κάτι σαν haiku
το τελευταίο καρπούζι
το φάγαμε
στην καρδιά του χειμώνα, εσύ
έφτυνες ανέμελος τα καφετί κουκούτσια, εγώ
τα κατάπινα ανυπόμονη
Όση ώρα περπατούσε με γυμνά πόδια στο ξύλινο πάτωμα κι αυτό εξέπεμπε μια θερμότητα –η οποία αρχικά της προκαλούσε θαλπωρή αλλά κατέληγε σε δυσφορία και κόπωση– αυτή σκεφτόταν να βγει έξω. Γνώριζε ότι ο ζεστός αέρας, που διαπερνούσε τις κουρτίνες του 4ου, στον οποίο ζούσε, κι έφτανε σαν μαλακό χαστούκι στο μάγουλο με την τάση να αφήνει κάποιο είδος αποτυπώματος στο δέρμα (ένα παντοτινό χαστούκι), θα διαχεόταν στον τσιμεντένιο και συνωστισμένο δρόμο, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια αναπνοής. Όμως, κατέβηκε. Η λαϊκή ήταν στα πόδια της κι αυτή επιθυμούσε από ώρα να αγοράσει ένα καρπούζι.
Γιατί το καρπούζι είναι δροσιά μέσα στο καλοκαίρι. Σταυρόλεξα λυμένα εκτός από μια, δύο, τρεις λέξεις. Βεράντα. Τριζόνια. Μια τηλεόραση που παίζει αγώνα μπάσκετ στο διπλανό δωμάτιο. Γέλια χωρίς νόημα. Γυμνές, τριχωτές, ξεδιάντροπες κοιλιές, εντελώς ακατάλληλες για να τις χαζέψεις στα περιοδικά. Αραιά και που, μέσα στον ζεστό λήθαργο και την ησυχία, το γάβγισμα ενός σκύλου που αν μπορούσε να μιλήσει δεν θα είχε να απαντήσει κάτι στην ερώτηση «γιατί» και μια φωνή, από το υπερπέραν, ως επίκληση στον θεό του καλοκαιριού και ως επιβεβαίωση ότι όλα αυτά θα κρατήσουν λίγο, πολύ λίγο.
Πόσο άραγε;
50; 60; 70; 80, αν είμαστε τυχεροί, χρόνια; Γιατί, τόσο περίπου δεν διαρκεί μια ανθρώπινη ζωή;
Κι αυτή ήθελε τόσο να αποκτήσει, για λίγο, όλα αυτά.
Γιατί το καρπούζι είναι η απόλυτη οικογενειακή, καλοκαιρινή τελετή. Είναι ο πατέρας που θα το φέρει σπίτι γιατί είναι αρκετά βαρύ. Η μητέρα, που θέλει να γκρινιάξει «δεν χωράει πουθενά, πού να το βάλω» μα δεν το κάνει γιατί ξέρει πως η οποιαδήποτε αντίσταση στο καρπούζι είναι ιεροσυλία απέναντι στο σύστημα που έχει αποφασίσει να υπηρετεί. Είναι οι ώρες προσμονής, αφού μπει στο ψυγείο, γιατί το καρπούζι τρώγεται μόνο παγωμένο. Είναι η πιατέλα γεμάτη κουκούτσια και τα πιρούνια, δύο, τέσσερα, ένα, πέντε, έξι, που κολλάνε παντού. Είναι οι φλούδες που μένουν μετά κι εσύ (θέλεις πολύ να μεγαλώσεις) κάνεις μάσκα ομορφιάς όπως η μεγάλη αδερφή.
Ήθελε τόσο να τα έχει όλα αυτά. Αψηφώντας τη ζέστη ακόμη και την πιθανότητα θερμοπληξίας, κατέβηκε στη λαϊκή και πήρε ένα. Μισό πήρε συγκεκριμένα γιατί τα χρόνια έχουν περάσει και οι οικογένειες είναι πιο μικρές ή δεν υπάρχουν καθόλου οικογένειες, μόνο κάτι άνθρωποι που μεγάλωσαν σε αυτές και ξέρουν και από καρπούζια και από καλοκαίρια και οι μανάβηδες τους τα κόβουν στη μέση.
Έτσι και αυτή, πήρε το μισό καρπούζι της κι ανέβηκε στον 4ο. Το έβαλε εύκολα στο ψυγείο και περίμενε. Κι εκεί που περίμενε, θυμήθηκε.
Ένα καλοκαίρι που η μητέρα είχε φύγει από το σπίτι με την αδερφή κι αυτή είχε μείνει πίσω με τον πάτερα. Κι ενώ το σπίτι ήταν ίδιο δεν έμοιαζε με αυτό. Κάπως τα μαξιλάρια του καναπέ –είχαν αποκτήσει ένα περίεργο μουσταρδί χρώμα– την κοίταζαν περιφρονητικά, το τραπέζι είχε κοφτερές γωνίες –ένα βράδυ σκίστηκε το μπούτι της σε μια από αυτές–, το μπάνιο μύριζε διαφορετικά αν και τα πλακάκια ήταν ολόιδια, το κρεβάτι της ήταν σίγουρα πιο στενό, πιο άβολο, εντελώς ακατάλληλο να αναπαυθείς σε αυτό και οι πόρτες, όταν πήγαινες να τις ανοίξεις, αντιστέκονταν. Σχεδόν δεν άνοιγαν!
