Ο Κωστής, ανιψιός του παπα-Μανώλη Τρανουδάκη, απλώνοντας τις αρίδες του στο μεσαίο στασίδι, έπιανε κατά το συνήθειό του το Τροπάριο της Κασσιανής.
Αμαρτιών μου τα πλήθη
και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει,
ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Δίπλα του, με μπάσα φωνή, άρχιζα το ευλογητός ει Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά σου ή το γύριζα στο αιωνία σου η μνήμη αξιομακάριστε αδελφέ, αλλάζοντας κάθε φορά το όνομα του αξιομακάριστου. Απέναντί μας ακριβώς ο Αλέξης ξεπατίκωνε λόγια από το Πάτερ Ημών για να τα ενώσει με το Smoke on The Water των Deep Purple. Ο Αλέξης ήταν ο πιο καλλίφωνος από όλους μας και στις φαρδιές τσέπες του μπουφάν του είχε ένα τσαλακωμένο αλουμινόχαρτο με το μαύρο της ημέρας.
Ασκούσαμε, μέρα παρά μέρα, τη βέβηλη ψαλτική μας στο απόμερο εκκλησάκι του Αγίου Χαραλάμπους. Πρώτα ανάβαμε ένα κερί για να εξευμενίσουμε τις ουράνιες δυνάμεις που πιθανόν (ποτέ δεν ξέρεις) να κατοικούσαν εκεί μέσα. Έπειτα βγαίναμε έξω να ανασάνουμε το άρωμα των πεύκων και των σκίνων, ξαπλώνοντας στο ασπρισμένο πεζούλι πάνω στα μπουφάν μας. Γκρεμιζόμασταν μέσα σε σιωπές που έμοιαζαν με ονειροπόληση, αν και θα μπορούσες να τις χαρακτηρίσεις χαύνωση και μαστουροσβήσιμο.
Ο Αλέξης αναλάμβανε την ξενάγηση στην επουράνια Μικρή Άρκτο. Αναρωτιόταν διαρκώς αν οι εξωγήινοι είχαν ανέσεις στα σπίτια τους ή αν γούσταραν να ζουν μέσα σε κρατήρες, ολόγυμνοι με τα πράσινα χεράκια και τα σχιστά τους μάτια. Ο Κωστής διέκοπτε τα παραμιλητά του Αλέξη επιστρέφοντας στο συνηθισμένο θέμα μας, στο πώς θα προσεγγίζαμε πιο ευφυώς τις Ξένες, αυτές που ενσάρκωναν το πλήθος των επιθυμητών για μας αμαρτιών.
Ήμασταν λοιπόν στο γνωστό μέρος με τα τσιμπούκια, τους αναπτήρες zippo και τα τζιν μπουφάν για τη νυχτερινή ψύχρα και τη μόστρα. Μας είχε όμως καταβάλει η ακεφιά από τις αλλεπάλληλες ήττες με τις Ξένες μας: εδώ και μήνες τα κορίτσια μάς έβρισκαν πληκτικούς και άγευστους, παιδάρια δίχως αυτοκίνητο κι ούτε καν ένα μηχανάκι της προκοπής, εφήβους πλασμένους για βασανιστικούς ποδαρόδρομους με ξερό στόμα να βρωμούν τα χνώτα μας στις τέσσερις η ώρα τη νύχτα. Η ερωτική αποτυχία είχε σκάψει μέσα μας ένα βαθύ πηγάδι στιφό νερό. Παίζαμε ως εκ τούτου με φτηνές, αυτοσχέδιες ουσίες στο αίμα. Ο Κωστής πρότεινε ένα πανί εμποτισμένο με βενζίνη καθαρισμού για βαθιές ανάσες. Ο Αλέξης έτριβε με το γουδοχέρι τα υπνωτικά χάπια tavor της μητέρας του και τα έριχνε μαζί με το χασίς σε έναν δανέζικο καπνό πίπας που τον είχε ανακαλύψει στο συρτάρι του πατέρα του. Αυτές οι συνεδρίες αυτοκαταστροφής και ο συναφής συνωμοτισμός της μαστούρας προλόγιζαν τις βόλτες μας που είχαν πια κάτι από απελπισμένη περιπολία σε αναζήτηση μιας νύχτας επιτέλους διαφορετικής.
Η δική μου ταπεινή συμβολή στην ομήγυρη ήταν να συνδέω τη ζωή μας με απόμακρα γεγονότα: ειδικός, ας πούμε, σε εξωτικές λέξεις από την κομμουνιστική παράδοση, αντιγραφέας φράσεων από δελτία ειδήσεων και πάντα πρόθυμος για μετατροπή της πραγματικότητας σε μυστικιστικό χρησμό. Ο καθείς το ταλέντο του, η μικρή δημοκρατία της παρανομίας τα περιείχε αλεσμένα όλα. Εκείνο όμως το συγκεκριμένο βράδι μας είχε πλακώσει η έλλειψη έμπνευσης. Είχαμε πει να το διαλύσουμε, μα να πάμε πού; Ο ύπνος δεν ήταν λύση και για μένα μάλιστα είχε επιπλέον το στοιχείο της ταπεινωτικής υποχώρησης. Τότε συνηθίζαμε να πέφτουμε για ύπνο μόνο όταν είχαν καεί άδοξα όλες οι σαρκικές δυνατότητες της νύχτας.
