαν ο γιος του Τζανή να φυλάει τα νώτα του, γιατί ποιος ξέρει τι θα ξημέρωνε η επαύριον. Δεν είχε δα περάσει και πολύς καιρός από τότε που ο απόστρατος συνταγματάρχης του αλβανικού μετώπου ωρυόταν στη μέση του χωριού κραδαίνοντας στον αέρα τη μαγκούρα του ως άλλον γκρα, πως «Καλά τους έκανε!», εννοώντας την καταστολή της φοιτητικής εξέγερσης του Πολυτεχνείου από τη δικτατορία. Τα ξεπλυμένα μάτια του πετούσαν σπίθες φωτιάς και μίσους, υποδεικνύοντας παράλληλα και τον τόνο αντίδρασης, που όφειλαν να ακολουθήσουν οι άλλοι. Είχαν βέβαια, περάσει από τότε κάποια χρόνια, μα η δημοκρατία έμοιαζε ακόμα άβγαλτο κορίτσι, τρυφερή και ευάλωτη –μια στραβή να γινόταν και θα βρισκόταν πάλι πίσω απ’ τα κάγκελα– γεμάτος ήταν ακόμα ο τόπος από κρυφούς νοσταλγούς, άτομα ευεργετημένα από το καθεστώς σε θέσεις καίριες, ασφαλίτες που συνέχιζαν να έχουν επιρροή και να προσφέρουν υπηρεσίες. Δεν τα λάβαινε αυτά ο Γιάγκος υπόψη, όχι πως τα παράβλεπε, μα σαν αψύ παιδάριο δεν τα ψυλλιαζόταν καν, πήγαινε μέσα σε όλα, αφύλαχτος και σίγουρος για τη νίκη.
Δεν ασχολήθηκε ποτέ ο Μαθιός με την πολιτική ή τις κοινωνικές ανισότητες. Θα ακολουθούσε κι αυτός όπως και οι περισσότεροι την ανθρώπινη μοίρα δεμένος στον ζυγό της ζωής. Δυο κολλυβογράμματα έμαθε κι αυτά με το ζόρι, ίσα ίσα να πάρει το χαρτί του Δημοτικού. Όχι πως θα το χρειαζόταν πουθενά, αλλά έτσι το ήθελε η εποχή: «να ξέρει τουλάχιστο να βάνει την υπογραφή του». Το πρωί με πλάκα και κονδυλοφόρο στο σχολειό, έμαθε να σκαλίζει έστω και ανορθόγραφα κάμποσες λέξεις, όταν δεν τον έπαιρνε ο πατέρας του στα χωράφια. Το απόγευμα στα ζωντανά, το καλοκαίρι στους κήπους. Πλούσιος δεν υπήρχε στο χωριό – τουλάχιστον δεν φαινόταν– ίδια ήταν η μοίρα ολονών: κουρεμένη γουλί, μισοξυπόλητη, πεινασμένη και προληπτική. Ποτέ δεν αμφισβήτησε ο Μαθιός Θεό και ανθρώπινη εξουσία, μπορεί και μην ήξερε καν τι πάει να πει αμφισβήτηση. Όπως βρήκε τα πράματα, έτσι ήταν σωστά κι έτσι και θα συνέχιζαν.
Κι έρχονταν τώρα όλα τούτα τα αμούστακα, ακόμα στο αβγό, με ακούρευτα μαλλιά, στρατιωτικά αμπέχονα και εξυπνάδες ν’ αλλάξουν, λέει, τα πράματα. Γλωσσάδες που κοντράριζαν ακόμα και με τον πατέρα τους. Σοσιαλιστές, λέει, κουμμουνιστές!. Ήρθε το μυξιάρικο του Τζανή, που ακόμα δεν ξέρει από πού βγήκε, να τόνε βάλει τα γυαλιά στο χωριό! Είδαμε και πάθαμε να αναστήσουμε τον τόπο από τους συμμορίτες, να σώσουμε τις περιουσίες μας από τους κόκκινους και ήρθε αυτός εδώ να λέει για σοσιαλισμό και ισότητες! Κάλλιο να τον κρατούσε ο πατέρας του στο σπίτι, να μην ξευτιλίζεται. Αλλά σάμπως μπορεί να τον κάμει και καλά; Μέχρι και του παπά έβγαλε προ ημερών γλώσσα, πως είναι, λέει, «άθεος». Τα πράματα, Γιαγκουλάκη, είναι αυτά και δεν αλλάζουν!