Οι μέρες περνούσαν και το σπίτι μεταμορφωνόταν ολοένα. Οι τοίχοι έβγαζαν μια περίεργη γκρι σκόνη, νόμιζε πως θα την άλειφε στα χέρια, θα έπιανε το ακόντιο, θα έκανε άλμα εις ύψος και θα το δρασκέλιζε για πάντα. Όμως, όχι. Η σκόνη δεν είχε άλλες ιδιότητες. Τα παντζούρια ήταν μονίμως κλειστά και στο δωμάτιο των γονιών δεν έμπαινε. Γιατί μια φορά που μπήκε να κοιταχτεί στον καθρέφτη νόμιζε πως είδε τη μητέρα της να κλαίει κάτω από τη σιδερώστρα. Και δεν την παραξένεψε το γεγονός ότι έκλαιγε όσο ότι είχε γίνει γιαγιά νάνος.
Τώρα που τα σκέφτεται, πρέπει να υπήρχε κι ένα καρπούζι στο ψυγείο καθώς και διάφορα άλλα τρόφιμα κι αντικείμενα, όμως η κουζίνα έτσι ήσυχη με το βαρύ, σουηδικό τραπέζι στο κέντρο, έμοιαζε με φάρσα.
«Τι παράξενο σπίτι!» συλλογιζόταν κι έπειτα αποφάσιζε πως σε λίγο θα έφτιαχνε τη βαλίτσα της και θα γύρναγε πίσω, στο κανονικό της σπίτι. Όμως, οι μέρες περνούσαν. Η μητέρα και η αδερφή δεν έρχονταν. Όχι πως τις χρειαζόταν. Απεναντίας, τι να τις κάνει μέσα σε αυτό το σπίτι που δεν ήταν το σπίτι τους και το μόνο πράγμα που είχε μείνει ίδιο και απαράλλακτο ήταν –ποιος είναι αυτός πίσω από το γραφείο;– ο πατέρας.
Καλά, δεν είχε κανένα πρόβλημα με όλο αυτό. Κανένα.
Πραγματικά, δεν την ένοιαζε. Ήταν μόνο να απορεί κανείς. Εξάλλου σιγά, πόσες ώρες ζούσε τελευταία σε αυτό το ξένο μέρος; Όχι, αυτή ήταν καλά. Έκανε τη ζωή της και σύντομα θα έφευγε για πάντα από εκεί. Δεν την ένοιαζε καθόλου.
Μόνο ένα βράδυ, όπως γύρισε και είδε πως δεν ήταν κανείς μέσα, άνοιξε το ψυγείο, είδε το καρ-πούζι και χωρίς να το σκεφτεί, πήρε ένα κουτάλι και το έσφαξε. Το κατακρεούργησε. Το χτύπαγε με λύσσα στην καρδιά και το έκανε κομμάτια. Χύθηκαν στον πάγκο κόκκινα ζουμιά και σπόρια. Κατάπιε γρήγορα τέσσερις μεγάλες, αμάσητες κουταλιές και το έβαλε πίσω. Μάζεψε τον πάγκο και πήγε απευθείας στο κρε, στο κρ –ούτε τη λέξη δεν μπορούσε να προφέρει– στο κρεβάτι της. Δεν ήθελε κάτι άλλο.
Την επόμενη μέρα βέβαια έγινε κάτι πολύ παράξενο. Δεν έφτανε που το σπίτι είχε αλλάξει εντελώς και οι τοίχοι είχαν αρχίσει να γκρεμίζονται, ήταν κι ένας άντρας που προσποιόταν τον πάτερα της και της φώναζε που έκανε έτσι το καρπούζι και πόσο εγωίστρια είναι που έφαγε την καρδιά και το άφησε έτσι, σε αυτό το χάλι, να το κάνει τι αυτός; Της είπε κι άλλα πολλά αυτός ο άγνωστος. Πως πρέπει να ρωτάμε, να μην τρώμε ολομόναχοι την καρδιά του καρπουζιού και να σκεφτόμαστε τους άλλους σε ένα σπίτι, μα τι σπίτι, μα ποιο σπίτι!
Αυτά θυμήθηκε στον 4ο, στο σπίτι της, που μεταξύ μας, ούτε κι αυτό ήταν σπίτι της, ούτε ποτέ της είχε σπίτι, έχει αυτό το παράπονο από τον εαυτό της, να μην μπορεί να αναγνωρίσει ποτέ κανένα σπίτι της για σπίτι της. Και πιστέψτε με, κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες και πολύ συχνά με υπερβάλλοντα ζήλο, για να νιώσει το σπίτι της, σπίτι της. Κι αυτό το μισό καρπούζι μέσα στο ψυγείο, τι κάνει εκεί μέσα;
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Στέλλα Σερέφογλου. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]