frear

Για το βιβλίο του Δημήτρη Βούλγαρη «Οι Ένοικοι των Ημερών» – γράφει ο Άκης Παραφέλας

Χρόνος, τόπος, ήχος κατοικίας
Δημήτρης Βούλγαρης, Οι ένοικοι των ημερών, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 2023.

Πιάνω συχνά τον εαυτό μου να κοιτάζω τα κλειστά παράθυρα των σπιτιών. Προσφέρουν πάντα μια ευκαιρία για ένα παράξενο παιχνίδι. Να αρχίσει, δηλαδή, κανείς να φαντάζεται τι μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτά. Μια ζωή που φωλιάζει, αναπαύεται και πολλαπλασιάζει την τρυφερότητα; Μια ζωή που παθαίνει, φθείρεται και σαπίζει; Μια μοναξιά; Ένας άδειος και παγωμένος χώρος; Ή μήπως πίσω από τα παράθυρα καραδοκούν απλά και αναπάντεχα άλλα παράθυρα. Κλειστά και αινιγματικά, και. Πίσω από αυτά, άλλα και άλλα, εκτοξεύοντας τα παραπάνω ενδεχόμενα ως το άπειρο, καθιστώντας όλες τις υποθέσεις εφικτές; Και όταν καταλήγω στη σκέψη αυτή, τότε δεν ξέρω, εάν αυτό που με καταλαμβάνει είναι στ’ αλήθεια τρόμος ή μια μικρή ελπίδα. Κι αναρωτιέμαι, εάν πρέπει να κοιτάξω αλλού –χωρίς καμιάν απάντηση– και να συνεχίσω να προχωρώ. Όμως, προς στιγμήν, δεν θα το κάνω αυτό. Αντίθετα, θα σκεφτώ πως όλα αυτά τα παράθυρα που ακολουθούν κατά πόδας την «αρχή ματριόσκα», δεν μπορούν, τουλάχιστον για τώρα, παρά να ξεφλουδίζουν ως ένα ορισμένο σημείο. Ένα σημείο που θα υπάρχει κάπου ακουμπισμένο, οπουδήποτε, το βιβλίο του Δ. Βούλγαρη. Οι Ένοικοι των ημερών. Που αποτυπώνει στο εξώφυλλό του, αυτήν ακριβώς την εικόνα.

Οι Ένοικοι των ημερών, μάλλον, είναι περισσότερο μια κλασική ποιητική συλλογή 33 ποιημάτων, και λιγότερο μια ποιητική σύνθεση, παρά το γεγονός ότι στην αρχή συναντούμε τίτλους όπως «Γέννα» και «Κληρονομιές», ενώ στο τέλος έναν «Πρόχειρο Απολογισμό» και ένα «Υστερόγραφο», τίτλους δηλαδή που προδίδουν την ύπαρξη μιας ορισμένης λογικής στη διάταξη των κειμένων. Κάποτε, αισθάνομαι, οι ποιητικές συλλογές αγκαλιάζουν εν τέλει με μεγαλύτερη ένταση τη σύγχρονη συνθήκη ενός κομματιασμένου καιρού και πάντως. Αντιστέκονται πιο αποτελεσματικά σε εύκολα και γενικευτικά ερμηνευτικά σχήματα. Θα ακολουθήσω αυτή τη γραμμή, και μην έχοντας κανέναν εύκολο χαρακτηρισμό, θα καταφύγω στις ερωτήσεις. Σ’ εκείνες τις ερωτήσεις, που με την ελευθερία του παιχνιδιού, προσπαθούν να συσχετίσουν κάτι με κάτι άλλο, ώστε να ιδρύσουν τις πιο απρόσμενες συνάφειες. Ξεκινώ, λοιπόν, και ρωτώ: Τι θα ʼταν άραγε το βιβλίο του Βούλγαρη, εάν ήταν τόπος; Τι θα ʼταν, εάν ήταν χρόνος; Κι ακόμα: Αν ήταν ήχος, τι ήχος θα ʼταν; Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντάς το αντιστέκομαι στην αυθαιρεσία των οριστικών απαντήσεων, όμως. Ας πούμε κάπως πρόχειρα ότι νιώθω πως: Αν ήταν τόπος, θα ‘ταν σίγουρα άδειος και μόνος στην αρχή. Αν ήταν χρόνος, τότε θα ʼταν κιόλας νύχτα, ενώ. Ο ήχος ούτε καν θα έμπαινε στη συζήτηση. Θα υπήρχε σιωπή, ή έστω. Η σιωπή θα ʼταν πολλές φορές ο στόχος. Και όλα αυτά για να είμαι ειλικρινής λίγο με δυσκολεύουν. Και γι’ αυτό πρέπει μάλλον να βρω τρόπο, να φέρω το βιβλίο κι άλλο στα μέτρα μου. Εξάλλου, αν θέλω να αποφύγω τους φιλολογισμούς, το μόνον που μπορώ να κάνω είναι να μιλήσω για τη μικρή ιστορία της δικής μου ανάγνωσης. Αυτό μπορώ να κάνω, αν θέλω να πω την αλήθεια. Τουλάχιστον, αρχικά, μιας και. Τίποτα δεν μου έχουν κάνει τα ψέματα σε επίπεδο αρχής, και σε αυτό θα επιστρέψω.

