Άγγελος Καλογερόπουλος, Θέρος, τρύγος, πόλεμος. Ακολουθία ποιημάτων και τραγουδιών, Εν πλω, Αθήνα 2024.
Ένα μικρό σε μέγεθος και μεικτό στον χαρακτήρα του ποιητικό βιβλίο έρχεται για να συστήσει στο αναγνωστικό κοινό ο ποιητής και μουσικός Άγγελος Καλογερόπουλος. Ένα βιβλίο που αποτελείται από ποιήματα, άλλα από τα οποία προορίζονται για ανάγνωση και άλλα για μελοποίηση, επικυρώνοντας έτσι την ταλάντευση του ποιητή ανάμεσα στην ποιητική γραφή και τη μουσική ή, μάλλον, τη στάθμευσή του σε ένα ενδιάμεσο σημείο από το οποίο ξεκινά για να ακολουθήσει τις δύο αυτές διαφορετικές μεταξύ τους –αλλά αναγόμενες σε μια κοινή αρχή- κατευθύνσεις. Ο τίτλος του βιβλίου, Θέρος, τρύγος, πόλεμος, είναι ενδεικτικός του προσανατολισμού του ποιητή και της εκκίνησής του από μια περιοχή όπου η λαϊκή θυμοσοφία και εκφραστική έχουν τον πρώτο λόγο. Οι τρεις αυτές λέξεις που συναντιούνται εδώ παραπέμπουν σε μια κατάσταση ανάγκης, μια συνθήκη θολή και ταυτόχρονα κρίσιμη που απαιτεί την κινητοποίηση όλων. Αυτό, άλλωστε, είναι κάτι που ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει στο προλογικό κείμενο του βιβλίου του, όπου τίθεται με άκρα ευθύτητα ο προβληματισμός του σχετικά με την ύπαρξη ή όχι του συλλογικού πνεύματος που αποτελεί τη μόνη οδό για την ευημερία του ανθρώπου.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη καθένα από τα οποία φέρει, ως υπότιτλο, και μια από τις λέξεις του τίτλου. Στην πρώτη ενότητα, τα ποιήματα πλέκονται γύρω από μια γυναικεία μορφή με χαρακτηριστικό της γνώρισμα τα ξανθά μαλλιά και το σταρένιο δέρμα. Η μορφή αυτή τοποθετείται μέσα σε ένα σκηνικό καλοκαιρινό, μέσα σε μια διάθεση ανάμεικτη από γλυκασμό και πόνο που προκύπτει ακριβώς από την αίσθηση του οικείου και του άπιαστου μαζί, από την έλξη και την άπωση στην οποία υπόκειται ο ποιητής σε σχέση με το ερέθισμα αυτό που είναι, πρωτίστως, δημιουργικό. Στα ποιήματα της ενότητας αυτής μπορεί κανείς να επισημάνει μια σειρά από ρομαντικές, συμβολιστικές και υπερρεαλιστικές πινελιές που, παρά τη συνύφανση και τη συναρμογή τους, διαμορφώνουν ένα αποτέλεσμα από τα πιο οικεία και φιλικά προς τον αναγνώστη, ο οποίος εισέρχεται αμέσως στην ατμόσφαιρα και το κλίμα, το τόσο μεστό από έναν ερωτισμό που έχει αφετηρία, κέντρο και απόληξή του τα μάτια.
Το μήλο της εσπέρας
Έλεγα πάντα πως μ’ αρέσουν οι μελαχροινές, ⁎ μα κατά
βάθος ζητούσα πάντα μια ξένη ξανθιά σαν και σένα, ⁎ με
δέρμα σταρένιο· ⁎ να θαυμάζω τους τρόπους σου, ⁎ να
αφήνομαι στα λεπτά δάχτυλά σου, ⁎ να με ναρκώνει το
άρωμά σου, ⁎ να μαθαίνω τη γλώσσα σου στα υγρά σου
φιλιά, ⁎ να γίνεται ο έρωτας ιδανικός. Ν’ ακολουθώ την
αθώα σου ευγένεια, ⁎ τα έκπληκτα μάτια σου ⁎ καθώς
ανασύρουν τα τοπία του δικού μου βυθού, ⁎ το θυμωμένο
μουτράκι σου καθώς με βάζει σε τάξη.
Με κοιτάζεις στα μάτια. Κι ας είναι τα μάτια μου θολά.
Βρίσκεις τον τρόπο να καθαρίζεις
και τη δική μου ματιά.
Μόνο που δεν καταδεχτήκανε ποτέ τα μάτια σου
ν’ ανοιχτούν
στη δική μου ματιά.
