Στο σπίτι μας πουλούσαμε σιωπή. Δεν υπήρχαν λέξεις, μόνο βήματα και νοήματα. Μπορούσες να ακούσεις τις ανάσες, τα βογκητά, τον πόνο και την αηδία, αλλά όλα πίσω από τη σιωπή όλων μας. Έτσι μοιάζει η αγάπη, μας είπαν.
Μερικές φορές, έβλεπα μικρά παιδιά να σκαρφαλώνουν στα παράθυρά μας για να δουν, κι άλλα που σηκώνονταν στις μύτες των ποδιών τους μήπως και φτάσουν. Έκλεβαν ματιές αλλά μέχρι εκεί. Δεν άκουγαν τίποτα παραπάνω από τους θορύβους και τα γλιστρήματα που πάσχιζαν να κρύψουν.
Κι εμείς –όλη η οικογένεια– κρύβαμε τις λέξεις μία μία. Χρόνια είχε να ακουστεί κάτι στο σαλόνι και στο μπάνιο έκλεινε η πόρτα μόνο για λίγο. Μερικές φορές, στεκόταν στο τζάκι ο πατέρας και έμοιαζε με κούτσουρο. Παρατηρούσα τις φλόγες να τον καταπίνουν –λες και τον κατάπιναν, δηλαδή– αλλά αυτός ήταν εκεί, σαν σκύλος κάτω από το αφεντικό του. Τα μάτια του γυάλιζαν στη φωτιά και αναψοκοκκίνιζε. Στεκόταν, όμως, για ώρες κοντά. Τόσο που θα πίστευες ότι λίγο θέλει για να μπει εκεί μέσα και να φύγει σαν καπνός μαζί με τα άλλα που καίγαμε.
Μια φορά τον είδα που τεντώθηκε κι άρπαξε ένα μισοκαμένο κομμάτι ξύλο· το έσπρωξε πιο βαθιά. Το δέρμα στις παλάμες ξεκόλλησε και μύρισε το σαλόνι σαν τότε που η γιαγιά έψηνε στον φούρνο. Τακτοποιούσε στο βάθος της φωτιάς τα ξύλα με προσοχή, λες και έστρωνε ένα μαξιλάρι για να χωθεί και να ξαπλώσει· να βολευτεί. Τον είδα που έσφιξε τα χείλη και στο επόμενο βλεφάρισμα δάκρυσε. Για ώρα έμεινε εκεί μέχρι που όλα στέγνωσαν. Σε κανέναν δεν είπε κάτι. Μόνο σκούπισε την πληγή στο πάτωμα και έφτυσε να ανακουφίσει το ανοιχτό κρέας.
Τη μέρα που η μητέρα κόπηκε με το μαχαίρι –κατά λάθος, βέβαια–, οι λέξεις έφτασαν στο λαρύγγι της. Την είδα –αλήθεια σας λέω–, κρατήθηκε. Μάζεψε το δάχτυλο από τον νεροχύτη και το πέταξε στα σκουπίδια. Όταν το γατί πλησίασε, η κλωτσιά τού έσπασε το ένα μάτι. Ούτε κι αυτό είπε κάτι. Η αιμορραγία δεν ξέρω πώς σταμάτησε, αλλά η μητέρα ήταν καλά και συνέχισε τα δικά της. Νομίζω ήταν μεσημέρι και από το παράθυρο δεν κοιτούσε κανείς τους.
Απαγορευόταν να ρωτήσω. Ποτέ μου δεν ρώτησα κάτι. Όλα τα μαθαίναμε –εγώ και τα αδέρφια μου– επειδή ήμασταν εκεί, επειδή τα βλέπαμε να συμβαίνουν. Σε μερικά δεν έχω καταλάβει ακόμα, αλλά ούτε ρωτάω. Έμαθα ότι εδώ, στο σπίτι μας, μοιράζουμε σιωπή. Έχουμε τόσα που λέμε μέσα απ’ αυτήν. Ο πατέρας γυρνά το κεφάλι και ξέρω τι θέλει να μας πει. Ο μικρός σηκώνει το βλέμμα κι αμέσως έχω κάτι να του δώσω. Η μητέρα αρκεί μόνο να δείξει με ένα νεύμα και ξεκινάω προς τα ’κει. Έτσι είναι εδώ μέσα· χρόνια τώρα δεν λέμε και πολλά. Τι πολλά, δηλαδή; Τίποτα δεν λέμε. Μόνο σιωπή μιλούσαμε κι αυτήν πάλι χωρίς πολλά πολλά.