Είχαμε αράξει στο πεζούλι του ναΐσκου και στο πλάι μας κείτονταν το δάσος. Δεν μπορούσες να μπεις σε αυτό το ρουμάνι, ούτε είχες και λόγους αν δεν ήσουν αλεπού ή ζούμπερο. Κάπου πιο πέρα άσπριζαν σακούλες και κουφάρια πεταμένων ηλεκτρικών συσκευών, ένας σκουπιδότοπος σε ένα ξέφωτο του πευκοδάσους. Καλώδια, λάστιχα και σκουριασμένοι ντενεκέδες τυριών στόλιζαν από τότε την όμορφη, αγνή μας φύση.
Ακούτε ρε;
Τι είναι;
Ποντικονυφίτσα θα ’ναι, είπα, σαν να ήμουν βέβαιος πως αρχίζαμε πάλι να παίζουμε με τον φόβο. Η φούντα ανέβαζε τους παλμούς μας και η βενζίνα ζύμωνε άγρια τα εγκεφαλικά μας κύτταρα. Ο φόβος γινόταν ένας αξιοθαύμαστος μηχανισμός, με τη βοήθεια του οποίου αποκτούσαν κάποιο ενδιαφέρον τα στοιχειώδη αντικείμενα και οι μονόχνοτες υπάρξεις.
Μπορεί να’ ναι και τσάκαλος ή κάνα τσοπανόσκυλο, είπε σιγανά ο Αλέξης, ανάβοντας τον φακό του. Τα πεύκα απέναντι έστεκαν ασάλευτες, κοιμώμενες μορφές.
Ένας τύπος ερχόταν αργά προς το μέρος μας μέσα από τα αγκάθια και την αγριάδα: γενειοφόρος με μάλλινη προβιά στους ώμους, κάπως σαν τον Βόγλη στην ταινία αλλά να αγριεύεσαι. Σηκωθήκαμε σαν φαντάροι στην έφοδο του αξιωματικού, κρύβοντας όπως-όπως τα τσιμπούκια και το χόρτο στο αλουμινόχαρτο που τώρα έλαμπε πεθαμένο ψάρι σε μια ακρούλα.
Ο άγνωστος δεν μίλησε. Πήραμε να κοιταζόμαστε ενώ εκείνος μελετούσε φιλοπερίεργα την αναστάτωση που είχε προκαλέσει η απρόκλητη εισβολή της φαντασίας μας. Και αν τελικά δεν έπαιρνε τον λόγο, θα είχαμε μείνει με την εντύπωση πως σταθήκαμε θύματα μιας δασικής οφθαλμαπάτης. Τελικά ο καλόγερος συστήθηκε ως Γεδεών Καλλίμαχος και η φωνή του ήχησε απολύτως αληθινή και εξωονειρική. Θα μάς έκανε, είπε, τη μεγάλη παραχώρηση να μιλήσει στη σημερινή γλώσσα, γιατί αλλιώς δεν θα τον καταλαβαίναμε γιατί ερχόταν από άλλη εποχή.
Γεννήθηκα με το όνομα Τοντόρ Μπόγκα στις όχθες του Δουνάβεως, επί Σουλτάνου Ιμπραήμ του Τρελού που σεις δεν θα τον έχετε ακουστά. Εκεί μεγάλωσα μέχρι που μας έδιωξε όλους η μεγάλη αρρώστια. Τέσσερις οικογένειες βρεθήκαμε σε αυτήν την ερημία όπου δεν άκουες ανθρώπινη φωνή, μόνο λύκους που ολοφύρονταν. Ούτε εκατό ψυχές δεν είχε το νησί σας. Εδώ γύρω φυτοζωούσε μόνο ένας, με το όνομα Δημήτριος Κερασούντιος. Δυο μέτρα άνθρωπος, θα τον περνούσες για κάποιον απόγονο των Βαράγγων της Πόλης έτσι ξανθός και υπερυψωθείς που ήταν. Αυτός κήρυττε τις αιρετικές σοφίες του, πως η σωτηρία θα έλθει από τον τοκετό της ύλης και όταν πια θα έχουμε λασπωθεί εν όλω στην αμαρτία. Φτάνεις, έλεγε, στο ανώτερο φως αφού πρώτα κολυμπήσεις στο πιο βαθύ σκότος. Στη μοχθηρία βρίσκεις την αρχή της ιάσεως. Για αυτό σας λέγω τώρα πως και σεις που ζείτε παραβαίνοντας τα ιερά και τα όσια, εγγόνια και τρισέγγονα του άτιμου Κερασούντιου είστε. Σας έχει καβαλήσει η αίρεση αφού πιστέψατε πως θα λυτρωθείτε δαιμονιζόμενοι και ασχημονούντες στον οίκο του Κυρίου. Δαιμονιζόμενοι και ασχημονούντες!