Μα η Αλλαγή ήρθε! Και ήταν καταπράσινη όπως και η ελπίδα όλων εκείνων που κατέκλυζαν τις πλατείες με σημαίες, όπως τον πανηγυρικό παλμό ενός λαού για πρώτη φορά μονιασμένου με κοινό στόχο να καταλυθεί η αδικία. Είναι μια αρχή, έλεγε συγκρατημένα ο Γιάγκος, που, αν και κομμουνιστής, αν και η γραμμή του κόμματος ήταν άλλη, δεν μπορούσε να κρύψει ούτε από τον εαυτό του, ότι έρχονταν στιγμές που τον συνέπαιρνε όλος αυτός ο οίστρος, ο λαϊκός ενθουσιασμός, και ήθελε να φωνάξει, μαζί με το περήφανο και πάλι πλήθος, συνθήματα ενάντια στην εγχώρια διαφθορά και την ξενόφερτη καταπίεση, να χορέψει στις γιορτές νεολαίας χορούς μιας απενοχοποιημένης πια παράδοσης, να δείξει εμπιστοσύνη στην υπόσχεση για επιστροφή στην αυθεντικότητα των αξιών.
Καθόταν και ο Μαθιός σε μια γωνιά σκεφτικός, έξυνε το κεφάλι του απορημένος, πώς ήταν δυνατόν όλο τούτο –η νίκη των μαλλιάδων– να συντελεστεί. Σαν τον απογοητευμένο έμπορο σε εικόνες εποχής στα μαγαζιά προς αποθάρρυνση των τζαμπατζήδων που ασυλλόγιστα έδινε επί πιστώσει, μέχρι που χρεοκόπησε. Λες να είχε αυτό το παιδαρέλι δίκιο; Μα τι μπορεί να ξέρει ένα παιδαρέλι! Άλλοι του τα ʼλεγαν! Άρχισε, ωστόσο, να σκέφτεται, πως πίσω από τα πράγματα, όλα αυτά που εκείνος θεωρούσε δεδομένα, μονοδιάστατα, μπορεί ίσως να υπάρχει ή να έχει γεννηθεί και μια άλλη δύναμη. Δεν μπορούσε ο νους του να εξηγήσει το πώς, ο κόσμος του μπορούσε μόνο να προσαρμόζεται.
Και στην προσαρμογή αποδείχτηκε μανούλα ο Μαθιός με τα χρόνια που ήρθαν. Για πότε αλλαξοπίστησε και άρχισε να διατυμπανίζει στις ρούγες την ανέκαθεν βαθιά ριζωμένη πεποίθηση του για Αλλαγή. Και ποιος είχε τα κότσια να του θυμίσει τον πρότερο άτολμο βίο, όταν οι πάντες διολίσθαιναν αργά αλλά σταθερά στην ίδια κατάσταση; Κατά λεγεώνες! Ένα κεφάλι έκοβες, δυο έβγαιναν στη χώρα των Γαδαρηνών. Διπλώματα στους τοίχους αποδείκνυαν ακράδαντα την αυτοθυσία των πολιτών για την πατρίδα και εξήραν το αγνό εθνικό τους αίσθημα, επιδόματα και συντάξεις εξασφάλιζαν την ομοψυχία, αλλά και την πίστη στην Αλλαγή. Είχε ψωμί η προσκόλληση στον γραμματέα της τοπικής οργάνωσης, προθάλαμο του βουλευτικού γραφείου. Όχι πως ο Μαθιός δεν ήταν άξιος και εργατικός, άλλο από το εξοντωτικό μεροδούλι ως τότε δεν ήξερε, μα ο τίτλος του λιβανιστή εκλεγμένου αντιπροσώπου του λαού απέδιδε άμεσα σε είδος: καινούργιο αγροτικό, τρακτέρ, οικονομικά ανοίγματα. Και από την άλλη, λίγο το έχεις να είσαι ένα τουλάχιστον κεφάλι πιο ψηλός από τους άλλους, οι οποίοι στην ανάγκη προσέτρεχαν σ’ εσένα ως διαμεσολαβητή με την Υψηλή Πύλη; Και οι ανάγκες των ανθρώπων είναι πολλές, ως γνωστόν ποτέ δεν τελειώνουν.