Στη δεύτερη ενότητα, τον «Τρύγο», τα ποιήματα διαδέχονται το ένα το άλλο σαν μια σειρά στιγμιοτύπων ή σκηνών που εκτυλίσσονται σε διάφορα μέρη – στη σχολική τάξη, στη διάρκεια μιας λιτανείας, σε πολυκατοικίες, διαδηλώσεις, νοσοκομεία και λαϊκές αθηναϊκές γειτονιές. Εδώ ο τόνος παραμένει προσωπικός, με έναν άλλο, όμως, τρόπο. Ο ποιητής μοιάζει να περιηγείται και να συλλέγει το υλικό του από διάφορους τόπους και χρόνους του εγκόσμιου γίγνεσθαι, από διάφορα πρόσωπα και μορφές, συνήθως γνωστές και οικείες. Ή, μάλλον, το αντίστροφο. Γιατί, καθώς διαβάζει κανείς, δημιουργείται η υποψία ότι ο ποιητής, έτσι όπως περιφέρεται, δεν αντλεί το υλικό του, αλλά εναποθέτει ο ίδιος τα διάφορα στοιχεία που συγκροτούν το περιβάλλον και τον χωροχρόνο των ποιημάτων. Είναι μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα άποψη για τη δημιουργία αυτή, που φανερώνει και μια διαφορετική ποιητική – την ποιητική της ζωής αυτή τη φορά. Ο Καλογερόπουλος εξέρχεται της τέχνης του και πλάθει πραγματικές σκηνές μέσα στις οποίες φωλιάζει ο ίδιος ως δημιουργός, σκηνοθέτης και ενορχηστρωτής της κίνησης στην οποία υπόκειται ο άνθρωπος και ο κόσμος.
Στην ενότητα του «Πολέμου», το κλίμα και η ατμόσφαιρα αλλάζουν. Ίχνη από πόλεμο και καταστροφή κάνουν την εμφάνισή τους και διαμορφώνουν μια άλλη διάθεση και μια άλλη σχέση ανάμεσα στον ποιητή και το δημιούργημά του. Γιατί αυτός μοιάζει άλλοτε αδύναμος και μόνος μπροστά σε όλα βλέπει να διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια του και άλλοτε απομακρυσμένος από ένα δράμα που αισθάνεται ότι εκτυλίσσεται όχι πια γύρω του, αλλά μέσα του.
Εκεί μακριά κινούνται κάποιες σκιές.
Τα καραβάνια των παλιών ταξιδευτών.
Κάπου πηγαίνουν και δεν βλέπω πού.
Εκεί μακριά στο μισοσκόταδο του χρόνου μου
κινούνται άνθρωποι που δεν τους γνώρισα ποτέ.
Κι όμως κινούνται μέσα μου.
Το ποίημα γίνεται, λοιπόν, παραδοχή και, μαζί, μια διαμαρτυρία, μια προσωπική διαμαρτυρία η οποία μοιάζει να αρθρώνεται υπόγεια, υπόκωφα, γι’ αυτό και τόσο δυναμικά – διεκδικητικά μιας συνθήκης που θα αλλάξει τον άνθρωπο, θα αλλάξει, όμως, και τον κόσμο. Ο Καλογερόπουλος αφήνεται στην ποίηση, όπως αφήνεται κανείς σε μια σανίδα σωτηρίας, η οποία ξέρει καλά πως θα τον αφήνει να κοιτά, έστω και από μακριά, έστω και μέσα στη θάλασσα της φρίκης, έναν καθαρό, έναν καινούργιο ορίζοντα.
Εμβόλιμα στις ενότητες των ποιημάτων ο ποιητής παραθέτει κάποια τραγούδια που κερδίζουν αμέσως τον αναγνώστη με την ηδύτητα, την απλότητα, τη ζεστασιά των στίχων τους. Άλλοτε διατυπωμένα ως παράπονο, άλλοτε εμφορούμενα από μια παιγνιώδη διάθεση, άλλοτε εξομολογητικά και άλλοτε περισσότερο εξωστρεφή, τα τραγούδια αυτά ποικίλλουν τη συλλογή και διαμορφώνουν ένα ανακουφιστικό διάλειμμα για τον αναγνώστη. Ο τελευταίος μεταφέρεται, έτσι, από το έδαφος της ποίησης στο έδαφος της μουσικής για να διαπιστώσει τη διαφορά της ποιότητας του λόγου όταν αυτός προορίζεται, από τη μία, για ανάγνωση και, από την άλλη, για ακρόαση. Το υπόβαθρο, βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση είναι το ίδιο, η απόληξη όμως καθεμιάς από τις δύο πορείες διαφέρει και έχει σημείο αναφοράς τον αποδέκτη του στίχου. Γιατί αυτός άλλοτε οδηγείται σε μια συνειδησιακή πρόσληψη και αποτίμηση και άλλοτε σε μια αισθητηριακή εμπειρία – πάντα όμως με όχημα και κινητήριο δύναμη τον λόγο, τον ποιητικό λόγο που συνιστά πάντα ένα κέντρισμα στην ανθρώπινη ύπαρξη να αναμετρηθεί με το σύνολο των πτυχών που τη συναποτελούν και τη διαμοιράζουν.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Maciej Pawelec. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]