Όση ώρα ο Καλλίμαχος μάς έκρινε αυστηρά σαν σπορές κάποιας αίρεσης, εμείς λουφάζαμε με σκυμμένα κεφάλια, παιδάκια που υπέμεναν την επίπληξη ενός στριφνού δασκάλου. Ούτε ξέραμε τι γύρευε από μας και για ποιο λόγο ένας πεθαμένος από το χίλια εξακόσια τόσο είχε πάρει την απόφαση να επέμβει στον ασήμαντο κύκλο μας. Εκείνες τις στιγμές τον φανταζόμουν να χτίζει το καλύβι του με λάσπη και άχυρο ή να ευλογεί το κοκκινόχωμα κάτω απ’ τις καστανιές και να καίει τα αγριόχορτα σιγοτραγουδώντας άσματα της φυλής του.
Πώς να του εξηγούσαμε ότι δεν είχαμε ιδέα από προφητείες και αιρετικά κηρύγματα; Το μόνο που μάς ένωνε με το ευσεβές πλήρωμα το δικό του ήταν η μέθη των λιβανιών και η γλυκιά μαστούρα των κεριών. Μάλλον θα θύμωνε περισσότερο αν του μιλούσαμε για κάποια δική μας πατέντα προσευχής και ησυχασμού. Θα σκεφτόταν πως είχε μπροστά του κάποιους αξιολύπητους που χρησιμοποιούν επί ματαίω τις πολύτιμες λέξεις για ευτελέστατους σκοπούς. Και τι άλλο είναι η αίρεση, παιδιά μου, από κενή μίμηση γνησίων λατρευτικών πράξεων και αγνών αισθημάτων;
Με κάτι τέτοια θα μας αποστόμωνε για τα καλά. Και την επόμενη στιγμή, πράγματι, ο Γεδεών Καλλίμαχος άρχισε να μας πετροβολάει με λέξεις που δεν τις καταλαβαίναμε εκτός ίσως από την πρώτη.
Πεπλανημένοι!
Αρνησίκοσμοι!
Φυγόθεοι!
Ολιγόφρενοι!
Μαγείας έρμαια και λαγνείας υποχείρια!
Μιάσματα της δοκησισοφίας!
Πορνοσοφιστές!
Ουρανόφοβοι!
Αυτή η τελευταία λέξη ήταν και η πιο τρομερή κατηγορία που μάς έσκισε στα δυο: επειδή μάς τρόμαζαν τα ουράνια προσπαθούσαμε να τα φέρουμε στα μέτρα μας οι έρημοι ποτίζοντας με δηλητήρια τα σπλάχνα μας. Προσποιούμασταν τους ένθεους και τους μετέχοντες στη Θεία Κοινωνία, ενώ είχαμε τα πιο ταπεινά κίνητρα και μόνο που καταναλώναμε τη φθορά του σαρκίου μας.
Δεν βαρεθήκατε βρε να ασχημαίνετε τη ζωή σας; ρώτησε στο τέλος, στρέφοντάς την πλάτη του, προτού χωθεί ξανά με ένα άλμα, στο στόμα του δάσους.
Το μεσημέρι της επομένης μάθαμε πως κάποιος είχε βάλει φωτιά στον σκουπιδότοπο. Στις δυο τα μεσάνυχτα οι φλόγες άρπαξαν ένα ψυγείο και κάτι κιτρινισμένα στρώματα που τα είχαν αποθέσει στον σωρό με τα οικοδομικά μπάζα μιας νεόδμητης ξενοδοχειακής μονάδας. Οι πυροσβέστες πρόλαβαν την πυρκαγιά ελάχιστα λεπτά προτού λαμπαδιάσουν τα μεγαλύτερα πεύκα, περιμετρικά της χωματερής. Έπειτα πήραμε την απόφαση να αφήσουμε το εκκλησάκι του Αγίου Χαραλάμπους στην ησυχία του. Πού όρεξη πια για ψαλμωδίες και θυμιατίσματα. Αργότερα, φοιτητής πια, ανακάλυψα σε κάποιο Λεξικό των Αιρέσεων το όνομα Δημήτριος Κερασούντιος και τις περιπέτειές του με τους Αδαμίτες της Βοημίας με τις ιδέες περί αγνότητας και μεταστροφής. Πιθανόν είχε επιλέξει το νησί μας για εγκατάσταση γιατί εκείνη την εποχή έρχονταν άνθρωποι από όλη την ηπειρωτική χώρα και τη Βαλκανική, κουβαλώντας μαζί τους το αίσθημα της καινούργιας αρχής. Όσο για τον Γεδεών Καλλίμαχο, αυτουνού δεν βρήκα το παραμικρό ίχνος στον κόσμο. Λένε εξάλλου πως η μοίρα των πρώτων οικιστών του κάθε τόπου είναι να διάγουν βίο αφανή και ανεξερεύνητο, επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο στις επόμενες γενιές να χτίσουν χωριά και πόλεις πάνω στη σκόνη από τα τριμμένα οστά των ιδρυτών.
⸙⸙⸙
[Από την ανέκδοτη συλλογή Κλέφτης στον κήπο. Ιστορίες από τον παλιό κόσμο. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Emil Gataullin. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]