Έμπαινε ο Μαθιός στο καφενείο και γινόταν αντικείμενο θερμής υποδοχής από τους πάντες, τα πούλια στο τάβλι χτυπούσαν πιο δυνατά και τα χαρτιά στην πιλόττα έπεφταν πιο αποφασιστικά στο τραπέζι. Με ένα «κέρασε τους όλους!» ανταπέδιδε χουβαρνταλίδικα ο Μαθιός την υποστήριξη και την αγάπη των συχωριανών του. Μόνο ο Γιάγκος καθόταν σε μια γωνιά μαζεμένος και στριφογύριζε αμήχανα το κέρασμα στο χέρι. Πήγε μια δυο φορές να ανοίξει κουβέντα για μονοπώλια, εξάλειψη της αγροτικής παραγωγής, για ευρωπαϊκή καπιταλιστική ενοποίηση και του έκλεισαν ομαδόν το στόμα, τον αποπήραν. Τα πράγματα είχαν αντιστραφεί, έμοιαζε μίζερος, παρωπίδας, κομματόσκυλο. «Ω, ρε, γλέντια!», αυτός ήταν ο τίτλος που του ερχόταν στο μυαλό για τις φαιδρές σκηνές που εκτυλίσσονταν μπροστά του και τα επόμενα χρόνια.
Η ύβρις τιμωρείται. Σε τέτοιους ρομαντισμούς δεν έπαψε να πιστεύει ο Γιάγκος. Και να τώρα που τους παρακολουθεί ανενδοίαστους, όλους αυτούς τους χαρτογιακάδες φασουλήδες, να παραχωρούν τον τόπο σε ξένες κηδεμονίες και ορέξεις. Πάππου προς πάππου τον λυμαίνονταν σπρώχνοντας την ευθύνη ο ένας στον άλλο και εν τέλει στους Γιάγκους: «Καλό κουράγιο!». Κανείς δεν μιλά πια, μαζί τα φάγαμε εξ άλλου και, ως γνωστόν, στου κρεμασμένου το σπίτι δεν μιλούν για σκοινί. Θολούρα ειδήσεων. Έτσι σηκώνεται καλύτερα το βάρος του ζυγού. Σιωπή, συγκάλυψη. Έτσι ο Μαθιός, ασφαλής, μπαίνει ξανά στο καφενείο, πιάνει δυνατά με το ζερβό χέρι το αντίστοιχο γόνατο και ανασηκώνει το κορμί βγάζοντας συγχρόνως ένα πονεμένο, βαθύ, μακρόσυρτο «ωωω», όπως βογκά άνθρωπος κατάκοπος που δυσκολεύεται στην κίνηση, και με το άλλο, το δεξί, σαν αντιστύλι επάνω στο τραπέζι, ισιώνει το κεφάλι του. Αναβλέπει. Γαζώνει με το βλέμμα ένα γύρω, κινηματογραφικά, τον χώρο και ύστερα, φέρνοντας τώρα το αριστερό στο μακρύ ψαρό μουστάκι του, ξεκινά να το στρίβει διατάζοντας συνάμα και τον καφετζή να τον κεράσει: «Κέρασε τον, μωρέ ό,τι πίνει!». Εννοούσε τον Γιάγκο του Τζανή, που καθόταν ακριβώς απέναντι, δίπλα στην είσοδο. Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν. «Τίποτα δεν έχει χάσει από την ξιπασιά που είχε», σκέφτηκε ο Γιάγκος και αυτόματα, πριν καν ο άλλος ολοκληρώσει την παραγγελιά, αρνήθηκε το κέρασμα: «Στην υγειά σου, μα δεν θα πιώ άλλο», ακούστηκε να λέει κατηγορηματικά υψώνοντας ταυτόχρονα και το άδειο του τσικουδοπότηρο σε ένδειξη χαιρετισμού.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Henri Cartier-Bresson. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]