Ψάχνω, έτσι, να βρω ένα πρώτο νήμα. Και σκοντάφτω γρήγορα γρήγορα στην αφιέρωση που προηγείται των ποιημάτων. Λέει: «σε ό,τι μένει». Δεν είμαι σίγουρος σε τι αναφέρεται εδώ ο Βούλγαρης, μα. Ομολογώ, το ρήμα μένω ταιριάζει γάντι με τον τίτλο της συλλογής. Τούτους τους αόριστους και ανώνυμους ενοίκους που κατοικούν τις μέρες. Στέκομαι σε αυτόν τον πρώτο συνειρμό και έχω μπροστά μου κάποιους που μένουν σε ένα σπίτι, και μάλιστα με μισθωτήριο συμβόλαιο, για να μην ξεχνάμε και το ζήτημα της ιδιοκτησίας. Το σπίτι ως σημείο και ως μεταφορά έχει και αυτό την πορεία, τις σημασίες και τις μεταμορφώσεις του μέσα στη λογοτεχνία. Για παράδειγμα: Σπίτι είναι οι τοίχοι που μένω, ναι. Αλλά. Σπίτι είναι και ο τόπος, η πόλη όπου νιώθω ν’ ανήκω. Σπίτι είναι οι άνθρωποι ή το μέρος όπου νιώθω ασφαλής. Η φωλιά, η σπηλιά μου, μα και. Το σώμα μου το ίδιο. Και αντίστροφα, σπίτι είναι και φυλακή, και ασφυξία. Σπίτι είναι και βία και φυγή, και κάποτε τοίχοι που πέφτουν. Μα τέλος πάντων, όταν κάνουμε λόγο για σπίτι, μιλάμε συνήθως για ένα ορισμένο, σταθερό σημείο. Έτσι δεν είναι; Εάν ναι, τότε πώς στο καλό παίζουν αυτόν τον ρόλο οι ημέρες των Ενοίκων του Βούλγαρη. Πώς κατοικεί κάποιος τις μέρες; Το μόνον που δεν μπορεί να κάνει ο χρόνος είναι να μένει σταθερός κι ακίνητος. Ούτε καν ως παρόν δεν μπορεί, έστω για λίγο, να σταθεί, σύμφωνα με τη γνωστή μπερξονική αντίληψη, εκείνη που τον θέλει να είναι μονάχα διάρκεια.