Ο πατέρας, όμως, τα κατάφερε. Έφυγε μαζί με τα κούτσουρα στις φλόγες και η μητέρα ούτε που τον άκουσε. Όταν ο νοτιάς γύρισε τον καπνό και όλο το σαλόνι γέμισε στάχτες, την είδα που μου πέταξε ένα ξεσκονόπανο νωπό. Άρχισα κι εγώ να μαζεύω τον πατέρα και να τον ξεπλένω στο λεκανάκι με το νερό. Τα μάτια έτσουξαν από τις στάχτες, αλλά δεν τα έτριψα. Θα πονούσαν ακόμα πιο πολύ. Όσες, όμως, κόλλησαν στα χείλη, τις πήρα με ένα πέρασμα της παλάμης. Ο πατέρας δεν τρωγόταν με τίποτα – ποτέ του.
Το βλέμμα του μικρού είχε μια απορία, αλλά τον καθησύχασα. Εκείνος μου κρατούσε το λεκανάκι κι εγώ συνέχιζα στο σαλόνι. Το μόνο που ακούστηκε ήταν το μαχαίρι από την κουζίνα. Η μητέρα πάλι κάτι έκοβε. Ετοίμαζε τραπέζι· μια μερίδα λιγότερη.
Τότε είναι που εμφανίστηκαν οι ματιές στα παράθυρα. Σηκώθηκα και τρόμαξαν. Πέταξα τρία κούτσουρα στο τζάκι, να είμαι σίγουρη ότι η φωτιά δεν θα ξεχαστεί. Ο μικρός με σκούντησε, αλλά τον άρπαξα απ’ τον σβέρκο και τον έσφιξα, να μην κλάψει άλλο, να μην του ξεφύγει ούτε μία. Γύρισε στο λεκανάκι κι έπλυνε τα μάτια του. Το ήξερε ότι θα πονέσει, αλλά ήξερε ότι έπρεπε να πονέσει.
Το ύφασμα στον καναπέ με δυσκόλεψε πιο πολύ απ’ όλα. Πρώτα το τίναξα και μετά το πέρασα με το πανί. Έμειναν λεκέδες από τον πατέρα. Για λίγο πίστεψα ότι μπορώ να τα καθαρίσω. Κι όσο έτριβα, τόσο σκούραινε ο λεκές στο ύφασμα. Ευτυχώς δεν με είχε δει η μητέρα – μόνο εκείνα τα μάτια στο παράθυρο. Δοκίμασα σε ένα άλλο σημείο, αλλά πάλι τα ίδια. Ο μικρός στεκόταν και με κοιτούσε. Προς στιγμή θέλησα να του πω να ξεκουμπιστεί από μπροστά μου, να βγει κι αυτός έξω με τους άλλους και να κρυφοκοιτά μαζί τους. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα, σαν άυπνα απ’ τη γέννα του και το τρέμουλο έχυνε το νερό. Άλλαξα τα βλέμμα μου, αλλά δεν τον καθησύχασα. Φαινόταν που τις κατάπινε τη μία μετά την άλλη, που ήθελε να βήξει φωνήεντα και σε ένα του τίναγμα –ξέσπασμα μας το εξήγησαν μετά, αλλά ήταν λες και τον πέρασε κεραυνός–, το λεκανάκι με τον πατέρα σκόρπισε στη μοκέτα. Οι αστράγαλοί του γέμισαν κάτουρο και η λιμνούλα απλώθηκε.
Του έβγαλα την μπλούζα και την πέταξα κάτω. Ακόμα έκλαιγε και έτρεμε. Τον κράτησα στην αγκαλιά μου. Τον κοίταξα δύο φορές για να με ακούσει, να καταλάβει. Έγλειψα τα δάκρυά του και τον κάθισα στον καναπέ· πάνω στον λεκέ του πατέρα.
Πήγα στο τζάκι κι έστρωσα τα κούτσουρα. Τα έσπρωξα βαθιά, να καούν εκεί μόνα τους. Δίπλα στη στάχτη είδα τη βέρα του πατέρα. Δάχτυλο δεν βρήκα, μόνο το πυρωμένο μέταλλο. Το πρεβάζι ήταν γεμάτο χνότα και δαχτυλιές.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Andrea Kowch. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]