Ο χρόνος διατρέχει από άκρη σ’ άκρη το βιβλίο του Βούλγαρη («Κι ο χρόνος είναι λιγοστός. / Και πρέπει να προφτάσουν όλα / Να συμβούν»), και πράγματι δεν εγκλωβίζεται μέσα σε λέξεις και σελίδες. Είναι κι εδώ ασταθής και ρέει. Ωστόσο, υπάρχει ένας κίνδυνος. Αν κάνουμε ν’ αφήσουμε τον χρόνο στα χέρια των «χαρτογιακάδων» και των «γραφειοκρατών», που αναφέρει στους στίχους του ο Βούλγαρης, τότε ο ίδιος χρόνος μπορεί να αρχίσει να παριστάνει τον γραμμικό και τον ιλιγγιώδη. Να γίνει χρόνος ταχύς και νεοφιλελεύθερος. Τέτοιος που να μην αφήνει ούτε στιγμή μιαν ανάσα να ανασάνει. Τέτοιος που να ομνύει μόνον στην εξέλιξη και στην επίτευξη στόχων, απαγορεύοντας σαφώς να υπάρξει κανείς στην εμπειρία. Τέτοιος που θα κάνει, σύμφωνα με τον φιλόσοφο Hartmut Rosa (και ας πούμε έναν από τους Ενοίκους), τη ζωή να μοιάζει με κάτι που ζούμε χωρίς να το ζούμε. Να μοιάζει, με άλλα λόγια με έναν θάνατο – της επιθυμίας, της καύλας, των σχέσεων ή ό,τι θέλετε, και. Την ίδια στιγμή με μια ύπαρξη μηχανική και αφόρητη. Εάν αυτές οι μέρες έχουν γίνει ο τόπος, το σπίτι των Ενοίκων, τότε πρέπει να το πούμε, το μεσιτικό τους γραφείο τους ξεγέλασε για τα καλά. Γιατί οι μέρες αυτές δεν βαστούν τίποτα. Και μάλλον οι τοίχοι θα τρίζουν και η γη θα ερημώνει, με την πιο σκληρή ερημιά, αυτή του σώματος.

Και το βιβλίο του Βούλγαρη, νομίζω, προειδοποιεί για τον κίνδυνο αυτόν – εντοπίζοντάς τον σε χίλια δυο σημεία. Συγκεκριμένα, στους στίχους βρίσκω να γίνεται λόγος για έναν τόπο «ανήλιαγο» ή μάλλον για μια πόλη γεμάτη «παράφορα πεζοδρόμια», «κωλόμπαρα», «λεωφορεία», «σκυθρωπούς ανθρώπους», «σταυρούς φαρμακείων». Μια πόλη μ’ ένα «παλιό νεκροταφείο», «κρυμμένη πίσω από την αυταπάτη / μιας λίγης πραγματικότητας». Με δημόσιους υπαλλήλους, σκυλιά που γαυγίζουν, τενεκεδάκια που τα παίρνει ο αέρας και ματαιόδοξους περαστικούς που αδειάζουν με τη ματαιοδοξία τους τούς δρόμους της, κάνοντας τη φύση πραγματικά νεκρή. Με άλλα λόγια. Υπάρχει κάτι που σαρώνει τον οικείο τόπο. Και το ίδιο συμβαίνει, όταν μεταφερόμαστε από την πόλη στο σπίτι. Το σπίτι υπάρχει μέσα στα ποιήματα κυρίως μετωνυμικά, μέσα δηλαδή από την αναφορά επιμέρους χώρων ή αντικειμένων του. Έτσι και πάλι, πέρα από τα «ερείπια μιας πολυώροφης πολυκατοικίας», συναντώ ένα «μακρόστενο, χάρτινο δωμάτιο», που απλά κάνει «τον κίνδυνο να αντέχεται», μια «θλιμμένη κουζίνα», «ένα ξεσκισμένο στρώμα», «τα χρώματα στους τοίχους που αυτοκτονούν», ένα αφημένο «τασάκι στο κομοδίνο», ένα «μπαλκόνι», «ταράτσες με ασπρόρουχα που μοιάζουν πιο πολύ με ρούχα για μνημόσυνο», και. Όλα αυτά, εμένα τουλάχιστον, δεν μπορούν παρά να μου μεταδίδουν κάτι το ασφυκτικό, έναν κόσμο ολόκληρο – και όχι απλά ένα σπίτι – που βρίσκεται νανοδευτερόλεπτα πριν την ιστορική του κατάρρευση. Και αυτό έχει τρόμο και κάτι άλλο. Μια προκαταβολή πένθους που διατρέχει την ατμόσφαιρα όλου του βιβλίου.

Διατρέχει κάθε επιφάνεια, ακόμη και το δέρμα, το σώμα του ποιητικού υποκειμένου που μιλά, όσο διαβάζω. Γιατί, είναι και το σώμα ένα σπίτι, και σαν τα σπίτια μπορεί και αυτό να ρημάζει, έως ότου ν’ αδειάσει για τα καλά. Η εικονοποιΐα των ποιημάτων του Βούλγαρη είναι σε αρκετά σημεία εντυπωσιακή, μα αν κάτι την ξεχωρίζει ιδιαίτερα, είναι η τάση της να σωματοποιεί το ποιητικό γεγονός. Γι αυτό κι εγώ –ίσως αυθαίρετα– ταυτοποιώ εδώ ως έναν ακόμα Ένοικο και τον Pessoa, ντυμένο με τα ρούχα του Αλμπέρτο Καέιρο, να λέει: «Σκέφτομαι με τα μάτια και τ’ αυτιά / τα χέρια και τα πόδια / τη μύτη και το στόμα», δίνοντας έτσι έναυσμα στο ποιητικό υποκείμενο του Βούλγαρη να πει και αυτό: «Ένα φθηνό μεθύσι» «λαμβάνει χώρα μέσα στα εντόσθια», στα «μπαλκόνια κρέμεται το δέρμα», ο «σφυγμός γεμίζει τον λαιμό», «η πέτσα ξεφτίζει στους αγκώνες», το κόκαλο «τρίζει ως κάτω στα νύχια», ώσπου: «Υπάρχει ένα τυφλό σημείο / Όπου ο πόνος ξεπερνάει την οργή / Και το σώμα / Μοιάζει πλέον παράλυτο αλφάβητο / Που σέρνεται οικειοθελώς στην άκρη». Σε αυτό το ποιητικό σύμπαν, νομίζω είναι καθαρό, η ποίηση θέτει ως στόχο της να γραφτεί μέσα στις φλέβες. «Ορθώνεται μέσα από ζόρικο αίμα», και ο Κόσμος, «άδειος και θολός» συνεχίζει το σημειωτόν του πάνω στις σάρκες.

Αξίζει, νιώθω, να σταθώ σε αυτή τη λέξη. Στη συλλογή, η λέξη κόσμος, άλλοτε συναντάται με γράμμα μικρό, αναφερομένη μάλλον στο πλήθος των ανθρώπων, και άλλοτε με κεφάλαιο αποκτώντας μια πιο συνολική, υπαρξιακή διάσταση. Τα δύο αυτά στοιχεία, ωστόσο, συναιρούνται για μια στιγμή στο ποίημα «Παρακαταθήκη», όπου διαβάζω: «Ένας Κόσμος αποσύρεται. // Μια ολόκληρη γενιά εγκαταλείπει το μέλλον». Και δεν μπορώ παρά να κατανοήσω αυτούς τους στίχους σαφώς πολιτικά, όμως. Αναρωτιέμαι. Εάν η γενιά που αναφέρεται ο στίχος αποτελείται από τους Ένοικους των ημερών, μπορούμε άραγε να διεκδικήσουμε και εμείς μια θέση ανάμεσά τους, παρότι οι Ένοικοι παραμένουν στανικά σε όλα τα ποιήματα ανώνυμοι και ανιστορικοί; Νομίζω κάτι τέτοιο μου επιτρέπεται και το λέω αυτό κοιτώντας τα ποιήματα «Κληρονομιές» και «Ερώτηση κρίσεως», όπου γίνεται χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου. Κοιτώντας ακόμα και τη φράση «κάποιος εμείς» του ποιήματος «Ένα ποτό ακόμη, Γιατρέ μου».

Μα κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο, μιας και. Κάθε προσπάθεια ταύτισης συνεπάγεται, με μια περίεργη αντίφαση, και μια μετατόπιση. Το να γίνω και εγώ ένας κάποιος εμείς, σημαίνει να τοποθετηθώ κι εγώ στον τόπο των ποιημάτων, σε έναν τόπο σκληρό, ένα σπίτι καταρρέον και ένα σώμα που πονά. Σε μια ζωή που δεν ζω ή ρωτάω συνέχεια, αν αντέχω να ζω. Και θυμάμαι τώρα πάλι ένα απόσπασμα από ένα άλλο βιβλίο, την Εκμηδένιση του γνωστού, στριφνού Houellebecq, που σίγουρα δεν θα το συμπεριλάμβανα ανάμεσα στους Ενοίκους, αλλά αυτό από μόνο του δεν σημαίνει κάτι. Στο απόσπασμα αυτό συναντάμε ένα ζευγάρι, την Πρυντάνς και τον ετοιμοθάνατο Πωλ, αφού έχουν κάνει μόλις έρωτα. Διαβάζω:

«Κουλουριάστηκε πάνω του, μετά τον ρώτησε, ή του είπε, δεν ήταν σίγουρος αν ήταν ερώτηση: ‘’Δεν ήμασταν και πολύ φτιαγμένοι για να ζήσουμε ε;’’. Ήταν θλιβερή σκέψη, την ένιωσε έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Ίσως τελικά ο κόσμος να είχε δίκιο, σκέφτηκε ο Πωλ, ίσως να μη είχαν καμία θέση σε μια πραγματικότητα που απλώς την είχαν διασχίσει με μια τρομαγμένη ακατανοησία. Όμως είχαν φανεί τυχεροί, πολύ τυχεροί. Για τους περισσότερους ο δρόμος αυτός ήταν, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, μοναχικός. ‘’Δεν νομίζω πως ήταν στο χέρι μας ν’ αλλάξουμε τα πράγματα’’, της είπε τελικά. Φύσηξε ένας παγωμένος αέρας, την έσφιξε πιο δυνατά πάνω του. ‘’Όχι, γλυκέ μου’’. Τον κοιτούσε στα μάτια, μ’ ένα μισό χαμόγελο, αλλά μερικά δάκρυα γυάλιζαν στο πρόσωπό της. ‘’Θα μας χρειάζονταν παραμυθένια ψέματα’’».

Στέκομαι σε τρία σημεία. Το πρώτο έχει να κάνει, φυσικά, με τη δυνατότητα να αλλάζουν τα πράγματα. Ο συντηρητικός Houellebecq βιάζεται, βέβαια, να σκοτώσει όπως όπως μια τέτοια δυνατότητα, ωστόσο. Αυτή δεν παύει να τίθεται πεισματικά, ακόμη και ως έλλειψη, ακόμη και σαν κάτι που δεν βιώθηκε, είτε τούτο μπορούσε να συμβεί είτε όχι. Και τούτη τη δυνατότητα, έστω με άλλη μορφή, πιστεύω την συναντώ και στο βιβλίο του Βούλγαρη, όταν στο ποίημα «Παραλληλότητες» λέει: «Πολύ φοβάμαι / Όλα μου τα χρόνια / Σ’ αυτόν τον Κόσμο // Θα τα περάσω αφοσιωμένος / Σ’ έναν άλλο».

Το τρίτο σημείο, και προσπερνώ επίτηδες το δεύτερο για λίγο, είναι η τελευταία φράση: «Θα μας χρειάζονταν παραμυθένια ψέματα». Εδώ υποσχέθηκα και στην αρχή πως θα επανέλθω. Τι κακό έχουν τα ψέματα, εάν είναι μάλιστα παραμυθένια; Αν παρότι ψεύτικα ψέματα, επιδρούν με τρόπο πραγματικό, πολύ πραγματικό στη ζωή, καλύτερα από την ίδια την πραγματικότητα, και μας βοηθούν, αν όχι να την αλλάξουμε, τουλάχιστον να τη ζήσουμε αλλιώς; Ή πιο φιλόδοξα, μας κάνουν να φανταζόμαστε έναν Κόσμο που «γεννήθηκε για να εκκολάψει / Τη νίκη μας», όπως ίσως αυθαίρετα πλησιάζω εξίσου αλλιώς έναν άλλον στίχο του Βούλγαρη. Και ποιος στο τέλος τέλος αποκαλεί τα ψέματα ψέματα; Με τι σκοπιμότητα; Μα, αν όλα αυτά φαίνονται σε κάποιους μεγάλα και αστήριχτα, ας είναι τουλάχιστον, να μην είναι τα πράγματα τόσο μοναχικά. Γιατί για εμένα, μερικές από τις πιο βαθιά πολιτικές στιγμές των Ενοίκων είναι οι στίχοι εκείνοι που μέσα στο σκοτάδι ακουμπούν απαλά στην απροσδόκητη τρυφερότητα ενός άλλου που βρίσκεται ξαφνικά να συντροφεύει τον πόνο ή τον φόβο του ποιητικού υποκειμένου. Για παράδειγμα: «Ένα χέρι στο μέτωπο σαν δεκανίκι / Για να μοιραστεί έτσι το βάρος των θανάτων», διαβάζω στο ποίημα «Παρακαταθήκη»∙ ενώ στο ποίημα «Το Μοίρασμα» υπάρχει η φράση: «Ενώ το μόνο που χρειάζεται / Είναι κάποιος / Να μοιραστεί στα δύο η αϋπνία».

Κι αυτό είναι το δεύτερο και μάλλον το πιο σημαντικό σημείο που παρέκαμψα. Και μπορώ, αισθάνομαι, να του χαρίσω τον επίλογο. Γιατί επιτέλους αυτή η συντροφικότητα μου φανερώνει και μιαν άλλη όψη των ποιημάτων του Βούλγαρη. Μου χαρίζει ένα άλλο σημείο να σταθώ, πορώδες και πολύτιμο. Ένα σημείο, από όπου μπορώ να μη δω τα ποιήματά του να βυθίζονται αποκλειστικά στο σκοτάδι συμπαρασύροντας όλους τους Ενοίκους, αλλά την ίδια στιγμή να το ξορκίζουν κιόλας. Να μην αρκούνται στις πληγές ενός έρημου τόπου, αλλά να φυτεύουν, έστω πονώντας παντού, απεγνωσμένες τοποθεσίες συνάντησης. Και τέλος ένα σημείο από όπου η σιωπή τους δεν θα ’ναι μονάχα μοναξιά, αλλά. Κάποτε θα ’ναι και ησυχία. Ησυχία που έρχεται από ένα άλλο ήρεμο χέρι. Και έτσι, κλείνοντας πια το βιβλίο, θέλω και μπορώ να φαντάζομαι το ποιητικό υποκείμενο να προσκαλεί και άλλους πολλούς Ενοίκους. Και σίγουρα τους στίχους του Θ. Ανεστόπουλου, που νομίζω θα ταίριαζαν πολύ, πάρα πολύ του Δημήτρη:

Ένας ατέλειωτος
–η ζωή του–
κατακλυσμός

Με τα ποιήματά του
τρομαγμένα

Μα δίχως να το γνωρίζει
αδιάβροχα

***

*Γίνεται κατά σειρά αναφορά στα έργα: Gaston Bachelard, Η διαλεκτική της διάρκειας. Μτφρ. Ρ. Σπηλιωτακοπούλου. Εκδ. Εκάτη, 1994∙ Hartmut Rosa, Επιτάχυνση και αλλοτρίωση: Για μια κριτική θεωρία της χρονικότητας στην ύστερη νεωτερικότητα. Μτφρ. Μ. Κούλουθρος. Εκδ. Πλήθος, 2021∙ Fernando Pessoa, Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο. Μτφρ. Μ. Παπαδήμα. Εκδ. Gutenberg, 2014∙ Michel Houellebecq, Εκμηδένιση. Μτφρ. Γ. Θ. Καράμπελας. Εκδ. Εστία, 2022∙ Θάνος Ανεστόπουλος, Αρχίζω με το Σ’ αγαπώ: Σχέδια και ποιήματα. Εκδ. Bibliothèque, 2015.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.  Ζωγραφική: ©Doris Lee. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη